Who is who: Ρόμπερτ Ρέντφορντ

who-is-who-rompert-rentfornt

ΔΕΥΤΕΡΑ, 05 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2011

Από τη δεκαετία του ’60 μέχρι σήμερα, ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ, παρ’ όλο που κουβαλάει αρκετές ρυτίδες παραπάνω, έχοντας κλείσει τα 75 του χρόνια, δεν σταματά να γοητεύει τις γυναίκες, αλλά και τους λάτρεις του σινεμά, συνεχίζοντας να ζει τα «καλύτερά του χρόνια». Και ο μοναδικός ρόλος που δεν αποδέχεται στη ζωή του, είναι αυτός του σταρ.

Στις 18 Αυγούστου του 2011 ο Τσαρλς Ρόμπερτ Ρέντφορντ τζούνιορ έσβησε 75 κεράκια στη γενέθλια τούρτα του, έχοντας σίγουρα πολλά να θυμηθεί από τη ζωή του. Γεννήθηκε στην Καλιφόρνια, στη Σάντα Μόνικα και η μητέρα του ήταν νοικοκυρά, ενώ ο πατέρας του πουλούσε γάλα κι αργότερα ασχολήθηκε με τα λογιστικά. Οι αγγλικές, ιρλανδικές και σκοτσέζικες ρίζες του ίσως εξηγούν τα κατάξανθα μαλλιά του, τα οποία αποτελούν το σήμα κατατεθέν του διάσημου ηθοποιού, που στο σχολείο ήταν συμμαθητής με τον διάσημο παίκτη του μπέιζμπολ, Ντον Ντρισντέιλ. Δεν ήταν και πολύ ήσυχος έφηβος, αφού συνήθιζε να κλέβει τα τάσια των αυτοκινήτων και να καταναλώνει μεγάλες ποσότητες αλκοόλ – κάτι που μάλιστα του κόστισε την υποτροφία για να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο.

Αποφοιτώντας από το σχολείο, σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Κολοράντο και παράλληλα δούλευε σε ένα εστιατόριο-μπαρ για να βγάλει τα προς το ζην. Αργότερα, ασχολήθηκε με μια μεγάλη του αγάπη, τη ζωγραφική, κάνοντας μαθήματα στο Ινστιτούτο Πρατ, στο Μπρούκλιν και αργότερα ασχολήθηκε με το θεατρικό σχέδιο στην Αμερικανική Ακαδημία Δραματικών Τεχνών της Νέας Υόρκης. Εκεί ήταν που ήρθε σε επαφή με την υποκριτική τέχνη και παρ’ όλο που ζούσε μέχρι τότε μια μποέμικη ζωή ζωγράφου, η ηθοποιία άρχισε να κεντρίζει το ενδιαφέρον του.

Από την τηλεόραση στον κινηματογράφο

Το 1960, στα 24 του χρόνια, ήταν η πρώτη χρονιά που ο σήμερα διάσημος ηθοποιός είδε τον εαυτό του στη μικρή οθόνη, στην τηλεοπτική σειρά «Maverick» και για τα επόμενα χρόνια ο Ρέντφορντ ασχολήθηκε με την τηλεόραση και το θέατρο, περνώντας από διάφορες σειρές και τηλεταινίες και παίζοντας σε παραστάσεις με σημαντικότερη το «Ξυπόλητοι στο πάρκο» το 1963 στο Μπρόντγουεϊ, λίγα χρόνια πριν την κινηματογραφική έκδοσή του. Την ίδια χρονιά κέρδισε μάλιστα και βραβείο Emmy β’ αντρικού ρόλου για την εμφάνισή του στην τηλεοπτική σειρά «Alcoa Premiere» και δύο χρόνια αργότερα ήρθε το κινηματογραφικό του ντεμπούτο με την ταινία «Situation hopeless… but not serious». Την ίδια χρονιά βρίσκεται πλάι στη Νάταλι Γουντ και τον Κρίστοφερ Πλάμερ στο «Έρωτες που σβήνουν την αυγή», το οποίο βρίσκεται υποψήφιο για 2 Όσκαρ και ο Ρέντφορντ κερδίζει την πρώτη του Χρυσή Σφαίρα ως ο πιο πολλά υποσχόμενος ηθοποιός.

Στην «Καταδίωξη» (1966) του Άρθρουρ Πεν, προτιμά το ρόλο του κατάδικου, ενώ ο ρόλος του σερίφη, τον οποίο έχει αρνηθεί, πηγαίνει στον Μάρλον Μπράντο και την ίδια χρονιά συνεργάζεται ξανά με τη Νάταλι Γουντ στο βασισμένο πάνω στο έργο του Τενεσί Ουίλιαμς, «Αγάπη για τον έρωτα», του Σίντνεϊ Πόλακ.

Το 1967 βρίσκεται και πάλι «Ξυπόλυτος στο πάρκο» -κινηματογραφικά αυτή τη φορά- στο πλευρό της Τζέιν Φόντα, ενώ τα επόμενα χρόνια, απέρριψε ρόλους στο «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» και τον «Πρωτάρη» του Μάικ Νίκολς φοβούμενος το στερεότυπο του ξανθού αρσενικού που μπορεί να δημιουργούσε και ένιωσε προφανώς πιο άνετα με τον ρόλο του στο βραβευμένο με 4 Όσκαρ γουέστερν «Οι δύο ληστές» του Τζορτζ Ρόι Χιλ, μαζί με τον Πολ Νιούμαν. Ο ρόλος του ως ληστής στην εν λόγω ταινία του βγαίνει σε καλό, η ταινία αποδεικνύεται μεγάλη επιτυχία και ο Ρέντφορντ βλέπει τον τραπεζικό του λογαριασμό να μεγαλώνει.

Περνώντας από διάφορες όχι και τόσο επιτυχημένες εμπορικά ταινίες στα τέλη του ’60 και αρχές του ’70, όπως το «Downhill racer» (1969), «The hot rock» (1972) κ.ά., κερδίζοντας όμως βραβείο BAFTA καλύτερου ηθοποιού για τα «Tell them Willie Boy is here» και «Downhill racer», ο Ρέντφορντ συνεργάζεται ξανά με τον Σίντνεϊ Πόλακ για το γουέστερν «Ιερεμίας Τζόνσον, ο αλύγιστος» (1972), πρωταγωνιστώντας και στην επιτυχημένη ταινία «Ο υποψήφιος» του Μάικλ Ρίτσι, ενώ στα χέρια Πόλακ βρίσκεται και το 1973, γυρίζοντας «Τα καλύτερά μας χρόνια» μαζί με την Μπάρμπρα Στρέιζαντ. Ο ρόλος του ως Χάμπελ παραμένει ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς της καριέρας του και η δραματική ιστορία αγάπης που εκτυλίσσεται στην ταινία, κατατάσσεται για πολλούς στη λίστα με τα καλύτερα love story όλων των εποχών, ενώ το τραγούδι «The way we were» της Στρέιζαντ κερδίζει το Όσκαρ.

Την ίδια χρονιά, ο διάσημος ηθοποιός βρίσκεται για πρώτη φορά υποψήφιος για Όσκαρ α΄ αντρικού ρόλου για την ερμηνεία του στο «Κεντρί», όπου σκηνοθετείται και πάλι από τον Τζορτζ Ρόι Χιλ και πρωταγωνιστεί ξανά με τον Πολ Νιούμαν. Η δεκαετία συνεχίζει με άλλη μια επιτυχία το 1974 με τον «Μεγάλο Γκάτσμπι» από το λογοτεχνικό αριστούργημα του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ, όπου ο Ρέντφορντ κατάφερε και πήρε ένα ρόλο που αρχικά προοριζόταν για τον Τζακ Νίκολσον. Για το ρόλο αυτό, μάλιστα, ο Ρέντφορντ τσακωνόταν με τον σκηνοθέτη Τζαν Κλέιτον, ο οποίος τον πίεζε να βάψει τα μαλλιά του μαύρα, κάτι που ο Ρέντφορντ δεν δέχτηκε.

Ακολουθεί το πολιτικό θρίλερ «Οι τρεις μέρες του Κόνδορα» (1975) που φέρνει Πόλακ και Ρέντφορντ πάλι μαζί, ενώ το 1976 προσπαθεί να ξεσκεπάσει την υπόθεση Γουότεργκεϊτ ως ο δημοσιογράφος Μπομπ Γούντγουορντ, στο βραβευμένο με 4 Όσκαρ, «Όλοι οι άνθρωποι του Προέδρου». Η δεκαετία φεύγει με 2 ακόμη ταινίες, το «A bridge too far» (1977) και το «The electric horsemen» (1979), όπου ο Σίντνεϊ Πόλακ και η Τζέιν Φόντα βρίσκονται για άλλη μια φορά στο δρόμο του.

Την επόμενη δεκαετία βρίσκεται σε μόλις 4 ταινίες: το «Brubaker» (1980), τον «Καλύτερο» (1984), όπου υποδύεται πρωταθλητή του μπέιζμπολ, το βραβευμένο με 7 Όσκαρ, «Πέρα από την Αφρική», ακολουθώντας για πολλοστή φορά τις σκηνοθετικές οδηγίες του Πόλακ και το «Τρεις και μοναδικοί» στο πλευρό της Ντέμπρα Γουίνγκερ, αλλά και της Ντάριλ Χάνα. Το 1985 παίρνει διαζύγιο και από την μέχρι τότε σύζυγό του, Λόλα Βαν Γουάγκενεν, με την οποία έχει τέσσερα παιδιά.

Όπως έχει δηλώσει και ο ίδιος, δεν του αρέσει να δουλεύει πολύ και αυτό ίσως είναι φανερό τις δεκαετίες αυτές. Το 1992 συμπρωταγωνιστεί με τον Σίντεϊ Πουατιέ και τον Νταν Άκροϊντ στην κομεντί «Sneakers», ενώ το 1993 κάνει μια «Ανήθικη πρόταση» προσφέροντας στον Γούντι Χάρελσον 1 εκατομμύριο δολάρια προκειμένου να περάσει τη νύχτα με την σύζυγό του, Ντέμι Μουρ, στην ομώνυμη ταινία του Έιντριαν Λιν. Δυστυχώς, όμως, ο ρόλος του εκατομμυριούχου χαμηλής ηθικής άντρα τον φέρνει υποψήφιο πρώτη και τελευταία φορά για Χρυσό Βατόμουρο χειρότερου ηθοποιού.

Το 1996 βρίσκεται στο πλευρό της Μισέλ Φάιφερ στο «Υπόθεση πολύ προσωπική», ενώ το 1998 ως «Γητευτής των αλόγων» προσπαθεί να δαμάσει το άλογο της μικρής –τότε- Σκάρλετ Γιόχανσον. Η ταινία πήγε εμπορικά καλά, οι κριτικές, όμως, υπήρξαν ανάμεικτες, με τις θετικές να υπερτερούν.

Το «Παιχνίδι κατασκόπων» (2001) του Τόνι Σκοτ τον βάζει σε δράση με συμπρωταγωνιστή τον Μπραντ Πιτ, ενώ το 2004 πρωταγωνιστεί μαζί με τον Γουίλεμ Νταφόε και την Έλεν Μίρεν στο θρίλερ μυστηρίου «Το ξέφωτο». Ένα χρόνο μετά βρίσκεται στο ίδιο καστ με την Τζένιφερ Λόπεζ και τον Μόργκαν Φρίμαν στην ταινία «Αγεφύρωτες σχέσεις» και η δεκαετία «κλείνει» με το πολιτικού περιεχομένου θρίλερ «Λέοντες αντί αμνών», όπου πρωταγωνιστεί με την Μέριλ Στριπ και τον Τομ Κρουζ.

Το 2002 πήρε τιμητικό βραβείο από την Ακαδημία για το έργο του στον κινηματογράφο. Σήμερα είναι παντρεμένος από το 2009 με την Σίμπιλ Ζάγκαρς, ενώ είναι επίσης παππούς, συμφωνώντας πως είναι ίσως από τους πιο όμορφους... παππούδες της εποχής.

Από τη θέση του σκηνοθέτη

Ο διάσημος ηθοποιός φαίνεται πως δεν κρύβει έναν και μοναδικό άσσο στο μανίκι του, αφού αποδεικνύεται ταλαντούχος, πέρα από την υποκριτική και στη σκηνοθεσία. Ο ίδιος βέβαια δηλώνει ότι «σαν σκηνοθέτης δεν θα με συμπαθούσα ως ηθοποιό και σαν ηθοποιός δεν θα με συμπαθούσα ως σκηνοθέτη», αλλά τα αποτελέσματα της δουλειάς του έδειξαν σύντομα το ταλέντο του.

Η πρώτη του σκηνοθετική προσπάθεια έγινε το 1980 με το «Ordinary people» και πρωταγωνιστή τον Ντόναλτν Σάδερλαντ. Η ταινία κέρδισε 4 Όσκαρ και ο Ρέντφορντ πήρε το Όσκαρ καλύτερου σκηνοθέτη, με τους κριτικούς να αναφέρουν ότι κατάφερε να βγάλει μια πολύ δυνατή δραματική ερμηνεία τόσο από την Μέρι Τάιλερ Μουρ, όσο και από τον Σάδερλαντ και τον Τίμοθι Χάτον, ο οποίος κέρδισε το Όσκαρ β’ αντρικού ρόλου.

Το 1988 κάθεται ξανά στη θέση του σκηνοθέτη για το «The Milagro Beanfield war», χωρίς, όμως, να πάρει κάποια διάκριση, ενώ 4 χρόνια μετά σκηνοθετεί τον Μπραντ Πιτ στη δραματική ταινία «Το ποτάμι κυλά ανάμεσά μας», κερδίζοντας υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα. Η σκηνοθεσία του στο «Quiz show» το 1994 του έφερε μια διπλή υποψηφιότητα για Όσκαρ: καλύτερου σκηνοθέτη και καλύτερης ταινίας, ενώ το ’98 εκτός από τον πρωταγωνιστικό, έχει και τον σκηνοθετικό ρόλο στον «Γητευτή των αλόγων», ο οποίος τον φέρνει υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα ξανά.

Ακολουθεί ο «Θρύλος του Μπάγκερ Βανς» για τον καλύτερο παίκτη της Σαβάνα στο γκολφ με τον Γουίλ Σμιθ, τον Ματ Ντέιμον και την Σαρλίζ Θερόν το 2000 και το 2007 πρωταγωνιστεί και σκηνοθετεί το «Λέοντες αντί αμνών». Τελευταία του σκηνοθετική δουλειά είναι το «The conspirator», ενώ η νέα του ταινία στην οποία θα δούμε το όνομά του και κάτω από τον τίτλο του σκηνοθέτη, αλλά και σε πρωταγωνιστικό ρόλο το 2012, είναι το «The Company you keep».

Ενδεικτική φιλμογραφία: «The iceman cometh» (1960), «War hunt» (1962), «Situation hopeless… but not serious» (1965), «Inside Daisy Clover» (1965), «The chase» (1966), «This property is condemned» (1966), «Barefoot in the park» (1967), «Butch Cassidy and the Sundance kid» (1969), «Tell them Willie Boy is here» (1969), «Downhill racer» (1969), «Little Fauss and Big Halsy» (1970), «The hot rock» (1972), «The Candidate» (1972), «Jeremiah Johnson» (1972), «The way we were» (1973), «The sting» (1973), «The Great Gatsby» (1974), «The great Waldo Pepper» (1975), «Three days of the Condor» (1975), «All the president’s men» (1976), «A bridge too far» (1977), «The electric horsemen» (1979), «Brubaker» (1980), «The natural» (1984), «Out of Africa» (1985), «Legal eagles» (1986), «Havana» (1990), «Sneakers» (1992), «Indecent proposal» (1993), «Up close & personal» (1996), «The horse whisperer» (1998), «The last castle» (2001), «Spy game» (2001), «The clearing» (2004), «An unfinished life» (2005), «Lions for lambs» (2007).