Ποια ακριβά φαγητά του σήμερα προσφέρονταν κάποτε ακόμη και δωρεάν;

mauro-xabiari
ΔΕΥΤΕΡΑ, 09 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2015

Σήμερα μπορεί να τα χρυσοπληρώνουμε, κάποτε, όμως, η τιμή κάποιων πολυτελών φαγητών ήταν τόσο χαμηλή, που μπορούσαν να τα καταναλώνουν όλοι.

Φαντάζεστε ποτέ να τρώγατε για μεσημεριανό αστακό και να μην περιμένετε κάθε καλοκαίρι να μοιραστείτε μια αστακομακαρονάδα στα 4; Ή το βραδινό σας να ήταν χαβιάρι; Κι όμως, οι τροφές αυτές κι άλλες πολλές που σήμερα είναι απλησίαστες, κάποτε ήταν τόσο φθηνές που μπορούσαν να τις καταναλώσουν όλοι και μάλιστα κατανάλωναν τόσο μεγάλες ποσότητες από αυτές, που πολλές φορές αρνούνταν να φάνε άλλο.

Χαβιάρι
Πίσω στα 1800 το χαβιάρι ήταν τόσο φθηνό που τα bar και τα saloon το σέρβιραν δωρεάν στα σάντουιτς. Σήμερα είναι ένα από τα πιο ακριβά φαγητά, με το μπελούνγκα να κοστίζει πάνω από 200 ευρώ τα 50 γραμμάρια, αν και υπάρχουν κάποιες χαμηλότερης ποιότητας εκδοχές του που δεν είναι τόσο ακριβές. Παρ’ όλ’ αυτά, κανείς δεν θα σας το προσφέρει δωρεάν.

Φουά γκρα
Διάσημο πιάτο της γαλλικής κουζίνας, που ουσιαστικά είναι λιπαρό συκώτι πάπιας ή χήνας. Το λιπαρό συκώτι χήνας, όμως, καταναλώνεται από την αρχαία Αίγυπτο, ενώ στους μεσαιωνικούς χρόνους ήταν σήμα κατατεθέν της εβραϊκής χωριάτικης κουζίνας και ήταν φθηνό. Κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης ξεκίνησε να θεωρείται πολυτελής λιχουδιά από τους πλούσιους, οι οποίοι έστελναν τους υπηρέτες τους στα εβραϊκά γκέτο της Ρώμης για να το βρουν.

Αστακός
Οι αστακοί είναι άσχημοι, τρέφονται στον πάτο της θάλασσας και δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί κάποτε οι άνθρωποι δεν τους πολυήθελαν στο πιάτο τους. Για την ακρίβεια, οι ψαράδες τους πετούσαν πάλι στη θάλασσα αν τύχαινε να πιαστούν στα δίχτυα τους, ενώ οι κρατούμενοι πολέμου κατά τη διάρκεια της αμερικάνικης επανάστασης, δυσανασχετούσαν με το συνεχές σερβίρισμα αστακού στις φυλακές, που ξεπερνούσε τις 3 φορές την εβδομάδα. Πολλοί, μάλιστα τους χρησιμοποιούσαν και σαν λίπασμα. Παρ’ όλο, όμως, που στην βορειοανατολική ακτή ήταν συνηθισμένο φαγητό, στο κέντρο της χώρας δεν είχε κανείς πρόσβαση σε αστακούς, κάτι που τους κατέστησε ως μια σπάνια πολυτέλεια. Λίγο αυτό, λίγο το μάρκετινγκ, οι αστακοί πήραν τα πάνω τους, ειδικά αφότου σκέφτηκε κάποιος να τους μαγειρέψει σε βούτυρο.

Βατραχόψαρο
Αυτό το τρομαχτικής όψης ψάρι είχε κάποτε απαγορευτεί από τις γαλλικές ψαραγορές λόγω της έλλειψης αξίας του. Σήμερα, παρ’ όλ’ αυτά, θεωρείται ο «αστακός του φτωχού», καθώς οι σεφ ανακάλυψαν ότι το κρέας στην ουρά του έχει σφιχτή υφή και γεύση που του μοιάζει πολύ. Εξού και η αύξηση της τιμής του.  

Σαλιγκάρια
Τα σαλιγκάρια, τα οποία θεωρούνταν άσχημα και όχι και ιδιαίτερα γευστικά, υπήρξαν φαγητό των φτωχών στην εποχή των αρχαίων Ελλήνων. Όταν, όμως, οι γάλλοι σεφ ξεκίνησαν να τα αξιοποιούν σε διάφορα εκλεπτυσμένα πιάτα με αρωματικό βούτυρο, έπαψαν να λέγονται «σαλιγκάρια» και ήρθε η εποχή των escargot.

Στρείδια
Τα στρείδια μοιάζουν στο εξωτερικό με πέτρα και είναι πολύ δύσκολο να τα ανοίξει κάποιος, ενώ ταυτόχρονα είναι γλιτσιασμένα και η γεύση τους δεν είναι και η πιο συνηθισμένη. Κάποτε υπήρχαν σε πληθώρα στις αμερικάνικες ακτές, κάτι που τα είχε καταστήσει ιδανική τροφή για τους φτωχότερους, ενώ στη Νέα Υόρκη προσφέρονταν δωρεάν στα bar. Στα μέσα του 1800, όμως, με την αύξηση του πληθυσμού, αυξήθηκε και η ζήτησή τους, ενώ η μόλυνση από τα εργοστάσια και η βιομηχανική επανάσταση μείωσε την ύπαρξή τους. Τότε ήταν που επήλθε αύξηση της τιμής του και άρχισαν να τα απολαμβάνουν οι πιο πλούσιοι.

Λευκός σολομός
Έχετε δει ποτέ λευκό σολομό; Πιθανότατα όχι, καθώς είναι πολύ σπάνιοι. Σύμφωνα με το Department of Fish and Game της Αλάσκα, το χλωμό κρέας του σολομού οδηγούσε σε χαμηλότερη τιμή (περίπου 60 σεντ κάτω ανά μισό κιλό) και δεν ήταν εμπορικά επιθυμητό κάποτε. Σήμερα ονομάζεται λευκός βασιλιάς και βρίσκεται μόνο σε high-end σούσι bar και εστιατόρια, με την τιμή του στα ύψη, ξεπερνώντας τα 10 δολάρια ανά μισό κιλό σε σχέση με τους ροζ συγγενείς του.

Σούσι
Το σούσι επινοήθηκε ως ένας τρόπος να διατηρηθεί το ψάρι, τυλίγοντάς το σε ρύζι που έχει υποστεί ζύμωση, το οποίο και πετούσαν στο τέλος. Γύρω στα 1600, οι σεφ άρχισαν να προσθέτουν ξίδι στο ρύζι τους αυξάνοντας τη διάρκεια ζωής του και μόλις έφτασε στη σημερινή του μορφή σε μέγεθος μπουκιάς, έγινε το ιαπωνικό ισοδύναμο του fast food. Το ψάρι και το ρύζι βρίσκονταν σε τέτοια επάρκεια που δεν υπήρχε κανένας λόγος να είναι ακριβό, τουλάχιστον όχι μέχρι το τέλος του Ά Παγκοσμίου Πολέμου. Έπειτα η χάρη του έφτασε στις Η.Π.Α., όπου διάφορα εστιατόρια στο Λος Άντζελες και την Chinatown άρχισαν να το σερβίρουν στους γεμάτους περιέργεια Αμερικάνους σε μια αρκετά υψηλή τιμή.