Ο Αλεχάντρο Χοδορόφσκι παραμένει ένας ατέρμονος υποστηρικτής της ποίησης στον κινηματογράφο

poiisi-xoris-telos
ΠΕΜΠΤΗ, 29 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2016

Ο Χιλιανός δημιουργός συνεχίζει το σουρεαλιστικό αυτοβιογραφικό του ταξίδι με την ταινία «Ποίηση χωρίς τέλος».

Οι περισσότεροι από εμάς μάθαμε τον κινηματογράφο μέσα από την αμερικανική εκδοχή του και στη συνέχεια είτε αποφασίσαμε να ασχοληθούμε πραγματικά με το αντικείμενο, εμθαθύνοντας στο σινεμά του κόσμου ή μείναμε στο ότι ο κινηματογράφος είναι μόνο διασκέδαση και ο,τιδήποτε παρεκκλίνει από την φόρμουλα του Χόλιγουντ είναι… περίεργο και κουλτουριάρικο.

Το σινεμά που κάνει ο Αλεχάντρο Χοδορόφσκι δεν είναι μόνο δύσβατο σε όποιον έχει συνηθίσει στο αμερικανικό σινεμά μαζικής κατανάλωσης, αλλά θα το χαρακτηρίζαμε έως και απαγορευτικό. Αν τύχει και πάτε να δείτε μια ταινία του χωρίς να είστε προετοιμασμένοι για το τι θα αντιμετωπίσετε, το πιθανότερο είναι να φύγετε κατά τη διάρκεια της προβολής και να διαβεβαιώσετε όποιον σας την πρότεινε ότι δε θα ξανακούσετε ποτέ συμβουλή του για σινεμά. Αφού το ξεκαθαρίσαμε αυτό, ας μιλήσουμε τώρα για τη νέα δουλειά του τόσο ξεωριστού Χιλιανού δημιουργού.

Αφού ο 87χρονος πια Χοδορόφσκι επέστρεψε στην κινηματογραφική δημιουργία με τον «Χορό της πραγματικότητας», συνεχίζει το αυτοβιογραφικό κινηματογραφικό του ταξίδι, χωρίς να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για την απήχηση που αυτό θα έχει στο κοινό. Η «Ποίηση χωρίς τέλος» είναι η δεύτερη από τις πέντε ταινίες που σκοπεύει να γυρίσει για τη ζωή του και αυτή η διαδικασία είναι για τον ίδιο λυτρωτική. Βασίζεται σε αληθινά γεγονότα και σε δικές του ιδέες και σκέψεις που τον έχουν απασχολήσει στο πέρασμα των χρόνων και εξετάζοντας τα πάντα από τη γνωστή σουρεαλιστική σκοπιά που τον έκανε γνωστό, παραδίδει ένα αποτέλεσμα που απαιτεί τη συμμετοχή του θεατή σε αυτό.

Τόσο τον ίδιο τον Χοδορόφσκι όσο και τον πατέρα του τους υποδύονται δύο γιοι του, κάνοντας έτσι το όλο εγχείρημα πολύ πιο προσωπικό για όλους τους εμπλεκόμενους. Ο Χιλιανός σκηνοθέτης μεταφέρει τη ζωή του στο σινεμά με έναν τρόπο που μοιάζει πολύ με αυτόν του Φελίνι. Δημιουργεί κάποιες πολύ δυνατές και χαρακτηριστικές σουρεαλιστικές εικόνες, οι οποίες συνδυάζουν το γελοίο με το τραγικό με έναν τρόπο που δε βλέπουμε εύκολα πλέον στο σινεμά.

Ο Χοδορόφσκι χρησιμοποιεί μεταξύ άλλων παλιάτσους και νάνους, εμπλουτίζοντας το σκηνικό με τη μυστικιστική του ατμόσφαιρα. Για τα δικά του δεδομένα, πρόκειται για μια από τις πιο «στρωτές» ταινίες του. Όσο εύκολο μπορεί να είναι όμως το να ακολουθήσεις αυτές τις εικόνες που δημιουργεί, τόσο δύσκολο είναι το να τις δεχτείς. Είναι ασυνήθιστες και απαιτούν από το θεατή να αφήσει πίσω του το σινεμά που έχει μάθει και να τις αντιμετωπίσει δίχως κανένα ταμπού. Για παράδειγμα η μητέρα του Χοδορόφσκι μιλά τραγουδώντας όπερα, ως μια αντιπαραβολή στην τραχύτητα του πατέρα του και παράλληλα και ως ένα σχόλιο ότι για κάθε παιδί τα λόγια της μητέρας του ακούγονται σαν ποίηση γεμάτη ζεστασιά.

Η ποίηση έχει χαθεί από την πραγματικότητα και ο Χοδορόφσκι δεν προσπαθεί να το αλλάξει αυτό. Περισσότερο έρχεται σε ειρήνη με τους δαίμονές του και συμβιβάζεται με τη θνητότητά του. Και υπό αυτό το πρίσμα, το φιλμ είναι λυτρωτικό, χαρίζοντάς μας ένα φινάλε που συγκινεί αληθινά, σε σημείο που ποτέ δε φανταζόμασταν ότι μπορούσε να συμβεί στο σινεμά του Χοδορόφσκι. Μπορεί το έργο του Φελίνι πλέον να μην αφορά πολύ κόσμο και σίγουρα ο Χοδορόφσκι δεν ανήκει στο μέλλον του κινηματογράφου, εκτιμούμε όμως ότι φτιάχνει αυτή τη στιγμή ταινίες και με αυτό τον τρόπο, δείχνοντας ένα διαφορετικό και αυθεντικά ποιητικό δρόμο παρακολούθησης του σινεμά.

ΓΜ