Το «Elle» διαθέτει μια σπουδαία Ιζαμπέλ Ιπέρ, αλλά μοιάζει με χαμένη ευκαιρία

elle
ΠΕΜΠΤΗ, 06 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2016

Η άποψή μας για την πολυαναμενόμενη ταινία λήξης των 22ων Νυχτών Πρεμιέρας, η οποία πλέον κυκλοφορεί στις αίθουσες.

Το σινεμά του Πολ Βερχόφεν είναι ένα σημαντικό κομμάτι της κινηματογραφικής ιστορίας του 20ού αιώνα. Εκτός από το περίφημο σταυροπόδι της Σάρον Στόουν στο «Βασικό ένστικτο», ένα από τα πιο δημοφιλή καρέ της μεγάλης οθόνης, είναι ο δημιουργός του «Ρόμποκοπ» και της «Ολικής επαναφοράς» και έχει τον αμέριστο σεβασμό μας. Η πιο πρόσφατη ταινία του ήταν η «Μαύρη λίστα» του 2006 με την Κάρις φαν Χάουτεν (γνωστή ως Μελισάνδρη του «Game of Thrones») στον πρωταγωνιστικό ρόλο, αλλά φέτος ο 78χρονος πλέον Ολλανδός βγήκε από τη σύνταξη και δέκα χρόνια μετά επέστρεψε με το «Elle».

Δεν είναι μόνο η επιστροφή του Βερχόφεν που καθιστά τόσο σημαντική κυκλοφορία το «Elle», αλλά και το γεγονός ότι συνεργάζεται για πρώτη φορά με την Ιζαμπέλ Ιπέρ, κατά πολλούς (είμαστε κι εμείς μέσα σε αυτούς) την κορυφαία εν ζωή ηθοποιό του πλανήτη. Και πραγματικά ο ρόλος έχει στηθεί πάνω της, αφήνοντάς την να τον οδηγήσει στα άκρα. Υποδύεται την Μισέλ, επικεφαλής μιας επιτυχημένης εταιρείας βιντεοπαιχνιδιών η οποία είναι τόσο σκληρή στην ερωτική της ζωή όσο και στη δουλειά της. Όταν δέχεται σεξουαλική επίθεση στο σπίτι της αποφασίζει να βρει τον άνδρα που την βίασε και να μπει μαζί του σε ένα επικίνδυνο παιχνίδι με άγνωστες συνέπειες.

Μπορεί το «Elle» να έχει αποκτήσει την ταμπέλα του ερωτικού θρίλερ ήδη από την προβολή του στο διαγωνιστικό τμήμα του φετινού φεστιβάλ των Καννών, ωστόσο μην περιμένετε κάτι στα πρότυπα του «Βασικού ένστικτου» και του «Showgirls». Αυτό γίνεται ξεκάθαρο από την ψυχρή και κυνική αρχή του φιλμ, με τη γάτα της Μισέλ να παρακολουθεί ατάραχη τον βιασμό της. Είναι μια αριστοτεχνική έναρξη με χειρουργική ακρίβεια που στήνει ιδανικά τη συνέχεια. Στην πορεία η πλοκή αποκτά αρκετά kinky χροιά, δεν υπάρχει όμως πουθενά ερωτισμός και αυτό γίνεται ηθελημένα από τον Βερχόφεν.

Είναι πραγματικά δύσκολο να το πούμε χωρίς να φανεί προσβλητικό, αλλά ο Βερχόφεν ίσως γύρισε την πρώτη «κωμωδία» γύρω από τον βιασμό. Και αν δείτε την ταινία θα καταλάβετε ακριβώς τι εννοούμε. Αν περιμένετε κάτι πολύ βαρύ θα εντυπωσιαστείτε από το πόσο θα διασκεδάσετε σε συγκεκριμένες κομβικές στιγμές. Στόχος του Βερχόφεν είναι να προκαλέσει και να εγείρει συζητήσεις για ζητήματα που θεωρούνται ταμπού, δε διαθέτει όμως την αιχμή του παρελθόντος. Δε θέλουμε να πούμε πως οι προθέσεις του Βερχόφεν δεν είναι τέτοιες και ίσως να φταίει το hype που συνόδευε την ταινία, αλλά το αποτέλεσμα μοιάζει πολύ ασφαλές συγκριτικά με αυτό που θα μπορούσε να είναι.

Υπάρχει διάχυτη μια ειρωνική διάθεση και κάτι που θα μπορούσε να γίνει ένα σκληρό δράμα μετατρέπεται σε μια σπουδή γύρω από τα όρια της σεξουαλικότητας και του επιτρεπτού, όμως θαρρείς πως το ίδιο το φιλμ οριοθετεί τον εαυτό του και δεν προσθέτει κάτι καινούριο στην καριέρα του Βερχόφεν. Ενδεχομένως το μήνυμά του να σόκαρε πίσω στα 90s όταν ειδικά στο ευρωπαϊκό σινεμά υπήρχε χώρος να συζητηθούν τέτοια ζητήματα, αλλά πλέον στο πλαίσιο που παρουσιάζεται φαντάζει ξεθωριασμένο.

Γίνεται επίσης μεγάλη κουβέντα για την Ιζαμπέλ Ιπέρ και την ισχυρή πιθανότητα να κερδίσει οσκαρική υποψηφιότητα για την ερμηνεία της στο «Elle». Και αν και είναι πολύ καλή και όλη η ταινία έχει στηριχθεί πάνω της, δεν έχουμε να κάνουμε σίγουρα με την καλύτερη στιγμή στην καριέρα της. Πιο πολύ πρόκειται για μια ταινία για όσους έχουν ακούσει το όνομα της Ιπέρ αλλά δεν την έχουν δει σε κάποια ταινία και τη βλέπουν τώρα για πρώτη φορά και θαυμάζουν την έλλειψη ταμπού που διαθέτει ερμηνευτικά. Δεν περιμέναμε το «Elle» για να μάθουμε πως η Ιπέρ είναι μια σπουδαία ηθοποιός και δεν είμαστε σοφότεροι μετά την προβολή του φιλμ. Η εμβληματική 63χρονη Γαλλίδα είναι εξαιρετική όπως πάντα και ξεχωρίζει ακόμη περισσότερο καθώς δεν υπάρχει άλλος ηθοποιός του διαμετρήματός της στην ταινία.

Αυτό που πετυχαίνει το «Elle» στη μεγάλη του διάρκεια είναι να χάνει το ενδιαφέρον του στο σημείο που θα έπρεπε να σε είχε καθηλωμένο και να είναι πολύ πιο επιφανειακό απ’ ό,τι θέλει να πιστεύει, δίχως να προσφέρει κάτι αξιομνημόνευτο, πλην φυσικά της Ιπέρ την οποία θα χαρούμε να την δούμε στα Όσκαρ. Και αυτός μπορεί εν τέλει να γίνει ο μόνος καλός λόγος να επιστρέφουμε στη συγκεκριμένη ταινία. Για όλα τα υπόλοιπα υπάρχει και η «Δασκάλα του πιάνου».

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΣΧΟΣ / [email protected]