Νίκος Καραθάνος: «Δεν νιώθω ότι με κάποιους Έλληνες είμαστε συμπατριώτες»

nikos-karathanos-fotografia-diki-tou-2014
ΔΕΥΤΕΡΑ, 21 ΙΟΥΛΙΟΥ 2014

Ο Νίκος Καραθάνος, συνεργάζεται και πάλι με τη Λένα Κιτσοπούλου, κι αυτή τη φορά εισέρχεται στο ερωτικό ναρκοπέδιο του Λόρκα. Θα ερμηνεύσει τον ρόλο της μητέρας στο «Ματωμένο γάμο», σε μια από τις πιο πολυαναμενόμενες παραστάσεις του Φεστιβάλ Αθηνών (23-24 Ιουλίου, κτίριο Η, Πειραιώς 260).

Ο Νίκος Καραθάνος, στην προηγούμενη σκηνοθετική δουλειά του, το «Δεκαήμερο» του Βοκάκιου στο Εθνικό Θέατρο (η sold-out παραγωγή θα επαναληφθεί το φθινόπωρο), είχε αναθέσει την δραματουργική επιμέλεια, στη Λένα Κιτσοπούλου. Τώρα ακολουθεί τη δική της σκηνοθετική αντίληψη για τον Λόρκα. Το «Δεκαήμερο» και ο «Ματωμένος γάμος» αθωώνουν την ερωτική επιθυμία. Ωστόσο η κοινή θεματική τους, προέκυψε συμπτωματικά, μας διαβεβαίωσε ο Νίκος Καραθάνος στην αρχή της συζήτησής μας. Ο γνωστός ηθοποιός και σκηνοθέτης μας μίλησε για την πρόκληση στο θέατρο, για την σκληρή ποίηση του Λόρκα και για όσα τον πληγώνουν.

Το γεγονός ότι θα υποδυθείτε εσείς τη μητέρα στον «Ματωμένο γάμο», ποια στοιχεία του έργου και του ρόλου, πιστεύετε ότι θα υπογραμμίσει;

Δεν το γνωρίζω, περισσότερο το νιώθω. Ξέρετε, ο καθένας στο κεφάλι του, βλέπει αυτό που πραγματικά θέλει να δει. Νομίζω ότι με το στυλ που ανεβαίνει η παράσταση ξεχνιέται το ζήτημα του φύλου. Είναι σαν μια μάσκα, σαν ένα άλλο προσωπείο. Δεν παίζω το ρόλο κάπως, αφήνοντας να υπερτερούν τα θηλυκά στοιχεία. Παίζω όπως είμαι, αφήνοντας να περάσει από μέσα μου, ό,τι έχουμε στο μυαλό μας για τη μητέρα. Είναι μια χήρα-της έχουν πεθάνει ο άντρας και το ένα από τα δύο παιδιά της- και ζει απομονωμένη.

Τι σας συγκινεί σε αυτόν τον ρόλο;

Με συγκινεί το πού φτάνει στο τέλος. Η τηλεόραση κάποια στιγμή έδειχνε μια ιρανή μητέρα που είχε χάσει το παιδί της. Ο νόμος έλεγε να απαγχονιστεί ο δολοφόνος εκτός κι αν οι συγγενείς του σκοτωμένου του δώσουν χάρη. Και η ιρανή παρενέβη και είπε «όχι να μην σκοτωθεί».

Και στο έργο του Λόρκα γίνεται στο τέλος μια τέτοιου είδους αποκάλυψη των πραγμάτων. Γυρίζει η μητέρα και λέει, «κοίταξε να δεις, τώρα δεν θα με νοιάζει τίποτε. Δεν θα έχω καμία έγνοια». Και γυρνά και λέει, «ευλογημένος ο Θεός που μας ξαπλώνει κοντά τον έναν πλάι στον άλλο». Ο Λόρκα φτάνει σε πολύ υψηλά, ποιητικά σημεία με αυτό το έργο. Περνάει στο κείμενό του όλη τη διαδικασία του πένθους, την άρνηση, την οργή, την αποδοχή.

Τι ανακαλύψατε εσείς μέσα από τη διαδρομή σας με αυτή τη «μάσκα»;

Ελευθερία. Μια άλλη γεύση ελευθερίας, όχι έτσι όπως την είχες τυπικά στο μυαλό σου, αλλά πρακτικά γιατί ξεπερνάς μια γνώμη. Και την ξεπερνάς σωματικά, κάνοντάς το.

Η μάνα στον «Ματωμένο γάμο» τι εκφράζει, αρχετυπικά για εσάς;

Εκφράζει μια μάνα, μια ερωτευμένη γυναίκα, έναν άνθρωπο. Ήταν  μια αληθινή ιστορία που είχε δημοσιευτεί σε μια εφημερίδα της εποχής. Ο Λόρκα την είδε σε μια φωτογραφία και την έκανε έργο. Οι Ισπανοί, το κάνουν αυτό, για παράδειγμα και ο Αλμοδοβάρ δείχνει ιδιαίτερη αγάπη, για τη μάνα, για τη γυναίκα, το θηλυκό στοιχείο.

Η Λένα Κιτσοπούλου θα σκηνοθετήσει τον «Ματωμένο γάμο» του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα.

 

Είναι κάπως αινιγματική η φωτογραφία της παράστασης. Ο «Ματωμένος γάμος» είναι ένα κλασικό έργο που ανεβαίνει τώρα με νέα οπτική. Τι σας κεντρίζει σε αυτή τη νέα ανάγνωση του έργου;

Ο Λόρκα ήταν  αρκετά δημοφιλής στις δραματικές σχολές. Οι παραστάσεις των έργων του που έχουμε στο μυαλό μας, είναι σαν από τα σχολικά μας χρόνια, σαν από πολύ παλιά. Όταν καταπιάνεσαι με το Λόρκα, φυσικά το μυαλό σου πρέπει να πετάξει αλλού, σε μια οποιαδήποτε εικόνα. Πρέπει να πας με πολύ ανοιχτό μυαλό σε αυτό.

Η πόρτα του Λόρκα καλό είναι να ανοίξει, γιατί την είχαμε κλειστή. Η δικιά μας οπτική δεν είναι τόσο καινούργια ή διαφορετική, ούτε τοποθετεί το έργο σε ένα περιβάλλον τρελό. Απλώς βρίσκεται στα τωρινά όνειρά μας, έχει σχέση με αυτά που ακούμε, με τον τρόπο που κινούμαστε, με τις μνήμες μας, με όσα μας πονούν.

Με την Λένα Κιτσοπούλου είχατε αξιόλογοες συνεργασίες τα τελευταία χρόνια. Τι σας ενδιαφέρει στη δική της ματιά;

Με ενδιαφέρουν πολλά πράγματα. Το ότι αναβλύζει από μέσα της ένα πέλαγος καινούργιο. Δεν είναι καθόλου δήθεν. Βυθίζεται σε έναν δικό της κόσμο και πάει να τον ξανα-ανακαλύψει στο θέατρο. Ονειρεύεται και δεν έχει  σταμάτημα, φραγμό απέναντι σε κάτι. Αυτή την εποχή ζητάς από τις παρέες και τον εαυτό σου να φρεσκαριστείς κατά κάποιο τρόπο, να πεις γιατί όχι, εκεί που αρνιόσουν.

Είναι ένα βλέμμα αθώο, έτσι όπως μας το περιγράφετε. Βέβαια τη Λένα Κιτσοπούλου, κατά καιρούς την έχουν χαρακτηρίσει προκλητική στις δουλειές της. Εσείς πώς το σχολιάζετε αυτό; Και τι συνιστά για εσάς η λέξη πρόκληση στο θέατρο;

Δεν ξέρω πλέον τι συνιστά η λέξη πρόκληση στη ζωή μας. Για εμένα, τεράστια πρόκληση και αδικία είναι να κόβουν τα λεφτά και τις συντάξεις. Πρόκληση στο θέατρο είναι όταν ο άλλος προκαλείται και αντιδράει. Η Λένα αντιδράει με σκοπό να φανεί ένα βάθος, κάτι τρυφερό και πολύ όμορφο. Εξαρτάται πώς το βλέπει ο καθένας. 

Όταν είπαμε για παράδειγμα, να παίξω τη μάνα, δεν ένιωσα ότι ήταν προκλητικό. Οι λέξεις που χρησιμοποιούμε, οι αισθήσεις μας για τα πράγματα, το θέατρο, την τέχνη είναι κατά μια έννοια καινούργιες. Μιλάμε, καμιά φορά μεταξύ μας στις συνεντεύξεις με ένα λεξικό παλιό που δεν ισχύει. Η λέξη πρόκληση, δεν έχει την ίδια έννοια, όπως παλιά. Όπως λέει και ο Λόρκα «μια κουτουλιά μουλαριού» έφαγες ως έθνος και μιλάς για πρόκληση στο θέατρο. Εμείς δεν είπαμε θα παίξεις τη μητέρα, ντύσου γυναίκα. Απλώς είναι ένας ρόλος με τέτοιο βάρος που μπορεί να ερμηνευτεί από οποιονδήποτε όπως και σε μια τραγωδία.

Είναι ο πρώτος σας Λόρκα;

Ναι. Δεν τον ανεβάζουν εύκολα, γιατί έχει μεγάλο λυρισμό. Η εποχή μας δεν είναι τόσο λυρική. Και αυτό τον ρομαντισμό των πραγμάτων πρέπει να τον εφεύρεις εκ νέου, να ξαναγράψεις τα τραγούδια σου, να βουτήξεις και πάλι στις λέξεις. Στο Λόρκα προκύπτουν όλα με μια αγριάδα. Οι λέξεις και η ποίηση δεν παράγονται με το πιο ρομαντικό συναίσθημα.

Ποια αντίδραση των θεατών θα σας έκανε να αισθανθείτε ότι έχετε πετύχει σε αυτή την παράσταση;

Το να τους δω ξύπνιους. Η παράσταση έχει πετύχει, όταν σε απασχολεί, όταν σε ξυπνάει. Όταν το ίδιο βράδυ πας έξω και υπάρχει μέσα σου, σε έχει ανεβάσει.

Πώς διαχειρίζεστε την οργή σας για όσα μας συμβαίνουν; Για το γεγονός, ότι είμαστε γονατισμένοι αλλά δεν αποφασίζουμε να σηκωθούμε, για κάποιον περίεργο λόγο;

Με τις επιλογές μου. Σε προσωπικό επίπεδο, με έναν διαχωρισμό, ίσως με κάποια μοναξιά. Αισθάνομαι ότι δεν ζούμε στην ίδια χώρα με κάποιους κυρίους. Δεν θέλω να τους βλέπω, δεν με αφορούν, δεν θέλω να έχω καμία σχέση μαζί τους. Δεν νιώθω ότι με κάποιους Έλληνες είμαστε συμπατριώτες.

Πολλοί αισθάνονται όπως κι εσείς. Τι πρέπει να κάνει κατά τη γνώμη σας το σύγχρονο θέατρο για να ταρακουνήσει τον θεατή;

Ο άνθρωπος θα ξυπνήσει αν κοιτάξει τη ζωή του, το παρόν του το ίδιο. Όσα κάνουμε στη σκηνή-οι σκέψεις μας, οι λύσεις μας, το παιχνίδι που παίζουμε- δεν μπορείς να το βγάλεις έξω από τη θάλασσα του καιρού του. Αναγκαστικά, πρέπει να βουτήξεις στο έργο και να κοιτάξεις τους ανθρώπους κάτω.

Μια παράσταση οφείλει να κοιτάει το κοινό, όχι το αντίστροφο. Έχει διαφορά. Εκπλήσσομαι όταν βλέπω πόσο συντηρητικοί και αργοί είμαστε στο να ζήσουμε. Είμαστε αργοκίνητοι. Δεν ξέρω γιατί συμβαίνει, ίσως είναι θέμα παιδείας. Τα μυαλά μας ακόμη βυθίζονται σε όνειρα νεκρά, σε κάποιες πολύ περασμένες παραστάσεις αλλά και αντιλήψεις για την τέχνη, ενώ ο καιρός μας ξεπερνάει πολύ γρήγορα.

Ο θεατής, όμως έχει μάθει να είναι μόνο θεατής. Πώς το ξεπερνάτε αυτό;

Ξέρετε, είναι μια λειτουργία. Καταρχάς πετάς έξω όλες τις σκέψεις του τύπου πώς είμαι, τι κάνω, αν είμαι καλός ή όχι. Απλώς παίζεις μπάλα. Δεν στέκεσαι σαν καλός μαθητής περιμένοντας την επιβράβευση αλλά σαν ζωντανός άνθρωπος που μιλά. Δεν σε απασχολεί το πρόβλημα της τέχνης αλλά το γεγονός της ζωής.

Ταυτότητα παράστασης: Μετάφραση: Νίκος Γκάτσος. Σκηνοθεσία: Λένα Κιτσοπούλου. Σκηνικά - κοστούμια Έλλη Παπαγεωργακοπούλου. Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος. Μουσική: Νίκος Κυπουργός. Βοηθός σκηνοθέτη: Άννα Νικολάου. Ερμηνεύουν: Νίκος Καραθάνος, Έμιλυ Κολιανδρή, Ιωάννα Μαυρέα, Μαρία Καλλιμάνη, Βίκυ Βολιώτη, Γιάννης Κότσιφας, Χρήστος Σαπουτζής, Σταύρος Γιαννουλάδης, Αινείας Τσαμάτης.
 

Πληροφορίες: «Ματωμένος γάμος» (23-24 Ιουλίου, κτίριο Η, Πειραιώς 260). Διάρκεια 120 λεπτά (χωρίς διάλειμμα). Τιμές εισιτηρίων: 20 ευρώ, 10 ευρώ (φοιτητικό), 15 ευρώ (μειωμένο), κάρτα ανεργίας, ΑΜΕΑ, 5 ευρώ.

Μάνια Στάικου