Νίκος Τζίμας: «Οι πολυεθνικές είναι πλέον ο νόμος»

nikos-tzimas-oi-poluethnikes-einai-pleon-o-nomos-nomos

Φωτογραφία: Κώστας Κατωμέρης, Eurokinissi.

ΤΡΙΤΗ, 18 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2011

Ο Νίκος Τζίμας, ο σκηνοθέτης των ταινιών «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο» και «Αστραπόγιαννος», επιστρέφει μετά από 26 χρόνια απουσίας, με τη νέα του ταινία «Το πέταγμα του κύκνου» και αποκαλύπτει στο click@Life, την περιπετειώδη διαδρομή ενός «golden boy».

Ο Νίκος Τζίμας στη νέα του ταινία, μια διεθνή παραγωγή, στηλιτεύει την απληστία των πολυεθνικών, ξετυλίγοντας ένα οικολογικό θρίλερ. Ο κεντρικός ήρωας της ιστορίας του, ο Αλέξης, ένα μετανοημένο «golden boy», αναζητεί την εξιλέωση και την ταυτότητά του, ερχόμενος σε σύγκρουση με το σύστημα που τον ανέδειξε. Στο πρωταγωνιστικό καστ συμμετέχουν πολλοί ηθοποιοί από την Ελλάδα και το εξωτερικό, όπως οι Τζέιμς Ντάρσι, Αλίσια Γουίτ, Τομ Φρεντερικ, Μενέλαος Ντάφλος, Γιάννης Βούρος, Λίντα Γκρέι, Ιεροκλής Μιχαηλίδης, Ρένος Χαραλαμπίδης, Μπέττυ Μαγγίρα κ.α. Στην παραγωγή συμμετείχε αφιλοκερδώς και ο Θανάσης Βέγγος, «η όμορφη ψυχή της Ελλάδας», σύμφωνα με τον σκηνοθέτη.

Χρειάστηκαν περίπου 26 χρόνια για να επιστρέψετε στον κινηματογράφο με μια δική σας ταινία. Σε τι οφείλεται αυτή η απουσία;

Στο υψηλό κόστος της νέας μου ταινίας. Δεν έχω πάρει ποτέ χρήματα από το κράτος και δεν απευθύνθηκα στο Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου επειδή δεν το θεωρούσα σωστό. Νομίζω ότι πρέπει να αφήνουμε το πεδίο ελεύθερο για τους νέους δημιουργούς που δεν έχουν κάνει όνομα και δυσκολεύονται πραγματικά να βρουν χρήματα. Ευτυχώς είχα μεγάλη βοήθεια από τη συμπαραγωγό, την Τζόαν Μπόστον που ανήκει στον ανεξάρτητο αμερικάνικο κινηματογράφο. Πρόκειται για μια γυναίκα με ποιότητα που αγαπάει την Ελλάδα και φιλοδοξεί με αυτή την προσπάθεια να ανοίξει ο δρόμος για τον ελληνικό κινηματογράφο και σε ελληνοαμερικάνικες συμπαραγωγές.

Ποια είναι η σχέση σας με τον λεγόμενο παλιό ελληνικό κινηματογράφο;

Τον αγαπώ όπως αγαπούν τα παιδιά τον πατέρα τους, ακολουθώντας τα βήματά του. Διαχώρισα τη θέση μου από άλλους συνομήλικους συναδέλφους μου που έκαναν τότε το κίνημα του λεγόμενου νέου ελληνικού κινηματογράφου. Στην αρχή είχα φλερτάρει κι εγώ λίγο με την ιδέα αλλά χάρη στον Μίκη Θεοδωράκη επέλεξα τελικά άλλο δρόμο. Ο Μίκης είχε γράψει μουσική για την ταινία μου «Οι νέοι θέλουν να ζήσουν» και η συμμετοχή του ήταν καθοριστική για την χρηματοδότηση εκείνου του έργου μου. Με είχε γνωρίσει στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όταν είχε προβληθεί η μικρού μήκους ταινία μου «Το κοριτσάκι με το ραδιόφωνο» που του άρεσε πολύ. Μόλις είδε την ταινία μου «Οι νέοι θέλουν να ζήσουν», μου είπε «Εδώ δεν είσαι τόσο αυθόρμητος, όσο ήσουν στην πρώτη σου δουλειά». Είχα επηρεαστεί τότε κι εγώ από τη νουβέλ βαγκ, έκανα κάτι πλάνα μακρινά, κάτι νυχτοπερπατήματα και για αυτά «μου έβαλε πάγο» ο Θεοδωράκης. «Οι Γάλλοι που κάνουν τέτοιο κινηματογράφο δεν αγωνίζονται για το ψωμί αλλά για το μπιφτέκι και την ποιότητά του. Ο ήρωάς σου αγωνίζεται για το μεροκάματο και την επιβίωσή του», μου είπε. Και είχε πολύ δίκιο. Τότε είδα το παράδειγμα του Θεοδωράκη, ο οποίος είχε σπουδάσει κι αυτός στη Γαλλία αλλά πάτησε στον Τσιτσάνη και στην ελληνική παράδοση. Αργότερα γνωρίστηκα με τον Ρίτσο, τον Ανδρέα Φραγκιά και είδα ότι προς αυτή την κατεύθυνση βρίσκονταν κι εκείνοι.

Σας απασχολούσε ο χαρακτηρισμός «εμπορικός κινηματογράφος»;

Όταν ήμουν πολύ νέος είχα περιφρονήσει τον Σακελλάριο. Θυμάμαι όταν έκανα μια μικρού μήκους ταινία, μού είπε ο μοντέρ αν ήθελα να με συστήσει στον Σακελλάριο και τον Χατζιδάκι που έγραψε μουσική για πολλές ταινίες. Α, αυτοί είναι του εμπορικού κινηματογράφου είχα πει τότε- ό, τι δηλαδή λένε για μένα σήμερα. Και ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και είπα θεέ μου, τι μεγάλα ταλέντα ήταν... Αγαπάω τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο. Υπήρχαν βέβαια και κάποιες πρόχειρες ταινίες αλλά δεν είναι τυχαίο ότι πολλά έργα εξακολουθούν να παίζονται μέχρι σήμερα και να τα βλέπουν τα παιδιά μας.

Στην ταινία σας «Το πέταγμα του κύκνου» κάποιοι από τους ήρωές σας ανήκουν στη γενιά του Πολυτεχνείου. Θέλατε κατά κάποιο τρόπο να ασκήσετε κριτική σε αυτή τη γενιά;

Η γενιά του Πολυτεχνείου ουσιαστικά κυβέρνησε την Ελλάδα και είχε υποσχεθεί στον εαυτό της ότι θα έφερνε ουσιαστικές αλλαγές. Από την άλλη πλευρά και στη Γαλλία κυβέρνησαν κάποιοι από τους ήρωες του Μάη του ’68 ενώ και ο Μπιλ Κλίντον ανήκε κάποτε στα παιδιά των λουλουδιών. Και όμως αυτή η γενιά αποθέωσε τελικά το σύστημα, απογοητεύοντας τον κόσμο. Ωστόσο στην ταινία μου δεν μένω καθόλου στο Πολυτεχνείο, καθώς αποτελεί απλώς μέρος της αφήγησης που καλύπτει μια περίοδο περίπου τριάντα χρόνων. Ο ήρωάς μου είναι ένα παιδί από την Ήπειρο που έχει πάρει ισχυρές ηθικές αρχές από τον πατέρα του. Στο Πολυτεχνείο υπέστη βασανιστήρια και του έκαναν εικονική εκτέλεση. Αργότερα φεύγει στην Αμερική για μεταπτυχιακό, εκτιμούν τις ικανότητές του σε μια πολυεθνική εταιρεία και γνωρίζει την Αμερικανίδα σύζυγό του που είναι αρχιτέκτονας. Επιστρέφουν μαζί στην Ελλάδα για να ζήσουν μια πιο ανθρώπινη ζωή, όμως αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα. Τότε έρχεται η πολυεθνική και τον προσλαμβάνει ξανά. Από εκεί αρχίζει η περιπέτεια της ιστορίας. Στο «Πέταγμα του κύκνου» η γενιά του Πολυτεχνείου έχει παιδιά στην εφηβεία και μάλιστα υπάρχει σύγκρουση μεταξύ τους. Ο ήρωάς μου, ο Αλέξης, απογοητεύει τα παιδιά του.

Πρόκειται, λοιπόν, για μια κινηματογραφική διαδρομή στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης;

Ναι. Η ταινία αναφέρεται στους εφήβους και τα προβλήματά τους, στους νέους που θέλουν να κάνουν τη ζωή τους και να γεννήσουν παιδιά αλλά δεν τους το επιτρέπουν τα οικονομικά τους. Διαφαίνονται ακόμη και οι συγκρούσεις που υπάρχουν στα ζευγάρια, όχι γιατί δεν ταιριάζουν αλλά επειδή έχουν άγχος με την καριέρα τους και τρέχουν διαρκώς. Η πολυεθνική δεν έκανε τυχαία τον ήρωά μου golden boy. Ήθελε να υπηρετήσει την εταιρεία γιατί δεν μπορούσε να αρκεστεί στα λίγα. Και με τη σειρά της η πολυεθνική του έκλεψε την ψυχή, την οικογένεια, τα πάντα. Με ενδιέφερε να δείξω και πώς λειτουργούν οι πολυεθνικές. Αυτές είναι πλέον ο νόμος. Εξαγοράζουν κυβερνήσεις και δεν διστάζουν να φτάσουν ακόμη σε δολοφονίες. Κατά τη γνώμη μου πρόκειται για την πιο φασιστική εξουσία που εξαπλώνεται στον κόσμο και βρίσκεται στις μέρες μας στο απόγειό της. Το βασικό μου ερώτημα είναι τι γίνεται με αυτό το αόρατο χέρι των πολυεθνικών.

Η ταινία βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα;

Έχω μανία με την αλήθεια και πάντα προσπαθώ να βρίσκω ντοκουμέντα που να στηρίζουν τις ιστορίες μου. Η ταινία βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα και συνδυάζει και το αυτοβιογραφικό στοιχείο. Τα γεγονότα με τα βασανιστήρια στο Πολυτεχνείο για παράδειγμα, αντανακλούν μια προσωπική εμπειρία, όταν είχα συλληφθεί την περίοδο της χούντας. Όσο για τα σκάνδαλα της πολυεθνικής, αναφέρομαι σε πολλές υποθέσεις που έχουν γίνει γνωστές.

Πώς προέκυψε το οικολογικό στοιχείο στην ταινία σας;

Κατάγομαι από ένα μικρό χωριό, το Μέγα Δέντρο, Πρεβέζης. Μεγάλωσα σε ένα πανέμορφο φυσικό περιβάλλον βλέποντας τα βουνά του Σουλίου, του Ζαλόγγου και τον Αμβρακικό. Όμως πριν χρόνια οι εργολάβοι που πληρώνονταν για να βγάλουν σκληρό βράχο, άρχισαν να καταστρέφουν το βουνό και αυτό με πλήγωσε πολύ. Στην Ιταλία μια παρόμοια ιστορία είχε οδηγήσει στην εξαφάνιση ενός ολόκληρου χωριού εξαιτίας των κατολισθήσεων.

Κάνετε πολιτικό κινηματογράφο;

Δεν αποδέχομαι τον χαρακτηρισμό ότι κάνω πολιτικό κινηματογράφο. Με ενδιαφέρει ο κοινωνικός κινηματογράφος που μπορεί να γίνει πολιτικός, αλλού περισσότερο, αλλού λιγότερο. Με τον Μπελογιάννη, για παράδειγμα, στην ταινία «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο» δεν ήθελα να κάνω πολιτική αλλά να μιλήσω για έναν άνθρωπο-υπόδειγμα που τα έδινε όλα για τους συνανθρώπους του, ήταν ταυτόχρονα διανοούμενος και λαϊκός και με συγκινούσε η μορφή του. Θα μπορούσε να σωθεί αν έλεγε μόνο μία κουβέντα όμως ήταν τρομερά συνεπής και πέθανε με το χαμόγελο. Ήταν μια ταινία που κατέγραφε τα ιστορικά γεγονότα για αυτό και αγαπήθηκε από όλους. Δεν έκανα την ταινία μου από τη ματιά του αριστερού και το ίδιο ζητούσα από τους συνεργάτες μου. Έπαιρνα συνεντεύξεις για τις ανάγκες του σεναρίου από ανθρώπους που ανήκαν σε όλο το πολιτικό φάσμα.

Τι δυσκολίες είχατε συναντήσει όταν γυρίζατε τον «Άνθρωπο με το γαρύφαλλο»;

Δεν είχα την υποστήριξη ούτε της Αριστεράς, ούτε της Δεξιάς, γιατί η κάθε πλευρά θεωρούσε ότι η ταινία θα εξυπηρετούσε τους αντιπάλους της. Ήθελα να κάνω γυρίσματα στο Παλάτι ή στη Βουλή και δεν μου το επέτρεπαν. Μου είχαν δώσει άδεια αρχικά να χρησιμοποιήσω κάποια καμιόνια από τον στρατό, αλλά όταν έμαθαν το θέμα της ταινίας, την πήραν πίσω. Δεν είχα λεφτά... Δεν είχα αργότερα την υποστήριξη ακόμα και του ΠΑΣΟΚ γιατί ο ήρωας, ο Γεώργιος Παπανδρέου, είχε κάνει κι αυτός τα σφάλματά του, είχε εναντιωθεί στον Πλαστήρα σε κρίσιμες στιγμές, όταν εκείνος αγωνιζόταν για την ειρήνευση. Μόλις ολοκληρώθηκε η ταινία, η λογοκρισία την έκοψε. Πήγα να δω τον Τσαλδάρη για να του εξηγήσω το περιεχόμενο του έργου και εκείνος μου ζήτησε να δει μια κόπια. Όταν αργότερα πήγα να την πάρω, ο μηχανικός προβολής μου είπε ότι είδαν την ταινία μαζί ο Τσαλδάρης, η Βλάχου από την Καθημερινή και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Μάλιστα ο Καραμανλής είχε πει στον Τσαλδάρη ότι «Η ταινία είναι αληθινή και να δώσεις συγχαρητήρια στον σκηνοθέτη». Ο Τσαλδάρης, όταν με ξανακάλεσε, μου έδωσε συγχαρητήρια, αλλά δεν μου είπε ότι είχε δει την ταινία μαζί με τον Καραμανλή. Όμως εκείνη η ιστορία που μου είπε ο μηχανικός προβολών, πρέπει να ήταν αληθινή, γιατί αμέσως μετά είχα δει ένα άρθρο στην Καθημερινή με διθυραμβικά σχόλια για την ταινία που περνούσε γενιές δεκατέσσερις όσους κριτικούς χτυπούσαν τον «Άνθρωπο με το γαρύφαλλο».

Πληροφορίες: «Το πέταγμα του κύκνου» θα προβληθεί στους κινηματογράφους στις 20 Ιανουαρίου, από την Odeon.

MANIA ΣΤΑΪΚΟΥ