Who is who: Ρομπέρτο Μπενίνι

who-is-who-romperto-mpenini

ΤΕΤΑΡΤΗ, 18 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2012

Αγαπητός στο ελληνικό κοινό, ειδικά μετά τις δηλώσεις του ότι όλος ο κόσμος χρωστάει στην Ελλάδα κι όχι η Ελλάδα στον κόσμο, ο πολυτάλαντος Ρομπέρτο Μπενίνι από τη γειτονική μας Ιταλία αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας στο ΑΠΘ και το click@Life ρίχνει μια ματιά στη μεγάλη του καριέρα.

Από τις πιο συμπαθητικές φυσιογνωμίες της μεγάλης οθόνης, ο Ρομπέρτο Ρεμίτζιο Μπενίνι γεννήθηκε στις 27 Οκτωβρίου 1952 σε μια μικρή περιοχή της Τοσκάνης. Γιος του αγρότη και ξυλουργού Ρεμίτζιο (ο οποίος υπήρξε κρατούμενος και σε στρατόπεδο συγκέντρωσης το 1943-1945) και της ελέγκτριας παραγωγής υφασμάτων Ιζολίνα, ο μικρός Ρομπέρτο και οι τρεις μεγαλύτερες αδερφές του έλαβαν καθολική ανατροφή, ενώ ο ίδιος υπήρξε και παπαδοπαίδι. Αργότερα μάλιστα παρακολούθησε και σεμινάριο με σκοπό να γίνει παπάς στο μέλλον, η μοίρα, όμως, του επιφύλασσε άλλα.

Το 1971 είχε την πρώτη του επαφή με το θέατρο, όταν έχοντας μετακομίσει στη Ρώμη, συμμετείχε σε διάφορα πειραματικά θέατρα, σε μερικά εκ των οποίων υπήρξε και σκηνοθέτης. Το 1975 είχε την πρώτη του θεατρική επιτυχία με την παράσταση «Cioni Mario di Gaspare fu Giulia» του Τζουζέπε Μπερτολούτσι, ενώ το 1976 έγινε διάσημος στην Ιταλία με την προκλητική κωμική μίνι σειρά «Onda libera», στην οποία εκτός του ότι πρωταγωνιστούσε, υπέγραφε και το σενάριο (με ένα σατιρικό της κομμάτι να αποτελεί ωδή στην… αφόδευση).

Όπως ήταν αναμενόμενο, η σειρά κόπηκε και ο ίδιος συνέχισε την πορεία του στο χώρο, γράφοντας το σενάριο και πρωταγωνιστώντας στην κομεντί «Berlinguer ti voglio bene», σκηνοθεσίας Τζουζέπε Μπερτολούτσι και πάλι.

Ως οπαδός του ιταλικού κομμουνιστικού κόμματος, ο Μπενίνι εκείνη την εποχή εξέφραζε συχνά τη συμπάθειά του προς το γενικό γραμματέα του κόμματος Ενρίκο Μπελινγκουέρ (εξ ου και η ταινία του «Berlinguer ti voglio bene»), ενώ σε μια συγκέντρωση αγκάλιασε και σήκωσε δημοσίως τον πολιτικό, ο οποίος αποτελούσε μια πολύ σοβαρή φιγούρα, κάτι που φάνηκε σε όλους πρωτοφανές. Αυτή του η πράξη, μάλιστα, σηματοδότησε την εκκίνηση μιας πιο χαλαρής εικόνας και συμπεριφοράς των πολιτικών, οι οποίοι μέχρι τότε υπήρξαν άτεγκτοι.

Το 1976 η δημοτικότητά του αυξήθηκε με την τηλεοπτική σειρά «L’ altra domenica» όπου ερμήνευε έναν τεμπέλη κριτικό κινηματογράφου και στη συνέχεια ο Μπερτολούτσι του χαρίζει ένα μικρό ρόλο στην ταινία του «La luna».

Την ίδια χρονιά, ο Μπενίνι βρέθηκε και σε άλλες ταινίες με μεγαλύτερους ή μικρότερους ρόλους, όπως στη δραματική «I giorni cantati», στην κομεντί «Letti selvaggi», στη δραματική «Clair de femme» του Κώστα Γαβρά με τη Ρόμι Σνάιντερ και στη δραματική κομεντί της οποίας υπογράφει και το σενάριο, «Chiedo asilo», η οποία βραβεύτηκε στο διεθνές φεστιβάλ κινηματογράφου του Βερολίνου.

Ο άνθρωπος...ορχήστρα

Αν και το ταλέντο του στην υποκριτική είναι κατάδηλο, ο Μπενίνι δεν αρκείται μονάχα στο ρόλο του ηθοποιού, αλλά θέλει να δοκιμάσει τις ικανότητές του και πίσω από τις κάμερες.

Το 1983 συνεργάζεται ξανά με τον Τζιουζέπε Μπερτολούτσι στο «Effetti personali» και την ίδια χρονιά σκηνοθετεί, γράφει το σενάριο και πρωταγωνιστεί (ως ένας πραγματικός άνθρωπος-ορχήστρα) στην κομεντί «Tu mi turbi». Η ταινία λαμβάνει καλές κριτικές από κοινό και κριτικούς και είναι η πρώτη φορά που ο Μπενίνι κάθεται στη θέση του σκηνοθέτη, ενώ η ταινία αυτή του επιφυλάσσει άλλη μια έκπληξη, αφού γνωρίζει τη Νικολέτα Μπράσκι, τη γυναίκα της ζωής του, που θα γίνει σύζυγός του το 1991.

Εν τω μεταξύ, το ανήσυχο και αυθόρμητο πνεύμα του βρίσκεται ξανά στο επίκεντρο μέσα στη δεκαετία του ’80, καθώς όντας καλεσμένος σε μια δημοφιλή τηλεοπτική εκπομπή, αναφέρεται μάλλον... ανάρμοστα στον πάπα Ιωάννη Παύλο Β’, προκαλώντας αντιδράσεις.

Το 1985 βρίσκεται στην κομεντί φαντασίας «Non ci resta che piangere» («Nothing left to do but cry»), όπου για άλλη μια φορά, όχι μόνο πρωταγωνιστεί, αλλά υπογράφει το σενάριο και τη σκηνοθεσία, μαζί με το Μάσιμο Τροΐζι.

Στην ταινία, οι δυο τους υποδύονται το δάσκαλο και τον επιστάτη ενός σχολείου, οι οποίοι χάνονται στην ιταλική επαρχία και συναντούν τον...Λεονάρντο Ντα Βίντσι (στον οποίο προσπαθούν να μάθουν χαρτιά), προσπαθούν να εμποδίσουν το Χριστόφορο Κολόμβο από το να ανακαλύψει την Αμερική και τραγουδούν τραγούδια των...Beatles, «βολτάροντας» στον 15ο αιώνα.

Το 1986, ο Μπενίνι υιοθετεί για λίγο μόνο το ρόλο του ηθοποιού, αφήνοντας τη σκηνοθεσία και το σενάριο στον αξιόλογο Τζιμ Τζάρμους, στη μαύρη κωμωδία «Στην παγίδα του Νόμου». Ο Τζάρμους εμπνεύστηκε την ιδέα για την ταινία από τα «Δυο λιοντάρια στον Ειρηνικό» (1968), με τον Λι Μάρβιν (αγαπημένο ηθοποιό του Τζάρμους) και τον Τοσίρο Μιφούνε. Ο Μπενίνι βρίσκεται στη φυλακή μαζί με τον Τομ Γουέιτς και τον Τζον Λιούρι, έχοντας σκοτώσει κάποιον με...μπάλα του μπιλιάρδου, μέχρι που οι τρεις τους δραπετεύουν.

Στην ταινία βρίσκεται και η Μπράσκι, η αγαπημένη του Μπενίνι και ο ταλαντούχος Ιταλός βραβεύεται με ασημένια κορδέλα από το Ιταλικό Συνδικάτο Κριτικών Κινηματογράφου, ενώ βρίσκεται υποψήφιος και για βραβείο Independent Spirit.

Ο μικροσκοπικός, ταλαντούχος καλλιτέχνης κάθεται στην καρέκλα του σκηνοθέτη και υπογράφει το σενάριο και στην επόμενη ταινία που πρωταγωνιστεί, με τίτλο «Ο διαβολάκος», όπου συναντά τον Γουόλτερ Ματάου. Ο Μπενίνι υποδύεται έναν... διαβολάκο που αγαπά τη διασκέδαση και ο Ματάου τον ιερέα που προσπαθεί να τον ξεφορτωθεί με εξορκισμό, με τους δυο τους να δίνουν ένα κωμικό αποτέλεσμα και τον Μπενίνι να κερδίζει βραβείο David di Donatello καλύτερου ηθοποιού.

Το 1990 σκηνοθετείται από τον Φεντερίκο Φελίνι στη δραματική κομεντί «Η φωνή του φεγγαριού», που αποτελεί και το κύκνειο άσμα του μεγάλου σκηνοθέτη, ο οποίος θεωρούσε πάντα τον Μπενίνι ιδιοφυΐα. Τη χρονιά αυτή, επίσης, ο Ιταλός ηθοποιός υπήρξε και μέλος της επιτροπής του διεθνούς φεστιβάλ κινηματογράφου του Βερολίνου.

O Ρομπέρτο Μπενίνι ως επίτιμος διδάκτορας του τμήματος Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ

Στη συνέχεια, ο δρόμος του συναντά ξανά αυτόν του Τζιμ Τζάρμους στη δραματική κομεντί «Night on earth», με τη Γουινόνα Ράιντερ, τη Τζίνα Ρόουλαντς κ.ά. Εκεί, ο Μπενίνι μεταμορφώνεται σε ταξιτζή στη Ρώμη, ο οποίος προκαλεί...έμφραγμα σε παπά πελάτη του, με τις ιστορίες του για τα περίεργά του σεξουαλικά κατορθώματα.

Σκηνοθέτης, σεναριογράφος και πρωταγωνιστής είναι ξανά στην κομεντί «Johnny Stecchino», όπου συμπρωταγωνιστεί με τη σύζυγό του, ενώ στη συνέχεια βρίσκεται στην ιταλοαμερικάνικη παραγωγή «Ο γιος του Ροζ Πάνθηρα» του Μπλέικ Έντουαρντς με τον Χέρμπερτ Λομ και την Κλαούντια Καρντινάλε, αυτή τη φορά, όμως, βρίσκεται υποψήφιος για Χρυσό Βατόμουρο χειρότερου ηθοποιού, ως γιος του Ροζ Πάνθηρα. Η ταινία, πάντως, αν και στην Αμερική δεν τα πήγε καλά, στην Ιταλία σημείωσε επιτυχία.

Άνθρωπος-ορχήστρα με τριπλό ρόλο και πάλι είναι και στο «Il mostro» («The monster»), όπου υποδύεται έναν αθώο που η αστυνομία μπερδεύει για serial-killer.

Η ταινία πηγαίνει πολύ καλά εμπορικά, και μάλιστα γίνεται η πιο επιτυχημένη ιταλική ταινία, η οποία, όμως, μετά από λίγα χρόνια, θα δώσει τη θέση της σε μια άλλη ταινία του Μπενίνι, που θα συγκινήσει τους πάντες ανά τον κόσμο.

Η ζωή (του Μπενίνι) είναι ωραία

Το 1997, ο Ρομπέρτο Μπενίνι φτάνει στην κορυφαία στιγμή της καριέρας του, όταν σκηνοθετεί, πρωταγωνιστεί και υπογράφει το σενάριο (μαζί με τον Βιντσέντζο Τσεράμι) της δραματικής κομεντί «Η ζωή είναι ωραία», η οποία αποτέλεσε το φιλμ που πήρε τη θέση του «Il mostro» κι έγινε η πιο επιτυχημένη ιταλική ταινία.

Σκηνή από την ταινία του Γούντι Άλεν «To Rome with love»

Εμπνευσμένος από τις ιστορίες του πατέρα του όσο υπήρξε κρατούμενος σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, ο Μπενίνι συνέθεσε την ιστορία του Γκουίντο (Μπενίνι), Ιταλού εβραίου, ο οποίος κρατείται μαζί με το γιο του και τη γυναίκα του σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, προσπαθώντας να βρει τρόπους ώστε να βοηθήσει την οικογένειά του και ο γιος του να μην ζήσει τη βάρβαρη πραγματικότητα.

Η ταινία, συγκίνησε κοινό και κριτικούς, αλλά φυσικά δεν έλειπαν και οι αντιδράσεις από όσους πίστευαν ότι η παρουσίαση του Ολοκαυτώματος δεν ήταν ακριβής και φάνηκε σαν κάτι ήπιο και άξιο να προκαλέσει γέλιο. Παρ’ όλ’ αυτά, πολλοί ήταν οι κριτικοί που τον επαίνεσαν καθώς μπόρεσε να συνθέσει μια τόσο ευαίσθητη κομεντί και ο Μπενίνι κέρδισε το Όσκαρ α’ ανδρικού ρόλου, ενώ βρέθηκε υποψήφιος και για Όσκαρ σκηνοθεσίας και σεναρίου (μαζί με τον Τσεράμι), κερδίζοντας ταυτόχρονα πληθώρα βραβείων που ξεπερνούν τα 30 (BAFTA καλύτερου ηθοποιού, βράβευση από το Φεστιβάλ Καννών, από το διεθνές φεστιβάλ κινηματογράφου Αθήνας, πολλαπλά David di Donatello, César κ.ά.), με την ταινία να συγκεντρώνει περίπου 230 εκατομμύρια δολάρια σε εισπράξεις.

Με την ταινία αυτή, ο Μπενίνι γίνεται ο πρώτος μέχρι τότε, που κερδίζει Όσκαρ καλύτερου ηθοποιού για ένα ρόλο που δεν είναι αγγλόφωνος, ενώ μαζί με τον Λόρενς Ολίβιε είναι οι μοναδικοί ηθοποιοί που σκηνοθέτησαν τον εαυτό τους κερδίζοντας το Όσκαρ.

Το 1999 συναντά τον Αστερίξ (Κριστιάν Κλαβιέ) και τον Οβελίξ (Ζεράρ Ντεπαρντιέ) στην κωμική περιπέτεια «Αστερίξ και Οβελίξ εναντίον Καίσαρα» του Κλοντ Ζιντί και 3 χρόνια αργότερα υπογράφει (μεταξύ άλλων) το σενάριο, σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί στην κομεντί φαντασίας «Πινόκιο» ως το αγόρι με τη μεγάλη μύτη, ένας ρόλος που μάλλον δεν καταφέρνει να εντυπωσιάσει και που φέρνει στα χέρια του ταλαντούχου ηθοποιού το ανεπιθύμητο Χρυσό Βατόμουρο.

Το 2003 συναντά και πάλι τον Τζιμ Τζάρμους στο «Coffee and cigarettes», στο κομμάτι της ταινίας «Strange to meet you» και το 2005 αναλαμβάνει και πάλι τον… τριπλό του ρόλο στη δραματική κομεντί «Ο τίγρης και το χιόνι», η οποία διαδραματίζεται στο εμπόλεμο Ιράκ.

Σύντομα πρόκειται να τον δούμε υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Γούντι Άλεν, στην κομεντί «Στη Ρώμη με αγάπη» μαζί με την Πενέλοπε Κρουζ, τον Άλεκ Μπόλντουϊν, την Έλεν Πέιτζ κ.ά., σε μια ταινία με φόντο την ιταλική πρωτεύουσα και τις ρομαντικές περιπέτειες μιας σειράς χαρακτήρων.

Ρομπέρτο Μπενίνι και Γούντι Άλεν

Πέρα από την υποκριτική, ο Ρομπέρτο Μπενίνι είναι και… ποιητής αυτοσχεδιασμού, ενώ είναι ιδιαιτέρως γνωστός και για τις απαγγελίες και τις αναλύσεις που κάνει στη «Θεία Κωμωδία» του Δάντη. Κατά τη διάρκεια του 2006-2007 μάλιστα, ξεκίνησε και περιοδείες στην Ιταλία με ένα 90λεπτο σόου ονόματι «TuttoDante» («Τα πάντα για το Δάντη»), ενώ το 2009 μετέφερε το σόου αυτό και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εκτός αυτού, γράφει και τραγούδια, ενώ εξασκεί και τις φωνητικές του ικανότητες συχνά-πυκνά.

Πρόσφατα, ο συμπαθέστατος Ιταλός, μετά από διάφορες τιμητικές διακρίσεις, πέραν των βραβείων που του έχουν απονεμηθεί, αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του τμήματος Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ο οποίος μη διστάζοντας να ανέβει πάνω στα έδρανα, έκανε διάφορες δηλώσεις μεταξύ αυτών και το ότι όλος ο κόσμος χρωστάει στην Ελλάδα κι όχι αντίστροφα κι ότι η χαρά της διάκρισης αυτής τον κάνει να θέλει να φιλήσει τους πάντες στο στόμα, προκαλώντας, όπως πάντα, ένα δυνατό χειροκρότημα.

Ενδεικτική φιλμογραφία: «Berlinguer ti voglio bene» (1977), «I giorni cantati» (1979), «Letti selvaggi» (1979), «La luna» (1979), «Clair de femme» (1979), «Chiedo asilo» (1979), «Il minestrone» (1981), «Anche I ladri hanno un santo» (1981), «Effetti personali» (1983), «F.F.S.S., cioè:... che mi hai portato a fare sopra a Posillipo se non mi vuoi più bene?» (1983), «Tu mi turbi» (1983), «Non ci resta che piangere» (1985), «Down by law» (1986), «Il piccolo diavolo» (1988), «La voce della luna» (1990), «Night on earth» (1991), «Johnny Stecchino» (1991), «Son of the Pink Panther» (1993), «Il mostro» (1994), «La vita è bella» (1997), «Astérix et Obélix contre César» (1999), «Pinocchio» (2002), «Coffee and cigarettes» (2003), «La tigre e la neve» (2005), «To Rome with love» (2012).