Κριτική ταινίας:«Στο τέλος του δρόμου»

kritiki-tainiassto-telos-tou-dromou

ΠΕΜΠΤΗ, 11 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2013

Στη νέα του ταινία «The place Beyond The Pines», ο σκηνοθέτης Ντέρεκ Σιανφράνς («Blue Valentine») ξανασυνεργάζεται με το Ράιαν Γκόσλινγκ προσθέτοντας στο team του κάστινγκ και έναν άλλο διακεκριμένο ηθοποιό, τον Μπράντλεϊ Κούπερ («Οδηγός Αισιοδοξίας»).

«Στο τέλος του δρόμου» (The place Beyond The Pines)

Αυτή τη φορά σκηνοθετεί ένα κοινωνικό δράμα γεμάτο ηρωισμό, ενοχή, διαφθορά και εκδίκηση. Το ζήτημα της πατρότητας διατρέχει το φιλμικό κείμενο και εκτίθεται ανάγλυφα με μία δομή και ένα σενάριο που επιβεβαιώνει τη γνωστή φράση «η ιστορία επαναλαμβάνεται».

Μια αδιόρατη αίσθηση του μοιραίου και του τραγικού αφήνεται στο τέλος στο θεατή αυτής της ταινίας. Το «The place Beyond The Pines» επεκτείνεται μέσα στο χρόνο και διηγείται την ιστορία δύο γενεών, έχοντας ως βασικούς συνδετικούς άξονες την πατρότητα, το μοιραίο και την εκδίκηση.

Από αυτήν την οπτική γωνία δεν μπορεί να μην παραπέμψει στην αρχαία ελληνική τραγωδία. Μια τραγωδία σε σύγχρονη έκδοση. Η αφήγηση του Ντέρεκ Σιανφράνς χωρίζεται σε τρεις πράξεις. Σε κάθε πράξη υπάρχει και ένας άλλος πρωταγωνιστής με τη δική του ιστορία. Η μετάβαση από τη μία πράξη στην άλλη γίνεται με τόσο βίαιο τρόπο που θα τολμούσαμε να πούμε ότι η ταινία δεν είναι μία αλλά τρεις.

Κάποια δευτερεύοντα πρόσωπα (κυρίως η Ρομίνα, που παίζει το ρόλο της φίλης και της μητέρας) λειτουργούν ως συνδετικοί κρίκοι ανάμεσα στις απομακρυσμένες μέσα στο χρόνο ιστορίες. Προς το τέλος, η μοίρα των απογόνων φέρει τον απόηχο των πράξεων των «προγόνων», ένα δίχτυ μοιραίου από το οποίο δεν μπορούν να ξεφύγουν. Ένα σχήμα που εγγράφεται στο πλαίσιο της τραγωδίας και καθιστά ενδιαφέρον το φιλμ.

Η πρώτη πράξη της ταινίας αφορά το Λουκ (Ράιαν Γκόσλινγκ). Ο Λουκ είναι ένας δεινός μηχανόβιος, γεμάτος τατουάζ-ως ένδειξη του ατρόμητου χαρακτήρα του- και φημίζεται για το θεαματικό του νούμερο στο «γύρο του θανάτου». Η αφήγηση ξεκινά με ένα εντυπωσιακό πλαν-σεκάνς όπου η κάμερα παίρνει το κεντρικό πρόσωπο από πίσω, το παρακολουθεί μέχρι να φθάσει στη «σκηνή» της performance του ενώ το κοινό τον αποθεώνει με κραυγές.

Μια αρχή που θυμίζει το ξεκίνημα της ταινίας «Ο Παλαιστής» του Ντάρεν Αρονόφσκι όπου και εκεί εκθειάζεται ο ήρωας με έναν έντονο ρεαλισμό. Ο ξανθός και τολμηρός μηχανόβιος μας δίνει μια αίσθηση του déjà-vu, παραπέμποντας αυτόματα αρκετούς θεατές στο «Drive» του Nicolas Winding Refn, όπου και εκεί ο Ράιαν Γκόσλινγκ υποδύεται έναν ατρόμητο οδηγό που αγαπά την ταχύτητα. Σαν να πρόκειται για τον ίδιο ήρωα που έχει περιπλανηθεί για κάποιο καιρό αλλάζοντας οχήματα ή μηχανήματα. Οι τέσσερις ρόδες έγιναν δύο παρασύροντας τον οδηγό (και το κοινό) σε νέες εμπειρίες.

Σε κάποια περιοδεία, ο Λουκ ξανασυναντά τυχαία τη Ρομίνα (Εύα Μέντες), μια πρώην «κατάκτηση» με την οποία, μαθαίνει, ότι έχει ένα γιο. Η Ρομίνα τον βάζει στο περιθώριο λόγω της μακρόχρονης απουσίας του, απομακρύνοντας τον έτσι από το γιο του. Ένα δάκρυ κυλά ξαφνικά στα μάγουλα του άφοβου ήρωα, ένα δάκρυ αληθινό το οποίο προεκτείνει το ζωγραφισμένο τατουάζ πάνω στο δεξί του μάγουλο. Ένα σχήμα μόνιμο χαραγμένο στο πρόσωπό του υποδηλώνοντας την τραγικότητα του προσώπου του.

Η εσωτερική σύγχυση του ήρωα αναπαρίσταται με πλάνα που τον δείχνουν να τρέχει μέσα σε ένα δάσος (εξ ου και ο τίτλος). Τα πλάνα διαδέχονται απανωτά το ένα το άλλο οικειοποιούμενα την ταχύτητα και την εσωτερική ένταση του Λουκ, συνιστώντας μία από τις καλύτερες –αν όχι την καλύτερη- σκηνή της ταινίας.

Στη συνέχεια, προκειμένου να εξασφαλίσει τα πάντα για το παιδί του και τη Ρομίνα, ο Λουκ από μηχανόβιος κασκαντέρ γίνεται ληστής τραπεζών. Οι συνεχείς απόπειρες εκτός από τα χρήματα του φέρνουν και το θάνατο. Ένας νέος και φιλόδοξος αστυνομικός, ο Άβερι Κρος (Μπράντλεϊ Κούπερ) τον καταδιώκει και τελικά τον σκοτώνει.

Ο σκηνοθέτης εγκαταλείπει απρόσμενα τη συναρπαστική αφήγηση του ρέμπελου ληστή για να στραφεί σε μια άλλη πατρική φιγούρα, εκείνη του αστυνομικού. Τώρα, το ζήτημα της διαφθοράς στους κόλπους της αστυνομίας βγαίνει στο προσκήνιο προβληματίζοντας το κοινό.

Οι τύψεις καταδιώκουν τον Άβερι. Τελικά, με τη βοήθεια του πατέρα του καταφέρνει να βγει από το βούρκο του κόσμου στον οποίο είχε βυθιστεί και η καριέρα του παίρνει άλλη τροπή. Έπειτα, γίνεται ένα χρονικό άλμα δέκα πέντε χρόνων και η τρίτη πράξη της ταινίας εστιάζει στους υιούς των δύο κεντρικών προσώπων των δύο προηγούμενων ιστοριών.

Δύο έφηβοι γίνονται φίλοι κατά ένα μοιραίο τρόπο, αγνοώντας το φρικιαστικό παρελθόν που τους συνδέει. Τώρα, ο σκηνοθέτης καταπιάνεται με το ζήτημα των ναρκωτικών και την καταστρεπτική τους επίδραση στους νέους. Ο γιος του Λουκ κλέβει ναρκωτικά από ένα φαρμακείο και προσπαθεί να ξεφύγει με το ποδήλατο, θυμίζοντας αρκετά τον πατέρα του. Ο γιος του Άβορι τραυματίζεται όπως ο πατέρας του στο παρελθόν.

Η γραμμική ρευστή αφήγηση που αντικατέστησε την έντονη γεμάτη αδρεναλίνη αφήγηση της πρώτης πράξης μετατρέπεται σε ένα χρονικό βίας και εκδίκησης. Οι δύο προηγούμενες ιστορίες φθάνουν σε ένα σημείο σύνδεσης με την τρίτη και τελευταία, αυτή των παιδιών, κλείνοντας έτσι μια τριλογία.

Οι ήχοι των μουσικών συνθέσεων του Μάικ Πάτον, συμβολικοί και υποβλητικοί έρχονται να υπογραμμίσουν και να καταστήσουν ακόμη πιο ζωηρή την αναπαράσταση όλων των παραπάνω καταστάσεων κληρονομικής διαδοχής και τραγικότητας. Η διεύθυνση των ηθοποιών, επίσης, είναι αξιοπρόσεχτη.

Παίζουν: Ryan Gosling, Bradley Cooper, Eva Mendes, Ray Liotta, Bruce Greenwood, Rose Byrne. Η ταινία προβάλλεται από τη Σπέντζος/Seven Films.

ΔHMHΤΡΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΥ