Πότε πέρασαν 10 χρόνια; Επανεκτιμώντας το σινεμά του 2007

death-proof Andrew Cooper, SMP
ΤΕΤΑΡΤΗ, 01 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2017

Μία σύγχρονη ματιά σε μία από τις πιο πλήρεις κινηματογραφικά χρονιές της περασμένης δεκαετίας.

Το 2017 είναι μια χρονιά που σηματοδοτεί το γεγονός ότι πλέον βρισκόμαστε εξίσου μακριά από το 2004 όσο από το 2030. Και όσο κι αν για κάποιους από εμάς αυτή είναι μία σκληρή συνειδητοποίηση του πόσο γρήγορα περνά ο χρόνος, επιμένουμε να ζούμε στο παρόν, προσπαθώντας να εξερευνήσουμε ποιες τάσεις κυριαρχούν στο εδώ και το τώρα και ποιες είναι αυτές που έρχονται. Γιατί ξέρουμε πως έτσι κι αλλιώς θα έρθει κάποια στιγμή που θα νοσταλγούμε ακόμη και αυτή τη χρονική περίοδο ακριβώς όπως βυθιζόμαστε στη νοσταλγία των 80s, των 90s και όλο και περισσότερο και των 00s. 

Για εμάς η νοσταλγία έχει νόημα μόνο αν λειτουργεί ως μία στιγμή επαναφοράς όμορφων αναμνήσεων που χάνονται μέσα στο χρόνο, κυρίως για να επιβεβαιώσουμε πως ακόμη και στις πιο αντίξοες συνθήκες, τα καλά είναι αυτά που εν τέλει μένουν. Βρισκομαστε δέκα χρόνια μακριά από το 2007, μια χρονιά που για κάποιους απο εμάς συνοδεύτηκε με την αθωότητα και το άγχος της εποχής των Πανελληνίων, αλλά και γενικότερα ήταν το αποκορύφωμα μιας περιόδου ευδαιμονίας η οποία δεν προμήνυε τι θα επακολουθήσει. Έχοντας λοιπόν κατά νου ότι στεκόμαστε πάνω σε στέρεα βάση στο παρόν, θα επιχειρήσουμε να κάνουμε μία βουτιά στο τόσο μακρινό αυτή τη στιγμή 2007, γιατί θεωρούμε πως ήταν μία κομβική χρονιά για την ποπ κουλτούρα και αξίζει να το θυμόμαστε αυτό με κάθε πρώτη ευκαιρία. Πώς θα μπορούσε να υπάρχει κάτι λάθος δηλαδή σε μία χρονιά για την οποία αφιέρωσε ένα ολόκληρο επεισόδιο το «BoJack Horseman»;

Αξίζει να γραφτεί ένα ξεχωριστό βιβλίο για το σινεμά που βγήκε μέσα στο 2007. Μιλάμε ίσως για την κορυφαία κινηματογραφική χρόνια της περασμένης δεκαετίας, με πολλές ταινίες να δικαιώθηκαν μεταγενέστερα ως σύγχρονα επιδραστικά αριστουργήματα της έβδομης τέχνης.

Αγαπημένη μας περίπτωση είναι το «Zodiac» του Ντέιβιντ Φίντσερ, ίσως η κορυφαία ταινία του δημιουργού του «Fight Club». Ένα παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι με τους ρόλους να αντιστρέφονται διαρκώς και χωρίς να υπάρχει κάποιο «κανονικό» τέλος, διότι αυτό που έχει σημασία είναι η διαρκής αναζήτηση και το παιχνίδι, καθώς όλοι οι εμπλεκόμενοι έχουν μπεί τόσο βαθιά σε αυτό ώστε πια να μην μπορούν και να μη θέλουν να βγουν. Ανέκαθεν ο Φίντσερ φωτογράφιζε το σινεμά κάθε εποχής και αυτό πραγματοποίησε και εδώ. Ένα αριστούργημα το οποίο δικαιώθηκε από το χρόνο.

Παράλληλα, το 2007 ήταν και η χρονιά του Μάικλ Σέρα. Το «Superbad» ήταν το αποκορύφωμα των εφηβικών κωμωδιών της εποχής, αναδεικνύοντας μία σειρά από ηθοποιούς που σήμερα μεσουρανούν στο Χόλιγουντ (βλέπε Τζόνα Χιλ και Έμα Στόουν) και κατάφερε να τερματίσει το βρώμικο χιούμορ, το οποίο ωστόσο, σε αντίθεση με άλλες ταινίες του είδους, παρέμενε ξεκαρδιστικά αστείο ακόμη και αν ήσουν πάνω από 15 χρονών. Την ίδια στιγμή το «Juno» παραμένει μία από τις καλύτερες και πιο γλυκόπικρες indie κομεντί, με το ταλέντο της Έλεν Πέιτζ να ξεχειλίζει στο πλευρό του Σέρα, στον καλύτερο μέχρι και σήμερα ρόλο της καριέρας της. 

Η οσκαρική πλευρά του 2007 είχε αληθινό καλλιτεχνικό ενδιαφέρον και δεν περιορίστηκε σε κούφιες στο περιεχόμενό τους ταινίες που μοναδικός τους λόγος ύπαρξης είναι η παρουσία τους στα βραβεία. Το «Καμία πατρίδα για τους μελλοθάνατους» είναι δικαίως μέσα στις δύο-τρεις κορυφαίες στιγμές των αδερφών Κοέν, η οποία με μπροστάρη μία αποστολή τιμής ερμηνεία από τον Χαβιέ Μπαρδέμ αποτέλεσε μία εμπειρία που δεν την ξεχνάς εύκολα. Και μιας και μιλάμε για εμπειρίες, δε γίνεται να μην έρθουμε στο «Θα χυθεί αίμα» του Πολ Τόμας Άντερσον, μία ταινία που θα μπορούσε να γίνει μία τυπικότατη αμερικανική ιστορία αλλά που τελικά εξελίχθηκε σε μία σπουδή πάνω στις αιματοβαμμένες ρίζες του καπιταλισμού με μία πρωτοποριακή και περιπετειώδη σκηνοθετική προσέγγιση και με τον Ντάνιελ Ντέι Λιούις στην ερμηνεία της ζωής του.

Η Μαριόν Κοτιγιάρ υπήρξε μία φανταστική Εντίθ Πιάφ στο «Ζωή σαν τριαντάφυλλο» και δίκαια έφτασε μέχρι τα Όσκαρ, εξασφαλίζοντας τη μετέπειτα πορεία της, ενώ η Κίρα Νάιτλι εδραίωσε τη θέση της στις ταινίες εποχής με την καλύτερη ερμηνεία της καριέρας της στην παραδομένη στη λαγνεία «Εξιλεωση» του Τζο Ράιτ.

Η Pixar βρισκόταν στο απόγειο της δημιουργικής φαντασίας της και με τον «Ρατατούη» δημιούργησε μία συγκινητική ενήλικη ιστορία για την πίστη και την επιμονή σε αυτό που αγαπάς, ακόμη και αν όλοι γύρω σου πιστεύουν πως δεν είσαι φτιαγμένος για αυτό. Και αν αυτή φαίνεται μία οποιαδήποτε ιστορία της Pixar, η πανέμορφη ρετρό απεικόνιση του Παρισιού και ο μονόλογος του Πίτερ Ο' Τουλ ως αυστηρός κριτικός φαγητού που κρύβει όμως μία καλή καρδιά, αρκούν να σε πείσουν ότι έχεις να κάνεις με κάτι πραγματικά ξεχωριστό που δε δυσκολεύεται καθόλου να σε κάνει να λυγίσεις συναισθηματικά. 

Όσον αφορά το φεστιβαλικό σινεμά, το «4 μήνες, 3 εβδομάδες και 2 μέρες» του Κριστιάν Μουνγκίου προκάλεσε αίσθηση και έστρεψε τα βλέμματα του σινεφίλ κοινού ανά τον κόσμο στην Ρουμανία. Δικαίως σήμερα θεωρείται μία από τις κορυφαίες ταινίες της περασμένης δεκαετίας, αφού αποτελεί ένα αποκαλυπτικό πορτρέτο της κομμουνιστικής Ρουμανίας του Τσαουσέσκου και συγκλονίζει με την ιστορία που παρουσιάζει, καθώς και με τις δυνατές ρεαλιστικές ερμηνείες στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Δε μένει στην προσπάθεια δύο κοριτσιών να επιχειρήσουν μία έκτρωση, πράξη αυστηρά παράνομη τότε στη χώρα, αλλά παρουσιάζει υποδειγματξκα και την ευρύτερη εικόνα. Ένα ανθρώπινο κομψοτέχνημα.

Την ίδια στιγμή ο Σον Πεν κυκλοφορούσε το «Into the Wild», αφήνοντας στην άκρη τα κλισέ των ταινιών που βασίζονται σε αληθινές ιστορίες, για να δημιουργήσει μία πολύπλευρη και περιπετειώδη σπουδή χαρακτήρα ενός ανθρώπου που επέλεξε να ζήσει πέρα από τα καθιερωμένα. Τα τοπία της άγριας πλευράς της Αμερικής είναι εντυπωσιακά από μόνα τους για να σε παρασύρουν σε αυτό το ταξίδι, πάντως και ο Εμίλ Χιρς ήταν καλύτερος από ποτέ ως τώρα, ενώ και η εμφάνιση της Κρίστεν Στιούαρτ λίγο πριν γίνει γνωστή για το «Twilight» δεν περνά απαρατήρητη. 

Όσο και αν είμαστε κατά της νοσταλγίας, είναι δύσκολο να μην υποκύψουμε σε αυτή όταν μιλάμε για το κεφάλαιο «Χάρι Πότερ». Πριν από δέκα χρόνια κυκλοφορούσε στους κινηματογράφους η πέμπτη ταινία της σειράς με τίτλο «Το τάγμα του Φοίνικα» και εντελώς αντικειμενικά όλα ήταν λίγο πιο όμορφα στον κόσμο. Βέβαια, στο μποξ όφις κυριάρχησε η τρίτη ταινία των Πειρατών της Καραϊβικής, «Το σεντούκι του νεκρού» αν και η καλύτερη ταινία του Τζόνι Ντεπ για το 2007 ήταν το «Sweeney Todd», ένα σκοτεινό παραμύθι σε μορφή γοτθικού μιούζικαλ, το οποίο μέχρι σήμερα παραμένει η τελευταία ενδιαφέρουσα συνεργασία του Ντεπ με τον Τιμ Μπάρτον, με την καριέρα και των δύο να έχει μπεί πλέον στον αυτόματο πιλότο.  

Ένα χρόνο πρίν η Marvel κυκλοφορήσει την πρώτη ταινία «Iron Man» και εγκαταστήσει την αυτοκρατορία της στο μποξ όφις, ο κόσμος είχε συνδέσει τις υπερηρωικές ταινίες με τον «Spider-Man» του Σαμ Ράιμι με τον Τόμπι Μαγκουάιρ. Όσο και αν έχουμε πάντως σε εκτίμηση τις δύο πρώτες ταινίες, η τρίτη μας τα χάλασε. Οι χαρακτήρες είναι περισσότεροι και οι ιστορίες που αναλαμβάνει να διηγηθεί είναι περισσόρερες απ' όσο μπορεί να αντέξει και το αποτέλεσμα δεν αποκτά ποτέ συνοχή, ούτε κερδίζει το ενδιαφέρον μας. 

Ο Κουέντιν Ταραντίνο κυκλοφόρησε την πιο αδύναμη ταινία του, το «Death Proof», η οποία όμως έχει γίνει και μια από τις πιο χαρακτηριστικές του, κάτι που οφείλεται στο πόσο σέξι ήταν η εικόνα της. Λίγο η Ροζάριο Ντόσον που με την εμφάνιση της συνεβαλε στο λιώσιμο των πάγων, λίγο η καλοκαιρινή μουσική, λίγο κάποιες «τσιτάτες» ατάκες, δεν ήθελε και πολύ για να αγαπηθεί από μία σημαντική μερίδα του κοινού που λατρεύει τον Ταραντίνο ακριβώς για αυτή την «καυτή» πολύχρωμη επιφάνεια. 

Το «My Blueberry Nights» είναι μέχρι και σήμερα η πρώτη ταινία του Γουόνγκ Καρ Γουάι στην Αμερική και για αυτό το λόγο η ματιά της μοιάζει λίγο εξωγήινη, αφού βλέπουμε πως κοιτάζει την ήπειρο κάποιος έξω από αυτή. Ανέκαθεν το αμερικανικό όνειρο ήταν υπαρκτό στο σινεμά του σκηνοθέτη από το Χονγκ Κονγκ, εδώ όμως επιτέλους πραγματώνεται. Και όπως κάθε όνειρο όταν γίνεται πράξη, μπορεί μετά να σε αφήσει άδειο καθώς η συσσώρευση προσδοκιών σε έχει κάνει να περιμένεις μία πολύ πιο εντυπωσιακή κατάληξη. Παρόλα αυτά, κοιτάζοντας το «My Blueberry Nights» δέκα χρόνια μετά μπορούμε να πούμε πως πρόκειται για ένα παρεξηγημένο μικρό αλλά και λαμπερό διαμάντι. Ίσως να απευθύνεται αποκλειστικά στους πιστούς ακόλουθους του Καρ Γουάι (είμαστε πολλοί), πρέπει ωστόσο να μην έχεις ψυχή για να αντισταθείς στο ανάποδο φιλί πάνω στα τρίμματα από πίτα βατόμουρο. Σινεμά σαν κλασική ζωγραφική.

Το 2007 ήταν δίχως άλλο μία σημαντική χρονιά για το σινεμά, το ίδιο προβλέπεται να είναι ωστόσο και το 2017, με την οσκαρική κούρσα να έχει πραγματικό ενδιαφέρον και να περιλαμβάνει καλές ταινίες. Αφού λοιπόν κοιτάξαμε για λίγο πίσω, με χαρά θα δεχθούμε ό,τι μας επιφυλάσσει το παρόν και το μέλλον του σινεμά, για να είμαστε έτοιμοι για μία αντίστοιχη ανασκόπηση δέκα χρόνια αργότερα.

ΓΜ