Οι εντυπώσεις μας από ένα τριήμερο στο 18ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης

festibal-ntokimanter
ΤΡΙΤΗ, 15 ΜΑΡΤΙΟΥ 2016

Δε θέλουμε και πολύ για να πάμε Θεσσαλονίκη. Όταν υπάρχει συνδυασμός τριημέρου και φεστιβάλ το ταξίδι κρίνεται επιτακτικό. Αυτή είναι η ανταπόκρισή μας από το 18ο ΦΝΘ.

Το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης «ενηλικιώθηκε». Την Παρασκευή που μας πέρασε ξεκίνησε η 18η χρονιά του, με ένα πλούσιο και πολυσυλλεκτικό πρόγραμμα που έως τις 20 Μαρτίου θα προσπαθήσει να ευαισθητοποιήσει το κοινό για κρίσιμα και επίκαιρα ζητήματα που δεν απαιτούν παθητική στάση, αλλά διαδραστικότητα και αντίδραση. Κρατώντας αυτή τη νοοτροπία και με το τριήμερο της Καθαράς Δευτέρας να δημιουργεί ευνοϊκές συνθήκες, ανηφορίσαμε για την Θεσσαλονίκη ώστε να συνδυάσουμε μια πάντα όμορφη εξόρμηση με μια ενδιαφέρουσα πολιτιστική εκδήλωση.

Αυτό που θεωρούμε δεδομένο αλλά μας εντυπωσιάζει κάθε χρονιά είναι η οργάνωση του φεστιβάλ. Οι προβολές είναι πολλές και όλες ξεκινούν ακριβώς στην ώρα τους, ακόμη και αν η αμέσως προηγούμενη έχει τελειώσει 10 με 15 λεπτά πριν (και αυτό όχι λόγω καθυστέρησης, αλλά εξαιτίας των ερωτήσεων του κοινού προς κάποιο συντελεστή. Ο κόσμος που έχει έρθει από το εξωτερικό είναι αρκετός και μάλιστα πολλοί από αυτούς συμμετέχουν ως εθελοντές. Όλα αυτά μόνο αμελητέα δεν είναι, για ένα φεστιβάλ που δείχνει πως χρόνο με το χρόνο εδραιώνει τη δυναμική του, εκμεταλλευόμενο την παράδοση που έχει δημιουργήσει στην πόλη το Φεστιβάλ Κινηματογράφου.

Κατά τη διαμονή μας στη βροχερή Θεσσαλονίκη είδαμε τέσσερα ντοκιμαντέρ, γιατί ως γνωστόν το φεστιβάλ είναι μια τέλεια ευκαιρία για να κάνεις βόλτες και να φας (πολύ) φαγητό και όχι για να κλειστείς μόνο σε μια αίθουσα, επειδή όμως το πρόγραμμα έχει ενδιαφέρον με πολλές ανακαλύψεις, ας δούμε πού πήγαμε.

«Η Λαμπεντούζα τον χειμώνα»

Γιάκομπ Μπρόσμαν, Αυστρία-Ιταλία-Ελβετία

Το προσφυγικό είναι το βασικότερο ζήτημα των ημερών, ένα θέμα που δε γίνεται να αποφύγεις και που έρχεται να πιάσει απροετοίμαστες τις ευνομούμενες κοινωνίες του δυτικού κόσμου. Αυτή τη στιγμή το επίκεντρο του προβλήματος βρίσκεται στην Ελλάδα, μια σταθερή ωστόσο δίοδος μεταναστών και προσφύγων προς την Ευρώπη είναι το νησί της Λαμπεντούζα που βρίσκεται στο νοτιότερο τμήμα της Ιταλίας. Το καλοκαίρι είναι ένα όμορφο τουριστικό θέρετρο, με τις παραλίες να σφύζουν από κόσμο, το χειμώνα όμως τα παγωμένα νερά του γίνονται ένα υγρό νεκροταφείο ανθρώπων που αναζητούν ένα καλύτερο αύριο και στην καλύτερη περίπτωση μένουν εγκλωβισμένοι στη γραφειοκρατία και τους περιορισμούς αυτού του μικρού νησιού.

Το ντοκιμαντέρ του Γιάκομπ Μπρόσμαν επιχειρεί να διαφωτίσει τις συνθήκες που επικρατούν στην Λαμπεντούζα κατά τη χειμερινή περίοδο, όταν οι μόνιμοι κάτοικοι προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα υπό αντίξοες συνθήκες και με πενιχρά μέσα. Όταν το πλοίο που συνδέει το νησί με την ηπειρωτική Ιταλία παθαίνει βλάβη, η δήμαρχος και οι ψαράδες προσπαθούν να βρουν ένα καινούριο καράβι, την ίδια ώρα που η ακτοφυλακή προσπαθεί να αποφύγει τραγωδίες στη θάλασσα, με τους πρόσφυγες να μεταφέρονται αεροπορικώς στην ηπειρωτική χώρα.

Σε ένα πρώτο επίπεδο, είναι σημαντικό ότι μπορούμε να δούμε αυτές τις εικόνες, οι οποίες βρίσκονται μακριά από τη δημόσια σφαίρα και δεν τις συναντάς ένα κλικ μακριά. Φανταστείτε την αξία ενός αντίστοιχου ντοκιμαντέρ για τη χειμερινή ζωή στην Κω ή τη Λέσβο. Το γεγονός ότι αυτές οι εικόνες αποκτούν παγκόσμια πρόσβαση είναι από μόνο του αξιοσημείωτο. Από εκεί και πέρα ωστόσο, ως ντοκιμαντέρ δείχνει ότι δεν ξέρει πώς να διαχειριστεί αυτό το υλικό. Δε μοιάζει να έχει συνοχή και αλλάζει θεματολογία ανάλογα με το τι παρουσιάζει το κάθε πλάνο, χωρίς να διαφαίνεται κάποια άποψη του δημιουργού. Είναι ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κάποιος το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ, αλλά δεν έχει να αποκομίσει κάτι παραπάνω από όσα ήδη αναφέραμε, οπότε αξίζει να το παρακολουθήσει απλά ως ντοκουμέντο.

«Μετεπιβίβαση»

Άλμπερτ Μέιζλς, Λιν Τρου, Μπεν Γου, Ντέιβιντ Ούσουϊ, Νέλσον Γουόκερ, ΗΠΑ

Η τελευταία δουλειά του σημαντικού ντοκιμαντερίστα Άλμπερτ Μέιζλς είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό επίτευγμα που παρά τη μικρή κλίμακα καταφέρνει να πει βασικά… τα πάντα γύρω από τη ζωή. Η ιδέα είναι η παρακολούθηση όσων συμβαίνουν μέσα στο τρένο Amtrak's Empire Builder, της σιδηροδρομικής σύνδεσης με τη μεγαλύτερη κίνηση στην Αμερική. Ακολουθούμε λοιπόν μια διαδρομή από το Σικάγο στο Σιάτλ με όλους τους ενδιάμεσους σταθμούς και όλους τους επιβάτες που μπαίνουν και βγαίνουν από τη γραμμή. Καθώς εξομολογούνται στην κάμερα από πού έρχονται και πού πηγαίνουν, ενώ αλληλεπιδρούν και μεταξύ τους.

Ουσιαστικά τίποτα δε συμβαίνει στα 75 λεπτά αυτού του ντοκιμαντέρ. Παρόλα αυτά, νιώθεις τόσο γεμάτος μόλις τελειώσει και αισθάνεσαι ότι θα μπορούσες να κάτσεις άλλη τόση ώρα. Στα ταξίδια θαρρείς πως μπαίνει μια παύση στην κανονική ζωή. Είναι μετάβαση από ένα σημείο στο άλλο και ενώ η ζωή συνεχίζεται κανονικά αυτό το διάστημα, εσύ έχεις την εντύπωση ότι ο χρόνος έχει σταματήσει μέχρι να φτάσεις στον προορισμό σου. Αυτό το διάστημα έχεις λοιπόν όλο το χρόνο για να αναλογιστείς διάφορα ερωτήματα γύρω από τη ζωή σου, λάθη του παρελθόντος αλλά και το μέλλον που ξανοίγεται, τα οποία διαφέρουν ανάλογα με την ηλικία του κάθε επιβάτη.

Κάπως έτσι, ένα ντοκιμαντέρ που ξεκίνησε με ταπεινά μέσα και προθέσεις, καταλήγει να είναι ένα φιλοσοφικό δοκίμιο πάνω στην ίδια τη ζωή και την έννοια του ταξιδιού. Δεν έχει συγκεκριμένη αρχή και συγκεκριμένο τέλος, παρά καταλήγει να μοιράζεται τους φόβους και τα όνειρα των πρωταγωνιστών του, δίνοντας παράλληλα μια εξαιρετική εικόνα για τη σύγχρονη Αμερική, μακριά από τα φώτα των λαμπερών μεγαλουπόλεών της.

«Μια οικογενειακή υπόθεση»

Τομ Φάσερτ, Ολλανδία-Βέλγιο-Δανία

Ακόμη πιο περίεργη περίπτωση ντοκιμαντέρ είναι αυτό του Ολλανδού Τομ Φάσερτ. Στα 30ά του γενέθλια, ο Φάσερτ λαμβάνει μία μυστήρια πρόσκληση από την 95χρονη γιαγιά του, τη Μαριάνε, για να την επισκεφτεί στη Νότια Αφρική. Το μόνο που γνωρίζει για εκείνη είναι οι μύθοι και οι αρνητικές, κυρίως, ιστορίες που του έχει διηγηθεί ο πατέρας του. Υπήρξε μια μοιραία γυναίκα που πέρασε από αναρίθμητους άντρες, διάσημο μοντέλο τη δεκαετία του 1950 και μια μητέρα που έβαλε τους δύο γιους της σε ίδρυμα, με αποτέλεσμα να καταστρέψει τον έναν από τους δύο, ο οποίος είχε ήδη ψυχολογικά προβλήματα. Είναι μια πολύ ιδιαίτερη γυναίκα και μέσω αυτής ο Φάσερτ αποφασίζει να ξετυλίξει το οικογενειακό του κουβάρι.

Υπάρχουν πολλά κοινά ανάμεσα στο συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ και το «Ιστορίες της ζωής μας» της Σάρα Πόλεϊ, υπό την έννοια ότι οι δημιουργοί χρησιμοποιούν το ντοκιμαντέρ ως ένα μέσο να μάθουν καλύτερα άγνωστες πτυχές της οικογένειάς τους, τις οποίες ανακαλύπτουμε κι εμείς μαζί τους. Κάποιος μπορεί να αναρωτηθεί γιατί να δούμε κάτι τέτοιο που μας κάνει να λειτουργήσουμε με τη λογική της κλειδαρότρυπας. Η απάντηση είναι ότι δεν έχει σημασία αν η οικογένεια του Φάσερτ είναι προβληματική, αλλά αυτό που έχει αξία είναι η ιστορία που μοιράζεται μαζί μας. Όλα είναι ιστορίες και ο Ολλανδός σκηνοθέτης έχει να μοιραστεί μια ενδιαφέρουσα.

Δεν πρόκειται να συμπαθήσεις τη γιαγιά του. Είναι μια γυναίκα που μέχρι τα βαθιά γεράματά της δεν την ένοιαζε τίποτε άλλο πέρα από τον εαυτό της και υπό αυτό το πλαίσιο το μόνο που ήξερε είναι να χρησιμοποιεί απροκάλυπτα τους γύρω της, ακόμη και όταν πρόκειται για την οικογένειά της. Αυτό που μπορεί να κάνεις ωστόσο είναι να τη συμπονέσεις. Είναι μια γυναίκα μόνη, η οποία παντρεύτηκε σε νεαρή ηλικία και έμεινε σε ένα γάμο από συμφέρον και για να κρύψει τα προβλήματά της δημιούργησε ένα προσωπείο. Δεν ήταν έτοιμη να γίνει μητέρα και δεν το κρύβει σε κανένα σημείο του φιλμ.

Ο Φάσερτ βρέθηκε στο φεστιβάλ και μετά την προβολή απάντησε σε ερωτήσεις του κοινού, δείχνοντας πρόθυμος να μιλήσει αναλυτικά για κάθε πτυχή της οικογένειάς του. Αυτό που ξεκαθάρισε είναι ότι δεν ήθελε να δώσει τη δική του οπτική, καταγράφοντας πρόσωπα και γεγονότα με τέτοιον τρόπο ώστε να περνά η δική τους άποψη, ενώ αυτός γίνεται απλά ο διαμεσολαβητής ανάμεσα στην οικογένειά του και το κοινό. Σε κάποια σημεία θα γελάσεις, σε κάποια άλλα θα σου κοπεί απότομα το γέλιο και το αποτέλεσμα είναι ένα ντοκιμαντέρ που ξεκινά με μια γέννηση και τελειώνει με ένα θάνατο, δημιουργώντας ένα πολύ ενδιαφέρον statement σχετικά με τη ζωντανή διαδικασία δημιουργίας ενός ντοκιμαντέρ, το οποίο σε κατευθύνει το ίδιο όπου θέλει και κάποιες φορές αυτό είναι σπουδαίο, αφού αντικατοπτρίζει την ίδια τη ζωή.

«Το παιδί του Γκουαντάμο – Η ιστορία του Ομάρ Καντρ»

Πάτρικ Ριντ, Καναδάς

Ίσως να γνωρίζετε την ιστορία του Ομάρ Καντρ. Ο εικοσιοχτάχρονος σήμερα Καναδός υπήρξε ήδη από την ηλικία των 15 ετών ένα αμφιλεγόμενο πρόσωπο. Το 2002, ο Καντρ συνελήφθη από Αμερικανούς στο Αφγανιστάν, κατηγορήθηκε για εγκλήματα πολέμου και φυλακίστηκε στο Γκουαντάναμο. Τον Οκτώβριο του 2010, ο Καντρ, ως ο μοναδικός ανήλικος που έχει δικαστεί ποτέ για εγκλήματα πολέμου, δήλωσε ένοχος για πέντε εγκλήματα πολέμου προκειμένου να αντιμετωπιστεί με επιείκεια, με αποτέλεσμα να καταδικαστεί σε οκταετή φυλάκιση και να έχει την ευκαιρία να εκτίσει την ποινή του στον Καναδά. Αργότερα, ανακάλεσε την ομολογία του. Σήμερα ζει υπό κατ’ οίκον περιορισμό στο σπίτι του δικηγόρου του στον Καναδά και αυτό το ντοκιμαντέρ είναι μια ευκαιρία να ακούσουμε την ιστορία του από τον ίδιο.

Το ντοκιμαντέρ του Πάτρικ Ριντ θέτει ένα ερώτημα. Ο Ομάρ Καντρ ήταν απλά ένας ανήλικος στρατιώτης που παρασύρθηκε και απλά υπερασπίστηκε την πατρίδα του και τον εαυτό του ή είναι ένας αμετανόητος τρομοκράτης που περιμένει την κατάλληλη στιγμή ώστε να πάρει εκδίκηση από τη Δύση για όσα πέρασε στο Γκουαντάναμο;

Η δομή του ντοκιμαντέρ είναι «παλαιομοδίτικη» και αρκετά τηλεοπτική, η ιστορία είναι όμως τέτοια που διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον. Η μοναδική μας ένσταση είναι πως το ντοκιμαντέρ παίρνει ως ένα σημείο θέση υπέρ της αθώωσης του Καντρ, μην αφήνοντας το θεατή να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα. Η περίπτωσή του είναι μια ιδανική ευκαιρία να συζητηθούν ζητήματα ισλαμοφοβίας και τρομολαγνείας, δίχως όμως την παραγραφή του γεγονότος ότι ζούμε σε έναν τεταμένο κόσμο και ότι κάθε νόμισμα έχει δύο όψεις. Είναι ασαφές ως ποιο σημείο πιστεύουμε όντως τον Καντρ και εναπόκειται στη συνείδηση του καθενός αν θα πειστεί ή όχι. Το βέβαιο είναι πάντως ότι είναι σημαντικό να διηγείται ο ίδιος στην ιστορία του και να έρχονται στο φως ιστορίες από το κολαστήριο του Γκουαντάναμο και ακόμη και αν η απόδοση του ντοκιμαντέρ είναι αμφιλεγόμενη όσο και το πρόσωπο που παρουσιάζει, και μόνο η ύπαρξή του έχει αξία.

Το Φεστιβάλ θα διαρκέσει ως την Κυριακή 20 Μαρτίου και το πρόγραμμα μπορείτε να το δείτε εδώ.

Γιάννης Μόσχος

[email protected]