Ξαναβλέποντας την τελευταία ταινία του Αμπάς Κιαροστάμι

like-someone-in-love
ΤΡΙΤΗ, 05 ΙΟΥΛΙΟΥ 2016

Ανατρέχουμε στο «Like Someone in Love», ταινία που λειτουργεί και ως ιδανικός επίλογος του σπουδαίου έργου του Ιρανού δημιουργού.

Το 2016 είναι μια χρονιά που έχει σημαδευτεί από πολλούς θανάτους σημαντικών καλλιτεχνών, ίσως η μόνη χρονιά που θυμόμαστε να έχει πέσει τέτοιο «θανατικό» ενώ βρισκόμαστε ακόμη στα μισά της. Βέβαια, αυτό είναι κάτι λογικό να συμβαίνει, μιας και έχουμε φτάσει σε μια εποχή κατά την οποία οι περισσότεροι άνθρωποι της μουσικής και του σινεμά που μεγαλούργησαν από τα 60s και έπειτα έχουν φτάσει σε μια ηλικία κάπου μετά τα 70, οπότε δυστυχώς είναι επόμενο να έχουμε περισσότερους θανάτους επιφανών προσώπων της τέχνης και της ποπ κουλτούρας. Αυτή είναι η πορεία της ζωής άλλωστε.

Η τελευταία απώλεια ήταν αυτή του Ιρανού σκηνοθέτη Αμπάς Κιαροστάμι, ο οποίος έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 76 ετών, χτυπημένος από την επάρατη νόσο. Μπορεί για όσους δεν ασχολούνται με το φεστιβαλικό σινεμά το όνομά του να μη λέει και πολλά, λογίζεται όμως μέσα στους κορυφαίους δημιουργούς του 20ού αιώνα, έχοντας αποκτήσει αιώνια καταξίωση στους σινεφίλ κύκλους με ταινίες όπως το «Close-Up» και το «Taste of Cherry» (ο Χρυσός Φοίνικας του 1997).

Το έργο του Κιαροστάμι είναι μυστηριώδες, ατμοσφαιρικό και κρυπτικό. Λειτουργεί με αργούς ρυθμούς και υπάρχουν πολλές συζητήσεις που γίνονται καθ’ οδόν (όχι πάντοτε με λόγια), συνήθως μέσα σε κάποιο αυτοκίνητο. Οι ταινίες του ξεχωρίζουν για την τεχνοτροπία και την αισθητική τους και καταλαβαίνεις αμέσως ότι παρακολουθείς κάτι δικό του. Θα μπορούσαμε λοιπόν πολύ εύκολα να κάνουμε μια παρουσίαση της πλούσιας καριέρας του, η οποία επιφυλάσσει πολλά αριστουργήματα, ωστόσο θα επιλέξουμε να μείνουμε στην τελευταία του δουλειά, η οποία φαίνεται σαν το ιδανικό κλείσιμο της μεγάλης κινηματογραφικής πορείας του.

Το «Like Someone in Love» («Κάτι σαν έρωτας» η ελληνική απόδοση) είναι η δεύτερη ταινία του Κιαροστάμι η οποία γυρίστηκε μακριά από το Ιράν (η πρώτη ήταν η αμέσως προηγούμενη, το «Certified Copy») και τοποθετείται στο Τόκιο. Κυκλοφόρησε το 2012 και ακόμη και αν είχαμε να κάνουμε με μια ταινία του Κιαροστάμι και συνεπώς περιμέναμε τι θα αντιμετωπίσουμε, μείναμε μάλλον μουδιασμένοι με την πρώτη προβολή.

Η πλοκή επικεντρώνεται στη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σε μια φοιτήτρια κοινωνιολογίας που παράλληλα είναι και συνοδός πολυτελείας και σε έναν ηλικιωμένο πρώην καθηγητή πανεπιστημίου που θέλει τις υπηρεσίες της όχι όμως για σεξ, αλλά για να επικοινωνήσει με κάποιον και να της κάνει το δείπνο. Και αυτή η ιδιαίτερη φιλία τους μπλέκεται όταν στη μέση μπαίνει ο πιεστικός και ζηλιάρης σύντροφος της νεαρής κοπέλας, με τον καθηγητή να αναγκάζεται να υποδυθεί τον παππού της.

Δεν είναι ότι έχουμε θέμα με τις «αργές» ταινίες. Μάλιστα πολλές φορές επιζητούμε αυτή την ηρεμία στο ρυθμό τους. Απλά εδώ νιώθαμε ότι λείπει η ένταση, σαν η ταινία να κινείται με μια επίπεδη πληκτική λογική που παρά κάποιες ενδιαφέρουσες ιδέες, κορυφώνεται απότομα μόνο στα τελευταία λεπτά, διαθέτοντας ένα αληθινό jump scare. Ουσιαστικά παρατηρείται μια έλλειψη ρυθμού.

Παρόλα αυτά, σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά την προβολή, μπορούμε να πούμε πως η ταινία έχει μείνει μέσα μας πολύ περισσότερο απ’ ό,τι υπολογίζαμε αρχικά. Στην εποχή της μαζικής κατανάλωσης, βλέπουμε τόσες ταινίες που μετά από ένα διάστημα ξεχνάμε ότι έχουμε δει πολλές από αυτές. Όταν λοιπόν μια ταινία μας μένει, αυτό είναι ένα θετικό δείγμα. Όπως έχει δηλώσει επανειλημμένως και ο Νίκολας Βίντινγκ Ρεφν, δημιουργός του «Drive», σημασία έχει να σου μένει μια δυνατή εμπειρία και όχι απαραίτητα μια καλή ταινία.

Περνώντας τα χρόνια, σε προσωπικό επίπεδο (γιατί σε αυτό μπορούμε να μιλάμε) μπορώ να πω ότι εκτίμησα το «Like Someone in Love» σε πολλά επίπεδα. Λένε πως κάποιες φορές δεν είμαστε έτοιμοι να εκτιμήσουμε μια ταινία αν δεν τη δούμε στην κατάλληλη ηλικία. Αν και το «Like Someone in Love» ασχολείται ως ένα βαθμό με τη νεότητα, το παράδοξο είναι πως το εκτιμάς περισσότερο εξετάζοντάς το καθώς μεγαλώνεις.

Ο Κιαροστάμι διερευνά τις διαπροσωπικές σχέσεις και πώς η σεξουαλικότητα τις επηρεάζει στο μέγιστο βαθμό, αλλά και πώς αντιμετωπίζουμε το γήρας σε αυτές, με το χάσμα που δημιουργείται ως επακόλουθο ανάμεσα στις γενιές. Θέτονται επί τάπητος ζητήματα ταυτότητας και κατά πόσο επιτρέπουμε στον εαυτό μας να είναι αληθινός, υποδυόμενοι διαρκώς κάτι άλλο. Και τέλος, ως επέκταση ασχολείται σοβαρά με το ζήτημα της μονογαμίας και κατά πόσον είναι μια κοινωνική νόρμα που βρίσκουμε τρόπους να την παραβλέπουμε ή μπορεί πράγματι να επιτευχθεί με κάποιον τρόπο.

Όλα τα παραπάνω δεν προσφέρονται επ’ ουδενί ως μασημένη τροφή. Πρέπει να εξάγεις εσύ ο ίδιος τα δικά σου συμπεράσματα μέσα από νυχτερινές βόλτες με το ταξί στο μελαγχολικά λαμπερό νυχτερινό Τόκιο ή μέσα από βασανιστικά μονόπλανα που δοκιμάζουν την προσοχή σου. Τα πάντα λειτουργούν σαν ένα «Χαμένοι στη μετάφραση» στο οποίο χάνεσαι κι εσύ στο σύμπαν του και δε σου δίνεται ένας μπούσουλας ώστε να ξέρεις τι πρέπει να νιώσεις την κάθε στιγμή.

Το σινεμά του Κιαροστάμι ξεχωρίζει για αυτόν ακριβώς το λόγο. Δε σου υπαγορεύει τίποτα. Για την ακρίβεια ίσως και να σου κρύβει πράγματα και να σε αφήνει να τα ανακαλύψεις μόνος σου. Όπως είχε δηλώσει και ο ίδιος, το κοινό είναι αυτό που ολοκλήρωσε τις ταινίες του και είναι απολύτως ταιριαστό η τελευταία ταινία του να είναι η μεγαλύτερη άσκηση πάνω στη φόρμα που έχει δοκιμάσει, χωρίς κανένα ρυθμό και χωρίς να είναι ελκυστική στο μάτι (παρά το γεγονός ότι η νυχτερινή βόλτα στο Τόκιο είναι από τις πιο όμορφες σεκάνς που έχει γυρίσει ο Κιαροστάμι), αλλά με τέτοιο βάθος ώστε να αγκιστρώνεται μέσα σου και να ολοκληρώνεται σε έκταση χρόνου. Το σινεμά του Κιαροστάμι είναι εν τέλει ο λόγος που αγαπάμε το σινεμά.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΣΧΟΣ / [email protected]