Kριτική ταινίας: «Passion»

kritiki-tainias-passion

ΠΕΜΠΤΗ, 21 ΜΑΡΤΙΟΥ 2013

«Passion», δηλαδή «Πάθος» είναι το όνομα της νέας ταινίας του Μπράιαν Ντε Πάλμα. Πάθος για εξουσία και υποταγή των άλλων, ερωτικό πάθος, πάθος για την εικόνα και τη χειραγώγηση μέσω αυτής, πάθος για το χρήμα και τις διακρίσεις, πάθος, τέλος, για εκδίκηση και απελευθέρωση.

«Passion»

Ο σκηνοθέτης μας παρασύρει σε ένα ταξίδι μαγικό, όπου το ψέμα και η αλήθεια, η πραγματικότητα και το όνειρο αλληλομπλέκονται αριστοτεχνικά ενώ η ψευδαίσθηση και η έννοια του ειδώλου («double»), του διπλού κινούν τα νήματα της δράσης.

Το σενάριο του «Passion» βασίζεται στο φιλμ «Η Αντίζηλος» («Crime d’amour») του Αλέν Κορνό και θεωρείται remake αυτού. Ωστόσο, ο τρόπος αναπαράστασης της περιρρέουσας ατμόσφαιρας και των προσώπων που δρουν μέσα σε αυτή είναι τόσο διαφορετικός που καθιστά την ταινία ξεχωριστή και μοναδική.

Δύο γυναίκες εμπλέκονται σε ένα παιχνίδι εξουσίας και υποταγής στα πλαίσια του επιχειρηματικού περιβάλλοντος μιας πολυεθνικής. Η Κριστίν (Ρέιτσελ Μακ Άνταμς), η διευθύντρια του παραρτήματος, είναι μια όμορφη και αλαζονική ξανθιά που επωφελείται από τη πλεονεκτική της θέση και σφετερίζεται τα ταλέντα των υφιστάμενών της για το προσωπικό της όφελος, για την εξέλιξη της καριέρας της.

Η Ιζαμπέλ (Νούμι Ράπας) είναι ένα στέλεχος της επιχείρησης και μια ευγενική υπάλληλος της Κριστίν. Υποτακτική, εκτελεί τα επαγγελματικά της καθήκοντα με συνέπεια και εφευρίσκει ιδέες που προωθούν το μέλλον της εταιρίας. Η αθωότητα και η ευθύτητά της γρήγορα εξανεμίζονται όταν διαπιστώνει ότι αποτελεί ένα μοχλό εκμετάλλευσης, ένα γρανάζι πλουτισμού των άλλων. Το συγκεκριμένο σενάριο μάς παραπέμπει στην ταινία που κατέστησε γνωστό το όνομα του Ντε Πάλμα «Το Φάντασμα του Παραδείσου», όπου και εκεί υπάρχει ένας εκμεταλλευτής και κάποιοι αθώοι υπάλληλοι.

Γενικά, ο σκηνοθέτης αρέσκεται στη σκιαγράφηση του κυνικού και διεφθαρμένου κόσμου του χρήματος (για παράδειγμα, το φιλμ «Η Απατηλή Λάμψη της Ματαιοδοξίας») όπως και στην έκθεση των πιο μιαρών αυτοκαταστροφικών ενστίκτων.

Όταν η Ιζαμπέλ τολμά να διεκδικήσει το δίκιο της, πέφτει θύμα εκβιασμού και χλευασμού από την ανώτερή της η οποία χρησιμοποιεί βιντεοσκοπημένες εικόνες προσωπικών στιγμών της υπαλλήλου ως μέσο απειλής και ταπείνωσής της. Σε αυτό το σημείο δεν μπορούσαμε να μην διακρίνουμε μια έμμεση κριτική του σκηνοθέτη στο σύγχρονο κόσμο της κυριαρχίας της εικόνας. Αυτός που δείχνει εικόνες έχει και τη δύναμη της χειραγώγησης.

Η Ιζαμπέλ παρακολουθείται στο κάθε της βήμα, είτε με κάμερες ασφαλείας είτε με κρυφές κάμερες. Η κάμερα, επίσης, θα έχει τον τελευταίο λόγο στην εξέλιξη της ιστορίας. Μήπως μια αναπαράσταση της σύγχρονης κοινωνίας δέσμιας των εικόνων μέσα στην οποία οι περισσότεροι περνούν τον καιρό τους (κρυφο)κοιτάζοντας εικόνες όμοια με τους ηδονοβλεψίες; Η νοσηρή και επικίνδυνη χρήση των εικόνων φαίνεται να απασχολεί το έργο αυτού του κινηματογραφιστή ο οποίος με την αμέσως προηγούμενη ταινία του, το «Redacted»του 2007, κατακρίνει τα σύγχρονα μέσα μαζικής ενημέρωσης.

Μέσα σε ένα ατέρμονο κύκλο αντιζηλίας, εκδίκησης και αντεκδίκησης ο σκηνοθέτης δείχνει να χειρίζεται αριστοτεχνικά την ιδέα του ειδώλου, του διπλού. Η ψευδαίσθηση και η πραγματικότητα αλλάζουν διαδοχικά θέσεις παραπλανώντας ηδονικά το θεατή. Με ένα ευφυές μοντάζ μας εισάγει αργά και βαθμιαία στον ταραγμένο ψυχισμό της ηρωίδας (πλάγια πλάνα, μαυρισμένα παράξενα κάποιες φορές, «χρήση υποκειμενικής κάμερας», αγχωτικές αλλαγές οπτικής γωνίας).

Η τεχνική του αντικατοπτρισμού, επίσης, του ενός προσώπου μέσα στο άλλο διατρέχει το φιλμικό του κείμενο ως προς τη φόρμα και το περιεχόμενο. Εξετάζοντας τους δύο κεντρικούς χαρακτήρες, έχουμε από τη μια την καλή και τίμια καστανή Ιζαμπέλ και από την άλλη, την κακή ξανθιά Κριστίν (αντηχώντας την κατεξοχήν «χιτσκοκική γυναίκα», όμορφη και ταυτόχρονα απρόσιτα ψυχρή, ικανή για όλα).

Η μία φορά το κοστούμι της «απλής θνητής», η άλλη εκείνο της ντίβας με την αυτοπεποίθηση να ξεχειλίζει από παντού. Και οι δύο γυναίκες αποτελούν δύο αντίθετα σύνολα συνιστώντας ταυτόχρονα τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Η ξανθιά είναι η διαμετρικά αντίθετη όψη της καστανής η οποία, ωστόσο, τη συμπληρώνει και την προεκτείνει.

Γενικά ο σκηνοθέτης δείχνει να γοητεύεται από τη μαγευτική δύναμη του διπλού, του διπλού σώματος –«Double Corps» λέγεται μια άλλη ταινία του-η οποία έχει τις ρίζες της στο μυθικό «Vertigo» του Χίτσκοκ, την πρώτη πηγή κινηματογραφικής του έμπνευσης. Αυτή η έννοια της διπολικότητας και του διπλού συνοψίζεται εύστοχα στην αφίσα της ταινίας όπου διαγράφονται αντιμέτωπα τα προφίλ των δύο γυναικών.

Κάποια στιγμή, στο αποκορύφωμα της δράσης, η οθόνη χωρίζεται στα δύο (τεχνική «split screen») εκφράζοντας και μορφολογικά την παραπάνω ιδέα. Δύο διαφορετικές σκηνές συνυπάρχουν σε ένα χρόνο της ταινίας διατυμπανίζοντας το διπλό οπτικό παιχνίδι που «παίζει» στο θεατή ο Ντε Πάλμα. Μια σκηνή χορού στο θέατρο αντιπαραβάλλεται με ένα έξυπνα σχεδιασμένο έγκλημα αντανακλώντας τα σχέδια του κεντρικού προσώπου. Η μία εικόνα αλληλεπιδρά με την άλλη στα πλαίσια ενός και μόνο κάδρου γεννώντας ποικίλες σημασιολογικές αναφορές.

Το εφέ του Λεφ Κουλέσοφ (η σύμπτωση και η σύνταξη των εικόνων μπορούν να δημιουργήσουν μια ιδέα που δεν ενυπάρχει σε καμία εικόνα ξεχωριστά) του 1922 παίρνει μια σύγχρονη εκδοχή μέσα από την ενορχηστρωμένη δεξιοτεχνία του Ντε Πάλμα. Ένας σκηνοθέτης που χειρίζεται άψογα τους κώδικες ενός θρίλερ και ενός φιλμ νουάρ.

Η ένταση και το σασπένς ανεβαίνουν σε crescendo ρυθμούς προς το τελευταίο ημίωρο με τους ήχους ενός τηλεφώνου να επαναλαμβάνονται ενοχλητικά φορτίζοντας ακόμη περισσότερο την ατμόσφαιρα. Τέλος, αφήνουμε την αίθουσα έκπληκτοι και ικανοποιημένοι που πιαστήκαμε στα δίχτυα της ψευδαίσθησης (της κινηματογραφικής).

Πρωταγωνιστούν: Rachel McAdams, Noomi Rapace, Paul Anderson, Karoline Herfuth. Η ταινία προβάλλεται από τη Village Films.

ΔΗΜΗΤΡΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΥ