Είδαμε τη «Γέφυρα των κατασκόπων» του Σπίλμπεργκ και αυτές είναι οι πρώτες μας εντυπώσεις

bridge-of-spies
ΠΕΜΠΤΗ, 19 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2015

Ο Στίβεν Σπίλμπεργκ βρίσκει ξανά τον Τομ Χανκς σε ένα κατασκοπικό θρίλερ που κλείνει το μάτι στο κλασικό Χόλιγουντ.

Τα τελευταία χρόνια ο Στίβεν Σπίλμπεργκ έχει αφήσει στην άκρη το σινεμά επιστημονικής φαντασίας και καταπιάνεται με αληθινές ιστορίες εποχής που κατά τη διαδικασία μεταφοράς τους στη μεγάλη οθόνη έχουν τη δυνατότητα να μεταφέρουν ένα δυνατό πανανθρώπινο μήνυμα που θα ικανοποιήσει το κοινό το οποίο θα βγει συγκινημένο από την αίθουσα. Η αλήθεια είναι πως «Το άλογο του πολέμου» και το «Lincoln» ήταν από αυτά τα crowd pleasers που απευθύνονταν περισσότερο στο αμερικανικό κοινό και εμείς κουραστήκαμε από το συμβατικό τρόπο αφήγησης και τη μεγάλη διάρκεια. Παρόλα αυτά, περιμέναμε με καλές προθέσεις τη «Γέφυρα των κατασκόπων». Λίγο η επιστροφή στις συνεργασίες με τον Τομ Χανκς, λίγο η συνδρομή των αδερφών Κοέν στο σενάριο, προσθέστε και τις εξαιρετικές κριτικές, είχαμε κάθε λόγο να σημειώσουμε αυτή την ταινία στο πρόγραμμά μας. Και δεν το μετανιώσαμε καθόλου.

Όπως είπαμε ο Σπίλμπεργκ ασχολείται για μια ακόμη φορά με μια ιστορία που στηρίζεται πάνω σε αληθινά γεγονότα. Αυτή τη φορά πρόκειται για την περιπέτεια του Τζέιμς Ντόνοβαν, ενός δικηγόρου από το Μπρούκλιν που στα τέλη της δεκαετίας του 1950 βρίσκεται στη δίνη του Ψυχρού Πολέμου, όταν αναλαμβάνει την υπεράσπιση ενός κατασκόπου των Σοβιετικών και στην πορεία καλείται μέσω της CIA να διαπραγματευθεί την ανταλλαγή του όχι με έναν, αλλά με δύο αμερικανούς κρατουμένους, παλεύοντας μόνος του κόντρα σε όλους και σε όλα για να πετύχει το αδύνατο.

Η «Γέφυρα των κατασκόπων» είναι ένας φόρος τιμής στο κλασικό Χόλιγουντ και καταφέρνει να διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον, παρά το ότι δεν έχει καμία σχέση με τις μόδες που επικρατούν στα blockbuster της εποχής και τη μεγάλη διάρκεια των 140 λεπτών. Στο επίπεδο της σκηνοθεσίας μην περιμένετε κάποια πρωτοπορία. Ο Σπίλμπεργκ αγαπά την κλασικίζουσα χολιγουντιανή φόρμα και αυτή άλλωστε αναζητά και ο κόσμος που τον ακολουθεί στις ταινίες του. Η φωτογραφία του Γιάνους Καμίνσκι αναβιώνει νοσταλγικά την ατμόσφαιρα της εποχής και λειτουργεί ακόμη καλύτερα όταν η ιστορία έρχεται στην Ευρώπη και τα εξωτερικά πλάνα αυξάνονται.

Αναμφίβολα ένα από τα δυνατά σημεία της ταινίας είναι το σενάριό της. Η εναρκτήρια σκηνή είναι εξαιρετική και χτίζει σασπένς χωρίς να χρειάζεται λόγια για αυτό, οπότε όταν μετά αρχίζουν συζητήσεις επί συζητήσεων μέσα σε δικηγορικά γραφεία είναι εύκολο να χάσεις την προσοχή σου και να αρχίσεις τα χασμουρητά. Αν αυτό δε συμβαίνει, οφείλεται αποκλειστικά στη δουλειά των Ίθαν και Τζόελ Κοέν. Αποτελούν αντίβαρο στους κλασικισμούς του Ματ Σάρμαν και αποφεύγουν τις κορώνες περί ηρωικότητας και σπουδαίων μηνυμάτων. Ασφαλώς και το τελικό αποτέλεσμα είναι πολύ καλογυαλισμένο και εδώ που τα λέμε αυτό ήταν και το νόημα, υπάρχει πάντως νεύρο στους διαλόγους και μια περίεργη αίσθηση μαύρου χιούμορ που προσθέτει φρεσκάδα και ζωντάνια και δεν επιτρέπει στο θεατή να αφαιρεθεί. Η μουσική επένδυση του Τόμας Νιούμαν είναι πάντα ένα ατού και είναι ικανή να σε συγκινήσει με το μεγαλείο του ανθρώπου ακόμη και αν την ακούς ενώ παρακολουθείς μια μαύρη οθόνη.

Η ταινία απογειώνεται όταν μεταφέρεται στο Βερολίνο, όταν και μετατρέπεται σε ένα αγωνιώδες κατασκοπικό θρίλερ που σε κρατάει ακόμη και χωρίς κάποια μεγάλη σκηνή δράσης. Ο Τομ Χανκς είναι πολύ καλός και μετά τον «Captain Phillips» δείχνει ότι το έχει ακόμα. Δεν ξεφεύγει πολύ από τα στάνταρ του, αλλά έχει το εκτόπισμα για έναν τέτοιο ρόλο και ταιριάζει πολύ καλά και στο περιβάλλον της ταινίας αλλά κυρίως με τους διαλόγους των Κοέν. Έχει βρει και μια πολύ ωραία ανθρώπινη χημεία με τον Μαρκ Ράιλανς (ο Ρώσος κατάσκοπος που υπερασπίζεται), οπότε αν δε σε κερδίσουν όλα τα άλλα, είναι σχεδόν αδύνατο να μη νιώσεις κάτι από αυτή την ιδιαίτερη σχέση που σχηματίζεται μεταξύ τους.

Ασφαλώς μέσα σε όλα αυτά δε λείπουν τα κλισέ και οι εύκολοι εντυπωσιασμοί για να μείνουν ευχαριστημένοι όλοι, αλλά σίγουρα μπορούμε να σας πούμε πως «Η γέφυρα των κατασκόπων» είναι η καλύτερη ταινία του Σπίλμπεργκ μετά το «Μόναχο» του 2005 και αξίζει να τη δείτε στο σινεμά την επόμενη Πέμπτη, ανάμεσα σε άλλες πολύ ενδιαφέρουσες κυκλοφορίες όπως το «The Hunger Games: Επανάσταση – Μέρος ΙΙ» και το «Chevalier» της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη. Αλλά αυτά θα τα πούμε προσεχώς.

Η ταινία «Η γέφυρα των κατασκόπων» θα βγει στις αίθουσες στις 26 Νοεμβρίου, από την Odeon.

Γιάννης Μόσχος

[email protected]