Δυο αστυνομικά βιβλία για την παραλία

ekdoseis-agra
ΔΕΥΤΕΡΑ, 11 ΙΟΥΛΙΟΥ 2016

Ίντριγκες, πάθη, πλαστοπροσωπίες, ένοχα μυστικά και μια γυναίκα που διαλύει την συμβιβασμένη ζωή της.

Γιάννης Μάρης, Το τέλος του δρόμου 

Χωρίς να αποφεύγει με ιδιαίτερη επιμονή τον κόσμο, ο γιατρός Δαλέζιος δεν ζούσε μέσα σ’ αυτόν, όσο θα δικαιολογούσε η οικονομική θέση του, η παλιά οικογένεια από την οποία καταγόταν και οι περίφημες σπουδές του. Έβλεπε μερικούς παλιούς φίλους –κι αυτοὺς όμως όχι πολύ συχνά– και απέφευγε τις πολυθόρυβες κοσμικές συγκεντρώσεις. Κοντολογίς ήταν ένας άνθρωπος γοητευτικός κι απλός για κείνους που τον γνώριζαν καλά, παράξενος και μυστηριώδης για τους άλλους, που τον ήξεραν από μακριά. […]
Ακριβώς την ώρα που έμπαινε στην Εκάλη, συνέβη εκείνο που του αναστάτωσε τη ζωή. Η γυναίκα ξεφύτρωσε από το πλάι του δρόμου, σαν να τη γέννησε το σκοτάδι, και μπήκε απότομα στο φωτεινό πλαίσιο των προβολέων του, δυο μέτρα εμπρός από το αυτοκίνητο. Δεν έκανε καμιά προσπάθεια να το αποφύγει – λες κι επεδίωκε να βρεθεί κάτω από τις ρόδες του. […]
— Θα θέλατε να γίνω ερωμένη σας; τόν ρώτησε. Αυτό ήταν ακόμη πιο απροσδόκητο. Ὁ Δαλέζιος τα ’χασε. Η Ελένη τον κοιτούσε μέσα στα μάτια. Μιλούσε κυνικά και προσπαθούσε να έχει κυνική έκφραση. Μέσα στο βάθος των ματιών της όμως ο Δαλέζιος είδε την άπειρη θλίψη.
 
Georges Simenon, Μπέττυ 

Θυμόταν το αυτοκίνητο, το μαλακό και δροσερό δέρμα των καθισμάτων, τη βροχή στο παρμπρίζ και τα θαμπωμένα τζάμια όπου έκανε μηχανικά διάφορα σχήματα με την άκρη του δαχτύλου της.
Ξανάφερνε στο νου της την πόλη, τα φώτα που συρρικνώνονταν σε κάθε σταγόνα
νερού, μετά τους φάρους των αυτοκινήτων, στον αυτοκινητόδρομο. Θα μπορούσε να διηγηθεί με την παραμικρότερη λεπτομέρεια, σαν να βρισκόταν μπροστά σ’ έναν
ανακριτή ή σ’ έναν γιατρό, όλα όσα συνέβησαν από τότε. […]
Δεν ήξερε τί ώρα ήταν. Εδώ και τρία μερόνυχτα δεν ήξερε καθόλου την ώρα, και
το φώς της ημέρας όπως και το σκοτάδι της νύχτας δεν είχαν πλέον καμία σημασία.
Όλα ήταν μπερδεμένα. […]
Απέναντι της, η μελαχρινή γυναίκα μιλούσε χαμηλόφωνα και έβγαζε έναν ήχο παρόμοιο με μουρμουρητό προσευχών σε εκκλησία.
Άραγε εκείνη, που ήταν και γυναίκα γιατρού επιπλέον, δεν ήξερε ότι η Μπέττυ δεν έπρεπε να πιεί, ότι είχε ήδη πιει πάρα πολύ, ότι σωματικά και ψυχικά είχε φτάσει στα όριά της ;
Ζούσε ήδη αλλού. Ήταν σίγουρη ότι μια καινούργια ζωή άρχιζε γι’ αυτήν, ότι είχε ήδη αρχίσει, ή σχεδόν, αλλά ήταν ακόμη εύθραυστη, ακαθόριστη.