Γιώργος Σιούγας: «Το μυαλό μπορεί να λειτουργήσει ως αστείρευτη πηγή ικανοποίησης»

giorgos-siougas-to-mualo-mporei-na-leitourgisei-os-asteireuti-pigi-ikanopoiisis

Ο Γιώργος Σιούγας με τον Προμηθέα Αλειφερόπουλο κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Φωτογραφία: Νικολόπουλος

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 23 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2011

Ο Γιώργος Σιούγας, με αφορμή την προβολή της ταινίας του «Το γάλα», εξηγεί στο click@Life πώς αποφάσισε να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη ένα από τα σημαντικότερα θεατρικά έργα των τελευταίων χρόνων.

«Το γάλα» του Βασίλη Κατσικονούρη έχει κερδίσει τον τίτλο του καλύτερου θεατρικού έργου των τελευταίων χρόνων. Ο σκηνοθέτης Γιώργος Σιούγας, ο οποίος υπογράφει την κινηματογραφική μεταφορά του έργου ανέλαβε ένα δύσκολο στοίχημα: να διατηρήσει την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα της ιστορίας, ντύνοντας με τις δικές του εικόνες, τα περίεργα νοητικά ταξίδια αλλά και τις συγκινησιακά φορτισμένες συζητήσεις των ηρώων. «Το γάλα» ξετυλίγει την τραγική περιπέτεια μιας οικογένειας, της 45χρονης Ρήνας και των δύο γιων της, του Αντώνη (25 ετών) και του Λευτέρη (23 ετών) που έχουν μεταναστεύσει στην Ελλάδα εδώ και πολλά χρόνια από την Τιφλίδα.

Όπως υποστηρίζει ο Γιώργος Σιούγας «το ζήτημα της μετανάστευσης είναι μια δραματουργική αφορμή, ένα εργαλείο που χρησιμοποιεί ο Βασίλης Κατσικονούρης. Είναι ο καμβάς πάνω στον οποίο είναι ζωγραφισμένη η ιστορία». H ταινία θα προβληθεί στις 24/9 στο Φεστιβάλ Νύχτες Πρεμιέρας Conn-x, ενώ στις 29 του ίδιου μήνα θα βγει στις κινηματογραφικές αίθουσες από την Odeon.

Το έργο μιλάει για την εσωτερική μοναξιά και τη βαθιά ανάγκη μας για αποδοχή. Ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος και ο Όμηρος Πουλάκης, υποδύονται αντίστοιχα τον Λευτέρη και τον Αντώνη. Οι δύο νεαροί ακολουθούν στην ταινία διαμετρικά αντίθετες πορείες: ο Λευτέρης είναι περιθωριακός, απροσάρμοστος, κλεισμένος στον δικό του κόσμο αναμνήσεων. Η συμπεριφορά του αρχίζει να γίνεται όλο και πιο περίεργη όταν εκδηλώνονται τα συμπτώματα της σχιζοφρένειας. Ο Αντώνης, από την άλλη πλευρά, προσγειωμένος στο σήμερα προσπαθεί να ανέλθει κοινωνικά. Η Ρήνα (στο ρόλο η Ιωάννα Τσιριγκούλη) βαθύτατα φοβισμένη προσπαθεί να φέρει κοντά τα δύο αδέλφια.

Λευτέρης: ένας outsider με μυαλό που τρέχει

Η πρώτη γνωριμία του Γιώργου Σιούγα με το έργο, έγινε όταν παιζόταν για δεύτερη χρονιά στο Εθνικό, σε σκηνοθεσία του Νίκου Μαστοράκη, με πρωταγωνιστές τη Μάνια Παπαδημητρίου, τον Πέτρο Λαγούτη, και τον φίλο του Κωνσταντίνο Παπαχρόνη. «Είχα συγκινηθεί πολύ από την παράσταση και από τον χαρακτήρα του Λευτέρη, τον οποίο έπαιζε ο φίλος μου ο Κωνσταντίνος. Είχα ανέβει πάνω στο καμαρίνι του και του είχα πει ότι πρέπει να το κάνουμε οπωσδήποτε ταινία. Το έργο είχε αγγίξει μια υπαρξιακή μου χορδή. Ο Κωνσταντίνος, λοιπόν με έφερε σε επαφή με τον Βασίλη Κατσικονούρη, ο οποίος πολύ γενναιόδωρα μου παραχώρησε τα δικαιώματα της κινηματογραφικής μεταφοράς για δύο χρόνια, χωρίς να γνωρίζει εμένα ή τη δουλειά μου.

Απλά φαίνεται ότι τον έπεισα με τη φλόγα μου, γιατί ήθελα πάρα πολύ να πω αυτή την ιστορία. Ο Βασίλης Κατσικονούρης δέχτηκε να γράψει το πρώτο σενάριο κι εγώ μετά το πήγα σε κάποιους παραγωγούς, μέσω του Δημήτρη Μαύρου, οποίος έχει και ένα ρόλο στην ταινία», θυμάται ο σκηνοθέτης και μας εξηγεί γιατί ταυτίστηκε με τον Λευτέρη: «αισθανόμουν outsider όπως εκείνος. Ήμουν πολύ κλειστός στον εαυτό μου, ντροπαλός, δεν είχα πολλούς φίλους. Αυτά λοιπόν τα χαρακτηριστικά του και η ανάγκη του να αγαπηθεί, να ενταχθεί στον κόσμο του αδελφού του, είχαν κάποιο αντίκτυπο πάνω μου. Ταυτόχρονα με άγγιξαν και τα πολύ δυνατά αρχέτυπα που πραγματεύεται το κείμενο του Βασίλη Κατσικονούρη, όπως το αρχέτυπα «μάνα» και «πατρίδα». Το έργο μού είχε προκαλέσει ερωτήματα υπαρξιακού και ψυχολογικού τύπου, βγάζοντας στην επιφάνεια και δικά μου βιώματα».

Η απώλεια που σημάδεψε τα γυρίσματα της ταινίας

Ο Γιώργος Σιούγας είχε ανακαλύψει στο πρόσωπο του Κωνσταντίνου Παπαχρόνη, τον Λευτέρη της ταινίας του, όμως το νήμα ζωής του βραβευμένου νεαρού ηθοποιού κόπηκε ξαφνικά σε ένα ατύχημα. Ο σκηνοθέτης δεν έχασε μόνο τον πρωταγωνιστή του αλλά και έναν αγαπημένο φίλο: «Ο Κωνσταντίνος Παπαχρόνης ήταν η πρώτη μου επιλογή για τον ρόλο και η αλήθεια είναι ότι όταν σκοτώθηκε για αρκετό διάστημα δεν μπορούσα να φανταστώ κάποιον άλλο στη θέση του. Ο μοναδικός άνθρωπος που μου ερχόταν στο μυαλό ήταν ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος, ίσως γιατί έχει μια ιδιαίτερη ποιότητα που κατά τη γνώμη μου εκπέμπει και ο Λευτέρης.

Τον Προμηθέα τον είχα δει βέβαια στο θέατρο, ενώ εκείνη την περίοδο έκανε μια ταινία με τον Όμηρο Πουλάκη και έμαθα ότι είχαν πολύ καλή χημεία. Επίσης ήξερα ότι ο Προμηθέας και ο Όμηρος ήταν φίλοι του Κωνσταντίνου και είχαν παίξει στην παράσταση του έργου. Οπότε είχαμε ένα κοινό παρονομαστή…», σχολιάζει ο ίδιος και προσθέτει φανερά συγκινημένος: «κάναμε αυτή την ταινία για τον φίλο μας, τον Κωνσταντίνο, για να του πούμε ένα πολύ μεγάλο ευχαριστώ και για πάρα πολλούς λόγους ακόμη. Τα παιδιά είχαν εξαιρετική χημεία και έτσι προέκυψε το καστ. Αλλά ήταν μια πολύ κουραστική διαδικασία γιατί δοκιμάστηκαν πολλοί συνδυασμοί. Βεβαίως πάντα με κοινή σταθερά τον Προμηθέα μέσα στο μυαλό μου».

Αναμφίβολα το θεατρικό του Κατσικονούρη περιλαμβάνει περιγραφές που μπορούν να κεντρίσουν τη δημιουργικότητα ενός κινηματογραφιστή. Σε πρώτο πλάνο, βρίσκεται και πάλι ο χαρακτήρας του Λευτέρη: «το μυαλό του σχιζοφρενή είναι ατελείωτο. Όπως και το μυαλό οποιουδήποτε ανθρώπου που μπορεί να λειτουργήσει ως αστείρευτη πηγή ικανοποίησης. Κάποιες φορές το μυαλό του Λευτέρη ξεφεύγει. Πιθανώς να έχει ενδιαφέρον να δούμε την πραγματικότητα μέσα από τα δικά του μάτια. Σε γενικές γραμμές, στο θέατρο τα πράγματα λέγονται ενώ στο σινεμά συμβαίνουν. Οπότε αυτή είναι η πρόκληση της κινηματογραφικής μεταφοράς ενός θεατρικού κειμένου. Πρέπει να γίνει μια αφαίρεση ώστε να δραματοποιηθούν ορισμένα κομμάτια», υποστηρίζει ο Σιούγας.

Φεστιβαλικές προκλήσεις

Η ταινία θα προβληθεί στο φεστιβάλ Νύχτες Πρεμιέρας Conn-x στις 24 Σεπτεμβρίου, ενώ θα ταξιδέψει και σε ένα φεστιβάλ στη Νότια Αμερική. Κατατέθηκε και στα μεγάλα ευρωπαϊκά φεστιβάλ, όπως τις Κάννες και στη Βενετία, αλλά δεν υπήρχε η αναμενόμενη ανταπόκριση, όπως παραδέχεται ο δημιουργός της: «δεν πιστεύω ότι κρίνεται η ταινία σου από το αν θα διαγωνιστεί ή όχι σε κάποιο φεστιβάλ του εξωτερικού. Tα φεστιβάλ αναζητούν ένα συγκεκριμένο πράγμα και όσο κι αν είναι δύσκολο να το χειριστεί αυτό ένας σκηνοθέτης, δε νομίζω ότι αποτελούν τον καθρέφτη της ποιότητας μιας ταινίας», διευκρινίζει και τονίζει χαρακτηριστικά: «η ταινία λειτουργεί όπως ένα χτύπημα στο στήθος, πραγματεύεται ένα σκληρό θέμα, χωρίς ωστόσο να γίνεται καταθλιπτική. Πιστεύω ότι είναι μια εμπορική ταινία, με την έννοια ότι το θέμα της αγγίζει πολύ κόσμο που ίσως θελήσει να τη δει. Δεν νομίζω δηλαδή ότι μια ‘art’ ταινία. Ούτε και είναι γυρισμένη έτσι άλλωστε».

Από τα «Τα μυστικά της Εδέμ» στον κινηματογράφο

Ο Γιώργος Σιούγας ξεκίνησε ως σκηνοθέτης με τη σειρά του Χριστόφορου Παπακαλιάτη «Κλείσε τα μάτια» και ακολούθησαν κι άλλες δουλειές του στην τηλεόραση, όπως το «Έτσι ξαφνικά», το «Big Bang», «Βέρα στο δεξί», «Τα μυστικά της Εδέμ». Η θητεία του στην τηλεόραση, τον βοήθησε ή τον εμπόδισε στο πρώτο κινηματογραφικό του βήμα; «Η τηλεόραση είναι μεγάλο σχολείο και με έχει βοηθήσει. Μαθαίνεις να είσαι ευέλικτος, να παίρνεις γρήγορες αποφάσεις και να συμβιβάζεσαι με συνθήκες που ορισμένες φορές δεν είναι ιδανικές αλλά που μπορούν να σε πάνε μπροστά ως σκηνοθέτη.

Είναι και λίγο άγρια η τηλεόραση, αυτό όμως είναι καλό, γιατί πραγματικά μαθαίνεις να παράγεις το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα με τα λιγότερα μέσα, σε περιορισμένο χρόνο. Δεν νομίζω ότι θα κατάφερνα να γυρίσω την ίδια ταινία, όπως έκανα φέτος, πριν από πέντε-έξι χρόνια. Ταυτόχρονα με εμπόδισε και ως ένα βαθμό γιατί καμιά φορά μπαίνουν ταμπέλες. Ο τηλεοπτικός σκηνοθέτης, ο κωμικός ηθοποιός …Οι ταμπέλες είναι εύκολες, όμως δεν αντανακλούν τις ικανότητες κάποιου. Για παράδειγμα έχουμε δει τον Τζιμ Κάρεϊ σε εξαιρετικό ρόλο στο «Η αιώνια λιακάδα ενός υπέροχου μυαλού» και τον έχουμε δει και ως «Pet detective». Τι σχέση έχει το ένα με το άλλο; Δυστυχώς όμως μπαίνουν οι ταμπέλες και κάποιες στιγμές το αντιμετώπισα με την ταινία μου. Εισέπραξα δηλαδή από κάποιους μια αντιμετώπιση του τύπου από πού και ως πού ο Σιούγας που κάνει τα Μυστικά της Εδέμ θα γυρίσει τώρα ‘Το γάλα’. Αλλά ποτέ όμως από τους παραγωγούς μου και αυτό είναι που έχει σημασία», απαντά.

Τι σημαίνει να είσαι κινηματογραφιστής στην Ελλάδα; «Σημαίνει να έχεις πολύ γερό στομάχι και απίστευτη επιμονή. Πρέπει να μην τα παρατάς ποτέ και να δέχεσαι ότι τα πράγματα είναι πάρα πολύ δύσκολα. Αλλά νομίζω ότι αυτά ισχύουν οπουδήποτε και αν ασχολείσαι με τον κινηματογράφο. Πραγματικά, δεν θέλω να επικεντρωθώ στην Ελλάδα. Γνωρίζω ότι η κατάσταση είναι χάλια, το βλέπουμε όλοι. Και η Ελλάδα, έτσι κι αλλιώς ήταν πάντα μια μικρή χώρα που δεν είχε ποτέ ουσιαστικά πολύ μεγάλη κινηματογραφική βιομηχανία. Πάντα ήταν δύσκολα τα πράγματα. Και πάντα θα είναι δύσκολα για κάποιον που θέλει να γυρίσει μια ταινία είτε στην Ελλάδα, στην Αγγλία ή στο Χόλιγουντ. Νομίζουν δηλαδή ότι στο Χόλιγουντ τα πράγματα είναι πιο εύκολα; Δεν είναι, γιατί υπάρχουν άλλες δυσκολίες και ο ανταγωνισμός είναι εκατό φορές πιο μεγάλος από ό, τι στη χώρα μας», σχολιάζει ο ίδιος.

Δεν προσπερνά τις πρόσφατες επιτυχίες συναδέλφων του που βλέπουν να αναγνωρίζονται στο εξωτερικό: «είναι υπέροχο το ότι μια νέα γενιά σκηνοθετών έχει αναγνωριστεί παγκοσμίως. Θα έλεγα ότι διακρίνω ένα κίνημα. Ξαφνικά οι σκηνοθέτες αφηγούνται ιστορίες που αφορούν τον κόσμο. Δεν επικεντρώνεται ο καθένας στην προσωπική ιστορία ή στο προσωπικό του απωθημένο που δεν ενδιαφέρει κανέναν και που κατά τη γνώμη μου ήταν και ένα από τα προβλήματα στην Ελλάδα τα προηγούμενα χρόνια. Είναι θαυμάσιες οι ταινίες που προκύπτουν τα τελευταία 5-6 χρόνια. Μπορώ να αναφερθώ ενδεικτικά στον «Κυνόδοντα», στη «Στρέλλα», στο «Attenberg», στον «Μαχαιροβγάλτη», στο «Σπιρτόκουτο» κ.α.».

Τώρα ο επόμενος στόχος του είναι να γυρίσει μια βιογραφική ταινία για τον Μίκη Θεοδωράκη, σε σενάριο του Νίκου Παπανδρέου. Φαίνεται ότι ο Γιώργος Σιούγας, είναι αποφασισμένος να παραμείνει σε έναν δύσκολο χώρο, αναλαμβάνοντας παραγωγές με εξαιρετικό ενδιαφέρον. Αν όλα πάνε όπως τα ελπίζει, θα μάθουμε τα πρώτα νέα για την ταινία που ετοιμάζει την άνοιξη.

Πληροφορίες: «Το Γάλα» του Γιώργου Σιούγα θα προβληθεί στο φεστιβάλ Νύχτες Πρεμιέρας Conn-x, στις 24 Σεπτεμβρίου, στις αίθουσες Αττικόν και Απόλλων, στις 19:45. Στις κινηματογραφικές αίθουσες θα βγει στις 29 Σεπτεμβρίου, από την Odeon.

MANIA ΣΤΑΪΚΟΥ