Αφιέρωμα στη Φολκσμπίνε

folksmpine photo: Thomas Aurin
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 21 ΙΟΥΛΙΟΥ 2017

Από την Ελένη Πετάση.

Απογοητευτικό ήταν το αφιέρωμα στη βερολινέζικη Φολκσμπίνε. Από τις τρεις παραστάσεις που παρακολούθησα μόνο μία είχε ενδιαφέρον.

Το «Μουρμουρητό» του Ντίτερ Ροτ, μια δραματοποιημένη νουβέλα (1974) που στις 178 σελίδες της επαναλαμβάνεται μόνο η λέξη «murmel» (Μουρμουρητό),  διασκεύασε και σκηνοθέτησε το 2012 με κέφι και τρέλα ο Χέρμπερτ Φριτς. Παρότι πρόκειται για μία κατ' εξοχήν πειραματική παράσταση χωρίς ίχνος δραματουργίας, το αποτέλεσμα ήταν ιδιαίτερα ευφρόσυνο και άγγιξε το κοινό.

Ίσως γιατί ο δημιουργός του έδειξε με τον καλύτερο τρόπο πόσο γελοίοι μπορεί να είμαστε, πόσος θόρυβος μας περιβάλλει και πόσα λίγα ουσιαστικά πράγματα λέγονται. «Λόγια, λόγια, λόγια» που λέει και ο Άμλετ.

 Οι 12 εξαιρετικοί, υψηλής ενέργειας περφόρμερ, αναμειγνύοντας πολλά είδη καλλιτεχνικής έκφρασης - από τον βωβό κινηματογράφο μέχρι την παντομίμα, από τον Μπάστερ Κίτον και τους Mόντι Πάιθον μέχρι το σωματικό θέατρο και τους  αυτοσχεδιασμούς του Μπένι Χίλ - εκτέλεσαν με απόλυτο συντονισμό την εξαντλητική κινησιολογική χορογραφία.

photo: Lenore Blievernicht

Την μπόλιασαν με σουξέ τραγούδια, όπερες, πάσης φύσεως σχολιασμούς και πρόσφεραν απλόχερα την δεξιοτεχνία και το χιούμορ τους.

Αντίθετα στην παράσταση «Σ' αγαπώ, αλλά επέλεξα την αποδραματοποίηση» του Ρενέ Πόλες, που υπηρετεί τις αρχές του «επινοημένου θεάτρου», οι υποτιθέμενες αναρχικές δηλώσεις, το συνεχές τρέξιμο ανάμεσα στα βαγόνια, η επίσης συνεχής κινηματογράφηση και η ακατάπαυστη φλυαρία, εμπλουτισμένη με υπαρξιακά αδιέξοδα, ναργιλέδες και φούντες, καταβρόχθισαν αχώνευτα σύγχρονα αισθητικά ρεύματα.

photo: Georg Wiebelit

Και φτάνουμε στον κατεξοχήν εξερευνητή του μεταδραματικού θεάτρου και πρώην διευθυντή της Φολκσμπίνε, τον Φρανκ Κάστορφ. Ο πολυαναμενόμενος «Παίκτης» του Ντοστογιέφσκι, σε ελεύθερη θεατρική διασκευή και εξουθενωτική σκηνοθεσία τεσσερισήμισι ωρών, θέλησε να σύρει τον θεατή στη σύγχρονη ευρωπαϊκή δίνη της αποσύνθεσης των ηθών (με πρώτη τη Γερμανία και τα ιδεώδη της) και στις καταχρήσεις κάθε είδους. «Γελοιοποιώντας» τον ήρωα (Αλεξέι) του έργου και με κάποιο τρόπο τον ίδιο τον, επιρρεπή στον τζόγο και το ερωτικό πάθος, Ντοστογιέφσκι, κύλησε το πρώτο μέρος της παράστασης. Μιας παράστασης (γιατί ομολογώ οτι στο δεύτερο μέρος αποχώρησα), που μικρά άνευρα και δίχως συναίσθημα επεισόδια  κυριολεκτικά κατρακυλούσαν ακατάπαυστα στην κυκλική της σκηνή ερωτοτροπώντας ταυτόχρονα με την τεχνική της ζωντανής κινηματογράφησης.

Και σαν να μην έφθανε η  υπερκινητικότητα και τα τόσο πια πολυχρησιμοποιημένα «ευρήματα», οι ηθοποιοί επιδίδονταν σε κραυγές και επιτηδευμένες εξάρσεις.

Αναρωτιέμαι τελικά αν αυτό το αφιέρωμα πρόσφερε κάτι εποικοδομητικό τόσο στους Έλληνες καλλιτέχνες όσο και στους θεατές που το παρακολούθησαν.

Ελένη Πετάση / [email protected]