Βασίλης Χριστόπουλος: «Όταν φτωχαίνει ο λόγος μας, φτωχαίνει και η λογική μας»

basilis-xristopoulos-otan-ftoxainei-o-logos-mas-ftoxainei-kai-i-logiki-mas-logiki-mas

Φωτογραφία: Patrick Pfeiffer

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 01 ΙΟΥΝΙΟΥ 2012

Εκεί που το μοντέρνο συναντά το αρχέγονο, ο μαέστρος Βασίλης Χριστόπουλος διευθύνει την τελευταία έκτακτη συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, την Παρασκευή 1 Ιουνίου, στο Μέγαρο Μουσικής της πρωτεύουσας.

Με το θέμα «Θυσία – μια παγανιστική ανθρωποθυσία» να κλείνει τον κύκλο των συναυλιών και υπό τους ήχους της «Ιεροτελεστίας της άνοιξης» του Ιγκόρ Στραβίνσκυ, ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών και Κορυφαίος Αρχιμουσικός της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Νοτιοδυτικής Γερμανίας, Βασίλης Χριστόπουλος, μας μιλά για την παρουσία και απουσία της «μελωδίας» στο πριν, το τώρα, το μετά.

Ποιά είναι η αντιμετώπιση της κλασικής μουσικής στη χώρα μας;

Υπάρχει ένα κοινό με μεγάλη αγάπη για την κλασική μουσική, το οποίο, όμως, είναι αρκετά περιορισμένο. Υπάρχουν και πολλοί άνθρωποι, οι οποίοι, ενώ δεν έχουν εξοικείωση με την κλασική μουσική, όταν την ακούν, συγκινούνται άμεσα από αυτήν και τους αρέσει πραγματικά. Αυτό το έχω συναντήσει σε φίλους και γνωστούς, οι οποίοι, αν και έχουν συνηθίσει να πηγαίνουν π.χ. σε κλαμπ ή σε νυχτερινά κέντρα, μου λένε πόσο τους άρεσε το τάδε κομμάτι κλασικής μουσικής που έτυχε να ακούσουν στο ραδιόφωνο. Δυστυχώς, οι περισσότεροι από αυτούς «φοβούνται» ή διστάζουν να διαβούν το κατώφλι μίας αίθουσας συναυλιών, γιατί δεν ξέρουν τί θα αντιμετωπίσουν. Νομίζουν ότι είναι απολύτως αναγκαίο να είναι γνώστες του είδους. Βεβαίως και όταν γνωρίζει κάποιος, η απόλαυσή του μεγιστοποιείται και μπορεί να παρακολουθήσει σε βάθος κάτι. Αυτό ισχύει για όλες τις τέχνες. Εμείς, όμως, δεν απευθυνόμαστε σε επαγγελματίες φιλόμουσους ή σε ειδήμονες. Η κλασική μουσική απευθύνεται σε όλους και όλοι είναι ευπρόσδεκτοι. Αυτός είναι και ένας από τους στόχους μας ως Κρατική Ορχήστρα Αθηνών: να βοηθήσουμε τον κόσμο να σπάσει το φράγμα του δισταγμού και να έρθει χωρίς φόβο να μας ακούσει.

Κατά τη γνώμη σας και με βάση την εμπειρία σας από το εξωτερικό, πού οφείλεται αυτή η αντιμετώπιση;

Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η έλλειψη παιδείας. Εάν κάποιος δεν έρθει σε επαφή με τη μουσική από μικρή ηλικία, όχι στεγνά και ακαδημαϊκά, αλλά με τρόπο συναρπαστικό, γοητευτικό, θα δυσκολευθεί αργότερα να ξεπεράσει την απόσταση που δημιουργείται. Έπειτα, έχει επικρατήσει μία πολύ αποπροσανατολιστική άποψη, ότι δήθεν η κλασική μουσική δεν είναι στην παράδοσή μας, αν και στην πραγματικότητα ανήκει στην παράδοσή μας πολύ περισσότερο από τον σύγχρονο χορό, ο οποίος έχει προβληθεί πιο γενναιόδωρα, έχει επιχορηγηθεί καλύτερα και έχει υποστηριχθεί συστηματικά από σημαντικούς θεσμούς, όπως το Φεστιβάλ Αθηνών. Ας μην ξεχνάμε ότι μέχρι και την δεκαετία του ΄30 υπήρχε μία ακμάζουσα και ιδιαίτερα φιλόμουση μεσοαστική τάξη. Έλληνες συνθέτες μεσουρανούσαν στο εξωτερικό, ενώ διασημότατοι Ευρωπαίοι συνθέτες και μαέστροι έδιναν συναυλίες στη χώρα μας. Μετεμφυλιακά, τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν. Από τη δεκαετία του ΄70, και ακόμα περισσότερο του ΄80, στραφήκαμε είτε στο όλο και λαϊκότερο είδος, είτε στην αμερικανική ποπ. Κι ενώ υποτίθεται ότι η ιδιωτική ραδιοφωνία και τηλεόραση θα προωθούσαν τον πλουραλισμό, φτάσαμε να έχουμε ολιγοπώλια υποκουλτούρας με δύο μόνο κύριες κατευθύνσεις. Η μία είναι το βαρύ λαϊκό τραγούδι και πολύ λιγότερο το έντεχνο ελληνικό, το οποίο είναι ένα πολύ ωραίο είδος που το εκτιμώ, αλλά δεν είναι και το μόνο. Και η άλλη είναι η αμερικανική, εμπορική μουσική και τα ελαφροπόπ τραγούδια τύπου Eurovision, τα οποία προβάλλονται κατά κόρον από την συντριπτική πλειονότητα των ραδιοτηλεοπτικών μέσων. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο κόσμος δεν έχει πια πρόσβαση στην κλασική μουσική. Και αυτό, σε συνδυασμό με την κατάντια της μουσικής παιδείας (ξέρουμε ότι τα ωδεία είναι αδιαβάθμητα, ότι δεν υπάρχει Μουσική Ακαδημία κ.λπ.), οδηγεί σε απαξίωση της κλασικής μουσικής και σε συρρίκνωση του κοινού της. Το ίδιο ισχύει και για τη δημοτική μας μουσική που έχει εξοβελιστεί, ως ξεπερασμένη ή γραφική.

Πώς αιτιολογείτε το αποτέλεσμα της ελληνικής «ιεροτελεστίας της άνοιξης», δηλαδή των εκλογών και τι σας εξέπληξε;

Το αποτέλεσμα των εκλογών δεν με εξέπληξε. Μου φάνηκε φυσιολογική απόρροια αυτών που έζησε η ελληνική κοινωνία τα τελευταία χρόνια. Κατά τα άλλα, εγώ προσπαθώ να κάνω καλά τη δουλειά μου, μακριά από κομματικές διαμάχες. Φυσικά και η μουσική είναι μία πολιτική πράξη. Εμείς θεωρούμε ότι πρέπει να αντισταθούμε στην απαξίωση του πολιτισμού μέσα στην οικονομική κρίση. Είναι πολύ εύκολο ο πολιτισμός να χαρακτηριστεί ως «είδος πολυτελείας», να αποτελέσει το πρώτο θύμα της κρίσης και σιγά σιγά να εκλείψει. Ήδη αυτή η στάση έχει ολέθριες συνέπειες στην ποιότητα ζωής. Βλέπουμε π.χ. ότι πρώτα υποβαθμίστηκε αισθητικά το κέντρο της Αθήνας και μετά αυξήθηκε η εγκληματικότητα και η ανασφάλεια. Έτσι συμβαίνει κατά κανόνα. Πρώτα συνηθίζουμε την ασχήμια και μετά έρχεται η βία.

Πώς αντικατοπτρίζεται στη σύγχρονη πραγματικότητα ο συμβολισμός του τίτλου «Θυσία» και ποιά αναφαίρετα δικαιώματά μας τοποθετούνται στον βωμό της;

Από τα περισσότερα πολιτικά κόμματα η λέξη «θυσία» έχει γίνει καραμέλα. Κακώς, κατά τη γνώμη μου. Θεωρώ ότι έχει γίνει σφετερισμός της λέξης. Κάθε θυσία, είτε συνειδητή και ανιδιοτελής, όπως η Χριστιανική, είτε ακούσια, όπως στην περίπτωση της Ιφιγένειας ή του Ισαάκ, αποφέρει εξιλέωση, λύτρωση, κάποιο όφελος τέλος πάντων, είτε στον θυσιαστή είτε στους εναπομείναντες. Στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, οι περισσότεροι βιώνουμε μιζέρια δίχως τέλος και σταδιακή εξαθλίωση. Η λέξη που την εκφράζει, λοιπόν, είναι «παρακμή» και όχι «θυσία».

Στο απόγειο της οικονομικής κρίσης, πόσο τρομακτικό θεωρείτε το παρόν και το άμεσο μέλλον; Βλέπετε κάτι αισιόδοξο στον ορίζοντα;

Το τρομακτικό στο παρόν είναι ακριβώς η έλλειψη ελπίδας και η αβεβαιότητα για το μέλλον. Το παρόν θα ήταν λιγότερο δυσβάσταχτο, αν μπορούσαμε να προβλέψουμε το μέλλον και να δούμε την προοπτική με περισσότερη σιγουριά και αισιοδοξία. Η αβεβαιότητα, η αφερεγγυότητα είναι που δημιουργούν τρόμο. Η αισιοδοξία πρέπει να αντληθεί από το παρελθόν. Να δούμε, δηλαδή, ότι και η χώρα και ο ελληνισμός και όλος ο πλανήτης έχουν βιώσει πολλές κρίσεις και ότι, κάθε φορά, διαγράφεται ένας ιστορικός κύκλος, διαπίστωση που και τώρα μας επιτρέπει να θεωρήσουμε ότι κάποια στιγμή θα βγούμε προς τα πάνω. Η αισιοδοξία αντλείται, δηλαδή, κυρίως από την πορεία της ανθρώπινης ιστορίας και όχι από υπάρχουσες ενδείξεις. Εκείνο που είναι αισιόδοξο είναι ότι ο κόσμος έχει αρχίσει να ξυπνάει και να μην ακολουθεί σαν πρόβατο «παραδοσιακούς», λαοπλάνους ηγέτες, αν και το πιθανότερο είναι ότι θα βρεθούν άλλοι που θα τους αντικαταστήσουν. Προσωπικά, δεν είμαι πολύ αισιόδοξος, γιατί τουλάχιστον μία ολόκληρη γενιά έχει υποστεί πολύ μεγάλη και δύσκολα αντιστρέψιμη ζημιά, λόγω της καταστροφής που έχει συντελεστεί στην παιδεία, τη γλώσσα και σε ό,τι αυτά συνεπάγονται. Στην αισθητική, δηλαδή, και τελικά στον τρόπο σκέψης των ανθρώπων. Διότι, όταν φτωχαίνει ο λόγος μας, φτωχαίνει και η λογική μας. Κάτι ακόμα που με ανησυχεί είναι η τάση να μετριούνται όλα με όρους παραγωγικότητας και αγοράς. Δεν μου αρέσει η παντοδυναμία των αγορών, οι οποίες είναι πάνω από την κοινωνική πολιτική, πάνω από τα κράτη, πάνω από όλα. Δεν ξέρω κατά πόσο μπορεί να ανατραπεί αυτή η αρνητική χιονοστιβάδα της παγκοσμιοποίησης. Νομίζω ότι ο μόνος τρόπος είναι μέσω της δημιουργίας μικρών εστιών αντίστασης. Αυτό φιλοδοξώ να είναι και η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών. Μία όαση πολιτισμού και ποιότητας, στο χάος που ζούμε.

Πληροφορίες: Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης, Βασιλίσσης Σοφίας και Κόκκαλη, Αμπελόκηποι, Αθήνα, 210 6465000, 210 7282333, Παρασκευή 1 Ιουνίου, στις 8.30 μ.μ. Τιμές εισιτηρίων 10, 15, 20, 25 ευρώ. Στις 19.45 προσφέρεται δωρεάν εισαγωγική ομιλία για τους κατόχους εισιτηρίων.

Γιώργος Σ. Κουλουβάρης