Μίμης Φωτόπουλος: μια ζωή, πραγματική ταινία

oraia-ton-athinon
ΔΕΥΤΕΡΑ, 07 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2014

Μπορούσε να γίνει αυστηρός πατέρας με κωμικές διαστάσεις, φτωχός λατερνατζής σε περιοδεία, εν δυνάμει αρραβωνιαστικός παρά τη θέλησή του, ακόμα και η πέτρα του σκανδάλου από παρεξήγηση.

Ο Μίμης Φωτόπουλος υπήρξε ένας από τους πιο σπουδαίους εκφραστές της ελληνικής υποκριτικής τέχνης. Γεννημένος στις 8 Απριλίου του 1913 στο χωριό Ζάτουνα της Γορτυνίας, έζησε σκληρά παιδικά χρόνια, μετά το θάνατο του πατέρα του.

Η Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών ήταν η πρώτη του γνωριμία με τους μεγάλους κλασικούς. Στο δεύτερο έτος όμως θα την αφήσει για πάντα για χάρη της αιώνιας αγαπημένης του: της υποκριτής.

Θα φοιτήσει στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου (τότε βασιλική σχολή) και θα κάνει συγκλονιστικές εμφανίσεις στον κινηματογράφο, το σανίδι και αργότερα την τηλεόραση. Πρεμιέρα στο Θέατρο κάνει το 1932, μόλις στα 19 του χρόνια, με τον θίασο του Κουνελάκη, που ανέβαζε την «Λοκαντιέρα».

Το άστρο του άρχισε να λάμπει όταν ξεκινά η Γερμανική κατοχή. Συντάσσεται με την Εθνική Αντίσταση και πολεμά τον εχθρό. Στα Δεκεμβριανά και ενώ η Ελλάδα μαστίζεται από τον πόλεμο, ο Φωτόπουλος καταφεύγει για να ζητήσει δουλειά σε ένα στέκι καλλιτεχνών στο Κολωνάκι. Ήταν παραμονή πρωτοχρονιάς του 1945. Εκεί τον συλαμβάνουν. Τον πρόδωσε ένας συνάδελφός του.

«Ξαφνικά, ένα βάναυσο χέρι μου χτύπησε τον ώμο. Γυρίζω και βλέπω έναν ταξιθέτη. Ήτανε το πασίγνωστο τομάρι του θεάτρου, ο Αποστόλης. Σε λίγο, να ‘μαι στα βάθη ενός κρατητηρίου. Βρισκόμουν βέβαια σε ένα αστυνομικό τμήμα, που στεγαζόταν σε κάποια πολυκατοικία κοντά στην οδό Αμερικής. Στην αρχή ήμουν ο μόνος ένοικος. Μα μέσα σε δύο ώρες, αυτό το μπουντρούμι είχε γεμίσει με τόσο κόσμο, που δεν είχαμε αέρα να αναπνεύσουμε»... έγραψε αργότερα στο «Το ποτάμι της ζωής μου», ένα από τα αυτοβιογραφικά του έργα.

Θα καταλήξει με τους συγκρατούμενούς του στο Ελ Ντάμπα της Αφρικής, χωρίς να γνωρίζει κανείς από τους δικούς του αν ζει ή αν πέθανε. Επιστρέφει τον Μάρτιο του 1945. Ήταν 25 Μαρτίου, χαρακτηριστική μέρα, θα πει αργότερα ο ίδιος.

Η επιστροφή του στην Ελλάδα σημαίνει και την καλλιτεχνική του επάνοδο. Από το 1952 γίνεται θιασάρχης και οκτώ χρόνια μετά κάθεται και στην καρέκλα του σκηνοθέτη. Με τον θίασό του ταξίδεψε στην Αμερική, τη Γερμανία, την Αίγυπτο, την Τουρκία και την Κύπρο παίζοντας ασταμάτητα.

Παράλληλα, ο κινηματογράφος θα τον αγαπήσει και όχι άδικα. Η πρώτη ταινία που συμμετείχε ήταν το 1948, η «Μαντάμ Σουσού» ενώ η πορεία θα σταματήσει το 1985, οπότε και θα κάνει την τελευταία του εμφάνιση το «Εν πλω» . Επαιξε συνολικά, σε 91 ταινίες, στην πλειοψηφία τους κωμωδίες.

Η Ωραία των Αθηνών, Λατέρνα φτώχεια και φιλότιμο, τα Κίτρινα Γάντια, ο Θόδωρος και το δίκαννο, Ο εμίρης και ο κακομοίρης, Η κάλπικη λίρα, ο Γρουσούζης, η Καφετζού και πολλές ακόμα κινηματογραφικές ταινίες θα αναδείξουν το ταλέντο του.

Την περίοδο της δικτατορίας, η σύζυγός του η Μαργαρίτα Τσάλα, δημοτική σύμβουλος της Αριστεράς στο Μαρούσι τότε, εξορίζεται στη Γυάρο και αυτός θα μείνει μόνος με τις δύο του κόρες. Τότε ξεκινά να ασχολείται και με άλλες μορφές τέχνης.

Αγαπά το κολάζ και ξεκινά να επιδίδεται σε αυτό, τη ζωγραφική, την ποίηση και τη συγγραφή βιβλίων παράλληλα με την κινηματογραφική και θεατρική του παρουσία.

Η πολιτιστική παρακαταθήκη μετρά 4 ποιητικές συλλογές, 3 αυτοβιογραφικά έργα, 2 θεατρικά έργα, 10 εκθέσεις ζωγραφικής με χαρακτηριστικό την ιδιότυπη τεχνική κολάζ γραμματοσήμων και περισσότερους από 100 πίνακές του που αγοράστηκαν.

Θεατρικά διέπρεψε στο «Βυσσινόκηπο» του Τσέχωφ, τις «Αγριόπαπιες» του Ίψεν στο θέατρο Τέχνης, το «Όνειρο καλοκαιρινής νύκτας» του Σαίξπηρ στο θέατρο του Βασιλικού Κήπου και για πολλά χρόνια υπήρξε καλλιτεχνικός συνοδοιπόρος του έτερου εξαίρετου ηθοποιού, του Ντίνου Ηλιόπουλου.

Χαρακτηριστική του τηλεοπτική ερμηνεία ο «Δον Καμίλλο» ενώ οι ατάκες του «Και μετά, θα κάαααθεσαι», «Αόματος!!!» έγινε σήμα κατατεθέν. Με διαφορά όμως η καλύτερη του (ή τουλάχιστον η πιο αγαπημένη μου) ατάκα ήταν στον Θόδωρο και το δίκαννο «Και έχει ένα περίεργο σχήμα η μύτη σου απόψε».

Ο Μίμης Φωτόπουλος πέθανε στις 29 Οκτωβρίου του 1986 και η ελληνική υποκριτική τέχνη μάλλον ποτέ δεν θα ανακτήσει πλήρως τις δυνάμεις της από τον χαμό ενός ακόμα σπουδαίου εκφραστή της.

Σόφη Ζιώγου
[email protected]