Κάνουμε στάσεις στην καριέρα του Brian Eno πριν αγκυροβολήσει στην Αθήνα

brian-eno
ΠΕΜΠΤΗ, 29 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2016

O Brian Eno έρχεται στην Ελλάδα για να παρουσιάσει το καινούργιο του project “The Ship” και εμείς θυμόμαστε τις πιο σημαντικές στιγμές της καριέρας του. Από τους Roxy Music και τη γέννηση της ambient, στα “ηχοτοπία”, τους Talking Heads, τους U2 και τους Coldplay, και στα sound installations.

Ο Brian Eno (Brian Peter George St. John le Baptiste de la Salle Eno) γεννήθηκε το 1948 στο Suffolk της Μεγάλης Βρετανίας. Φοίτησε στη Σχολή Καλών Τεχνών του Ipwich. Τη μουσική του καριέρα ουσιαστικά την ξεκίνησε ως μέλος των Roxy Music. Στην αρχή δεν εμφανιζόταν στις ζωντανές εμφανίσεις του group, αλλά κρατούσε τη θέση πίσω από την κονσόλα. Όταν άρχισε να εμφανίζεται στη σκηνή, τράβηξε αμέσως την προσοχή λόγω της ιδιαίτερης εμφάνισής του. Οι συνεχείς καβγάδες του με τον τραγουδιστή Bryan Ferry, τον οδήγησαν στο να εγκαταλείψει το group, μετά το album “For Your Pleasure”.

Στη δεκαετία του ’70 ξεκίνησε τη solo καριέρα του, κυκλοφορώντας τέσσερα, εμβληματικά πλέον, albums για την ambient ( “Here Come The Warm Jets”, “Taking Tiger Mountain (By Strategy)”, “Another Green World”, “Before And After Science”). Αυτό που συνάρπαζε τον Eno, ήταν η δημιουργία μουσικής ξεφεύγοντας από τους παραδοσιακούς τρόπους, χρησιμοποιώντας τα μουσικά όργανα με διαφορετικές χρήσεις. Επηρεάστηκε έντονα από τις μινιμαλιστικές συνθέσεις του Steve Reich, αλλά και τους Velvet Underground.  

Οι πρώτοι του πειραματισμοί με την ηλεκτρονική μουσική είναι εμφανείς στο album “No Pussyfooting” του 1972, όπου μαζί με τον Robert Fripp των King Crimson, εισήγαγαν τη μέθοδο ηχογράφησης Frippertronic. Εκείνη την περίοδο έδωσε το όνομα “ambient” στη μουσική η οποία τον είχε συναρπάσει, ένα μουσικό είδος με βασική φόρμα τα synthesizers και τη χρήση υπολογιστών ή μηχανημάτων που δεν είναι απολύτως συνυφασμένα με τη δημιουργία μουσικής. Στόχος της ambient είναι η δημιουργία “ατμόσφαιρας” ή αλλιώς ηχοτοπίων (sonic landscapes), δημιουργώντας ένα ηχητικό background. Όπως λέει και ο ίδιος ο Eno: “Πρέπει να είναι αδιάφορη, για να είναι ενδιαφέρουσα”.

Εισήγαγε επίσης τον όρο generative music, μια μορφή μουσικής που βασίζεται στη μίξη διαφορετικών μουσικών κομματιών και ήχων, διαφορετικής διάρκειας και τονικότητας. Όταν το ένα κομμάτι τελειώσει, ξεκινάει από την αρχή, παίζοντας πάνω από το δεύτερο που έχει ξεκινήσει, και ούτω καθ’ εξής. Οι συνδυασμοί είναι άπειροι και είναι αδύνατον να εξερευνηθούν όλες οι πιθανότητες.

Με την εξέλιξη της τεχνολογίας, εμπλούτισε και με άλλα στοιχεία τον ήχο του, κάτι που είναι εμφανές στις τελευταίες του κυκλοφορίες. Έχει συνθέσει ambient installation albums, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν ως μουσικά backgrounds σε αεροδρόμια, νοσοκομεία ή gallery, όπως το “Lux” (2012).

Εκτός από τη δισκογραφία όμως ο Eno ενδιαφέρεται και για την οπτική τέχνη,  σε συνδυασμό πάντα με την ambient. Ένα από πιο χαρακτηριστικά του έργα είναι το “77 Million Paintings”, ένα πρόγραμμα εμπνευσμένο από τη generative φιλοσοφία. Όπως λέει και ο τίτλος, υπάρχουν 77 εκατομμύρια πιθανοί συνδυασμοί των 296  έργων/εικόνων, που είναι διαθέσιμοι με αυτό το πρόγραμμα. Η μουσική είναι επίσης φτιαγμένη έτσι ώστε ο ακροατής να μην ακούει ποτέ το ίδιο πράγμα δύο φορές.

Μία από τις πιο σημαντικές στιγμές στην πορεία του Eno, ήταν όταν η Microsoft τον προσέγγισε για να γράψει μουσική για τα Windows 95. To αποτέλεσμα ήταν το πασίγνωστο θέμα έναρξης του προγράμματος, άμεσα αναγνωρίσιμο σε όλο τον κόσμο.  

Εκτός από μουσικός, ο Eno έχει διαγράψει μια συγκλονιστική πορεία ως παραγωγός. Το πρώτο album στο οποίο ο Eno ανέλαβε την παραγωγή ήταν το “Lucky Leif and the Longship” του Robert Calvert. Μία από τις πιο δημιουργικές τους περιόδους ήταν μεταξύ 1978-1984, όταν μετακόμισε στη Νέα Υόρκη και συνεργάστηκε με τους Talking Heads και τους Devo.

Επηρεασμένος από την afrobeat του Fela Kuti, αλλά και από το κίνημα του no wave που τότε βρισκόταν σε άνθηση, σύστησε αυτούς τους ήχους στον David Byrne και μαζί έφτιαξαν μερικά από τα πιο επιτυχημένα albums τους συγκροτήματος, όπως το “More Songs About Buildings and Food” και “My Life In the Bush Of Ghosts”.

Σταθμός στην πορεία του παραμένει η συνεργασία του με τον David Bowie δούλεψαν μαζί σε τρία album, στα περίφημα “Berlin Trilogy” (“Low”, “Heroes” και “Lodger”), την περίοδο 1977-1979 μαζί με τον Tony Visconti.

Επίσης συνεργάστηκε με τους U2 στα albums “The Unforgettable Fire”, “The Joshua Tree”, “Achtung Baby” και “All That You Can’t Leave Behind”. Μία ακόμα ηχηρή του συνεργασία ήταν με τους Coldplay, στο “Viva La Vida or Death and All His Friends” και στο “Mylo Xyloto” που ακολούθησε. Ο Eno διαμόρφωσε τον ήχο του group, κάνοντας τον πιο δυνατό και επιβλητικό. Το αποτέλεσμα ήταν το καλύτερο album στην καριέρα των Βρετανών, στο οποίο η παραγωγή έλαβε πρωταγωνιστικό ρόλο. 

Το project “The Ship”, με αφορμή το οποίο θα έρθει στην Ελλάδα και θα δώσει μάλιστα και μια διάλεξη στις 4 Οκτωβρίου, αντλεί έμπνευση από τη βύθιση του Τιτανικού, τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη διαρκή «τραμπάλα» του ανθρώπινου γένους ανάμεσα στην ύβρη και στην παράνοια. Το έργο συνδυάζει την ambient, τα installations και τη μουσική, ενώ η εγκατάσταση εξελίσσεται και διαμορφώνεται ανάλογα με τον χώρο που φιλοξενείται. Ως φυσική προέκταση της ακουστικής εγκατάστασης το “The Ship” ηχογραφήθηκε και είναι η πρώτη φορά που ακούγονται φωνητικά του Eno, από το “Another Day on Earth”.

Δείτε λεπτομέρειες για την επίσκεψη του Brian Eno στην Αθήνα. 

Ροζίνα Αράπη