Η υπεροχή του ισπανόφωνου σινεμά: από τον Buñuel στον Cuarón

skulos

Από την ταινία Ανδαλουσιανός Σκύλος.

ΚΥΡΙΑΚΗ, 12 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2014

Σήμερα γιορτάζεται η παγκόσμια ημέρα ισπανικής γλώσσας στα Ηνωμένα Έθνη. Στο δικό μου μυαλό αυτό μεταφράζεται ως παγκόσμια ημέρα ισπανικού (ή καλύτερα ισπανόφωνου) σινεμά.

Είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις τους πιο αξιόλογους σκηνοθέτες, τις καλύτερες ταινίες και όλα εκείνα τα στερεότυπα, όταν η κουβέντα πέφτει στο ισπανόφωνο σινεμά.

Ο συγκεκριμένος κινηματογράφος είναι μία κατηγορία μόνος του. Προσωπικά με συνεπαίρνει. Τον ζηλεύω και θα ήθελα να γνώριζα τα πάντα γι’ αυτόν. Άλλη κουλτούρα, πιο παραδοσιακή και ταυτόχρονα αισθησιακή, ωμή και την ίδια στιγμή ανατριχιαστικά σπαρακτική. Από το Μεξικό μέχρι την Ισπανία, οι ισπανόφωνοι δημιουργοί έχουν αναδείξει τη δική τους στόφα κινηματογράφησης, αφήνοντας γερά τη σφραγίδα τους στο παγκόσμιο σινεμά.

Louis Buñuel.

Εν αρχή ην ο Luis Buñuel. Ο σουρεαλιστής αυτός καλλιτέχνης στιγμάτισε το σινεμά όταν αποφάσισε να συνεργαστεί με τον Salvador Dalí. O «Aνδαλουσιανός σκύλος» δίκαια τον ανήγαγε σε έναν από τους πιο αυθεντικούς δημιουργούς του σινεμά. Όποιος αγαπάει την 7η Τέχνη ξέρει τι εννοώ. Δε μπορεί να αγαπάς το σινεμά και να μη συγκλονιστείς από τα 16 λεπτά φροϋδικών εικόνων, ονείρων, φαινομενικά ασύνδετων εικόνων που όρισαν την τύχη του κινηματογράφου.

Fernando Fernán-Gómez.

Ο Fernando Fernán-Gómez υπήρξε ένας από τους πιο γνωστούς και αξιόλογους σκηνοθέτες και ηθοποιούς στο θέατρο και το σινεμά. Έγραφε, σκηνοθετούσε και έπαιζε.

Οι περισσότεροι τον θυμούνται ίσως από το ρόλο του στο «Όλα για τη μητέρα μου» (Todo sobre mi madre, 1999) του επίσης υπέροχου Pedro Almodóvar (στον οποίο θα επανέλθω φυσικά). Κορυφαία στιγμή της καριέρας του η ταινία του «Voyage to Nowhere» (El viaje a ninguna parte, 1986), το δράμα που τον έχρισε τον πρώτο σκηνοθέτη στην ιστορία των βραβείων Goya.

Επόμενη στάση ίσως ο πιο διάσημος από τους Ισπανούς σκηνοθέτες: ο Pedro Almodóvar.

Μίλα της, 2002.

Έμπνευση και κινητήριος δύναμη στις ταινίες του πάντα η γυναίκα. Νευρωτική, εκρηκτική, μοιραία, τραγική και κωμική φιγούρα. Κόρη, γυναίκα, μητέρα, ερωμένη. «Γυναίκες στα πρόθυρα νευρική κρίσης» (Mujeres al borde de un ataque de nervios, 1998), «Μίλα της» (Hable con ella, 2002), «Γύρνα πίσω» (Volver, 2006), «Το δέρμα που κατοικώ» (2011) ό,τι και αν δημιούργησε ο συμπαθέστατος αυτός ισπανός δημιουργός είναι υπέροχο.

Εκτός από την τελευταία του δουλειά ίσως, την κωμωδία «I'm So Excited!» (Los amantes pasajeros, 2013) που μάλλον απογοήτευσε πολλούς. Αλλά από τον άνθρωπο που μας χάρισε το «Live Flesh» (Carne trémula, 1997) περιμένω ακόμα πολλά.

Babel, 2006.

Και ελπίζοντας σε μία επάνοδο του Pedro Almodóvar, συνεχίζω με έναν από τους πιο αγαπημένους μου ισπανόφωνους σκηνοθέτες. Ίσως τον κορυφαίο για μένα. Ο Alejandro González Iñárritu είναι Μεξικανός και ξέρει να κάνει υπέροχο σινεμά.

Από το «Amores Perros» ( Χαμένες Αγάπες) και το «21 Γραμμάρια», μέχρι το «Babel», το συγκλονιστικό «Biutiful» και το υπέροχο φετινό «Birdman» (Απρόσμενη Αρετή της Αφέλειας), που περιμένουμε τον Ιανουάριο στις ελληνικές αίθουσες. Ο Iñárritu έχει μία στρεβλή, τραγελαφική αίσθηση, στην κινηματογράφησή του.

Προσωπικά θεωρώ ότι μπορεί με ευκολία να γίνει σπαρακτικά συγκινητικός μέσα από την πιο απλή ή ακόμα και κωμική υπόθεση. Όχι ότι καταπιάνεται με απλά ζητήματα, απλά ο τρόπος του είναι τόσο μεθοδικός, σχεδόν αφαιρετικός, μπλέκει παράλληλες ιστορίες με βίαιη γλώσσα, ναρκωτικά, σεξ κ.λπ στο φόντο σα να είναι η καθημερινότητα όλων.

Άνοιξε τα μάτια, 1997.

Η περίπτωση του Alejandro Amenábar, από την άλλη είναι διαφορετική αλλά εξίσου ιδιαίτερη. Πολυπράγμων, πολυτάλαντος, ο συνθέτης, σεναριογράφος και σκηνοθέτης με τις ισπανικές και χιλιανές καταβολές έχει παρεξηγηθεί ως μιμητής του Χόλιγουντ.

Ωστόσο, δεν παύει να είναι ο άνθρωπος που στα 24ά του χρόνια έκανε το ντεμπούτο του με το «Tesis» (1996) και ένα χρόνο μετά μας πρόσφερε το «Abre los ojos» (Άνοιξε τα μάτια). Και αν δεν σας ικανοποιεί τίποτα από αυτά (αν και αμφιβάλω), υπάρχουν και «Οι Άλλοι» (The others) σε σενάριο και σκηνοθεσία δικά του.

Ο λαβύρινθος του Πάνα, 2006.

Μία κατηγορία μόνος του, ο Guillermo del Toro. Άλλο είδος σινεμά με το ίδιο μεράκι όμως. Γεννημένος στο Μεξικό, έδειξε από μικρός ενδιαφέρον για το χώρο του σινεμά και σύντομα βρέθηκε να μαθαίνει τα ειδικά εφέ δίπλα στον θρυλικό Dick Smith του Εξορκιστή (1973).

Ο «Λαβύρινθος του Πάνα», «Ηellboy», η σεναριακή του προσφορά στο «Hobbit» του Peter Jackson αλλά και η φετινή τηλεοπτική του παρουσία στο «The strain» (με το πόστερ να θυμίζει έντονα ανδαλουσιανό σκύλο) κατατάσσουν τον del Toro στους κορυφαίους του είδους του (αν και όχι αμιγώς ισπανόφωνο).

Gravity, 2013.

Ο δις βραβευμένος με Oscar, Alfonso Cuarón, φέτος έγινε ο πρώτος ισπανόφωνος και μεξικανός σκηνοθέτης που κατέκτησε το Oscar καλύτερου σκηνοθέτη στην ιστορία του θεσμού. Και όχι άδικα, το «Gravity» ήταν μία ταινία που μπορεί να είχαμε ξαναδεί ανάλογη, αλλά κανείς δεν είχε τολμήσει να την προβάλει τόσο μοναδικά.

Η Sandra Bullock επιβεβαίωσε την έξυπνη επιλογή του και ο Cuarón κατάφερε να κρατήσει το θεατή για 91 λεπτά απέναντι σε ένα στην ουσία …green box. Βέβαια, Cuarón δε σημαίνει σε καμία περίπτωση μόνο διάστημα, τεχνολογία και χρυσά αγαλματίδια. Το «Θέλω και τη μαμά σου» του 2001 (Y tu mamá también) ήταν μία ντόμπρα ταινία, μία ειλικρινής απεικόνιση ενός road trip για τη φιλία, το σεξ, τον εαυτό σου.

Alfonso Cuarón.

Πέντε χρόνια αργότερα σε πιο sci-fi μονοπάτια σκηνοθέτησε το «Children of men» με τους Julianne Moore και Clive Owen να προσπαθούν να επιβιώσουν (σχεδόν) σε ένα σκληρό, δυστοπικό σκηνικό, πολύ πριν το «Hunger games» γίνει μόδα.

Αλλά ο Cuarón δεν απογοήτευσε κανέναν σινεφίλ, ούτε και εκείνους που αγαπούν το δράμα, το ρομαντισμό, τις ανεκπλήρωτες ερωτικές ιστορίες. Πριν η τεχνολογία γίνει σύμμαχός του, έφερε στις οθόνες τις «Μεγάλες προσδοκίες» (Great Expectations, 1998) από την ομότιτλη ιστορία του Ντίκενς με τους Ethan Hawk και Gwyneth Paltrow στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.

Σίγουρα δεν ήταν ό,τι καλύτερο έχει να επιδείξει το σινεμά, αλλά ευτυχώς στην πορεία ο σκηνοθέτης από το Μεξικό μας αντάμειψε και ισπανόφωνα και ….χολιγουντιανά.

Και είμαι σίγουρη ότι υπάρχουν και άλλοι ισπανόφωνοι σκηνοθέτες, κι άλλες ισπανόφωνες ταινίες που ξεχνάω (και σύντομα θα μετανιώσω που δεν συμπεριέλαβα) γιατί αυτό το σινεμά έχει τη δική του ξεχωριστή πορεία στη σκοτεινή αίθουσα.

Σόφη Ζιώγου
[email protected]