Μάκης Παπαδημητρίου και Γιώργος Χρυσοστόμου: «Έχουμε πάρα πολύ χιούμορ σαν λαός»

xrusostomou-papadimitriou
ΤΕΤΑΡΤΗ, 14 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2018

Οι δύο ηθοποιοί μας μιλούν για την παράσταση «Πέτρες στις τσέπες του».

Φωτογραφίες: Χρυσαφένια Μόσχου

Ένα από τα πιο επιτυχημένα ντουέτα που έχουμε δει στο ελληνικό θέατρο τον τελευταίο καιρό είναι αυτό των Μάκη Παπαδημητρίου και Γιώργου Χρυσοστόμου στο «Πέτρες στις τσέπες του» της Μαρί Τζόουνς, μια παράσταση με αμεσότητα αλλά όχι αυτοσχεδιαστική, άκρως χιουμοριστική αλλά με μια κεκαλυμμένη τραγικότητα, σοβαρή και όχι σοβαροφανής, η οποία δικαίως συνεχίζεται για δεύτερη σεζόν στο θέατρο Κιβωτός και έχει αποτελέσει πόλο έλξης για το θεατρόφιλο και μη κοινό της πόλης.

Καθώς λοιπόν η επιτυχία της παράστασης συνεχίζεται, αδράξαμε την ευκαιρία να ξεκλέψουμε λίγο από το χρόνο τους και να μιλήσουμε μαζί τους για τη φήμη, την κριτική, την απομυθοποίηση και άλλα πολλά.

Τι ήρθε πρώτα; Η παράσταση ή η φιλία σας;

Γιώργος Χρυσοστόμου: Δεν είμαστε φίλοι. Ξεκινάμε με γκολ από τα αποδυτήρια. Τώρα γνωριστήκαμε. Ήμασταν γνωστοί και τώρα μαθαίνουμε ο ένας τον άλλον και ούτε ήμασταν, ούτε είμαστε και σκεφτήκαμε ότι θα ήταν και σοφό για το ντουέτο να μη γίνουμε κιόλας.

Μάκης Παπαδημητρίου: Αλλά γνωριζόμαστε περίπου εδώ και επτά χρόνια.

Θυμάστε την πρώτη εμπειρία σας στο χώρο πριν τον απομυθοποιήσετε μια και καλή;

ΜΠ: Εμένα ήταν μια παράσταση ερασιτεχνικού θεάτρου που ήταν εξαιρετικά γιατί βρισκόμασταν αραιά και πού και δεν κάναμε και συνέχεια και πρόβες. Παρόλα αυτά έγινε μια παράσταση για την οποία ένιωσα και πολύ ωραία. Τώρα επαγγελματικά δεν ξεχωρίζω κάποια από τις πρώτες δουλειές.

ΓΧ: Εγώ που ήρθα από νησί, μου φαινόταν μυθικό αλλά ήταν και το μέρος μαζί. Ότι, ας πούμε, εμείς βλέπαμε θέατρο όταν έδειχνε η τηλεόραση καμιά φορά ή στο θέατρο της Δευτέρας. Οπότε η Αθήνα ήταν από μόνη της μυθική. Και όταν είδα κάποιες παραστάσεις που κατέβηκαν κάτω στο μεσαιωνικό θέατρο, επειδή ήταν κωμωδίες, γιατί ήταν και καλοκαίρι, το ερώτημά μου ήταν ότι αν αυτοί είναι τόσο χαρούμενοι και γελαστοί με τον κόσμο, αν είναι έτσι όλη μέρα και στην ζωή τους. Οπότε κάπως έτσι μου δημιουργήθηκε ο μύθος ότι οι ηθοποιοί είναι ευτυχισμένα πλάσματα.

Πώς προσεγγίζετε το αυτοσχεδιαστικό στοιχείο της παράστασης;

ΓΧ: Εμείς απλά μια ιστορία λέμε.

ΜΠ: Και δεν έχουμε και διάθεση να πείσουμε κάποιον για τις μεταμορφώσεις.

ΓΧ: Απλά κάποια στιγμή παίρνεις και από κάτω κάτι το οποίο ξεαγχώνει το κοινό αν είναι αγχωμένο ότι κάνουμε κάτι «σοβαρό» και μην τυχόν και γίνει λάθος.

ΜΠ: Ας πούμε χθες έκανε ένα αστείο το οποίο δεν είχε ξανακάνει και έβαλα τα γέλια και σταμάτησε η παράσταση.

ΓΧ: Το απομυθοποιούμε αυτό το πράγμα για να καταλάβει και ο κόσμος ότι το θέατρο είναι ένα παιχνίδι με αυτόν και όχι κάτι που γίνεται από απόσταση και εσείς δεν ξέρετε. Αυτή είναι η πολιτική μου εμένα δηλαδή. Αλλά δεν έχουμε άγχος για το τι ατάκα θα πούμε. Δεν είναι stand-up comedy.

: Είμαστε πάρα πολύ αυστηροί στα λόγια που λέμε και στις κινήσεις που κάνουμε και η παράσταση είναι δουλεμένη μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο. Απλά όταν συμβεί κάτι, δεν θα κάνω εγώ ένα σαρδάμ και θα το καλύψουμε. Θα το σχολιάσουμε. Λέει ο Γιώργος στην αρχή κλείστε τα κινητά σας και αν ανοίξει κινητό σταματάει η παράσταση γιατί έχεις ευθύνη και απέναντι και στον άλλον που βλέπει. Τώρα το πώς έχει διαρρεύσει ότι η παράσταση είναι interactive δεν ξέρω, αλλά δεν είναι καθόλου αυτοσχεδιαστική ή τουλάχιστον αυτό δεν είναι το συστηματικό που συμβαίνει.

Η μορφή του έργου σας βοηθάει να μη βαριέστε τις καθημερινές παραστάσεις;

ΓΧ: Τώρα θα ξεκινήσει το καλό. Παρόλα αυτά είναι δύο άτομα, χωρίς διάλειμμα, χωρίς βάψιμο, με ένα κοστούμι και δεν έχουμε κανέναν μπαμπούλα πάνω από το κεφάλι μας. Είναι το παιδί μας. Τώρα, επειδή είναι το παιδί μας το φροντίζουμε. Θα κουραστούμε κάποια στιγμή αλλά την ώρα που ξεκινάει μπαίνεις σε ένα mood ότι ο άλλος έχει έρθει από του διαόλου τη μάνα για να το δει. Έχει κάνει μπάνιο, έχει σηκωθεί από τον καναπέ και τον τράβηξε η σύζυγος και λες ας τον κάνω να ξανάρθει. Έχουν έρθει πολλοί που έρχονται για πρώτη φορά θέατρο και αυτό για εμάς είναι πολύ ωραίο.

Διαβάζετε κριτικές;

ΓΧ: Θα το πω όπως το είπε ο Σκορσέζε πολύ ωραία: οι κακές κριτικές είναι όχι διασκεδαστικές. Οι καλές είναι πάντα αναπτερωτικές, αλλά όλες μαζί εμένα μου δημιουργούν προσωπικά άγχος. Για αυτό επειδή δεν έχω και Facebook και Instagram και δεν ξέρω τι γίνεται που μπορεί κάποια να πει «α ήταν κούκλοι», ακόμη και αυτό θα με αγχώσει γιατί δώσαμε κάτι που δε θέλαμε να δώσουμε. Το έχω ξαναπεί ότι για εμένα ένας κριτικός για να έχει γνώμη για μια παράσταση πρέπει να τη δει δύο φορές. Γιατί αν ας πούμε σε ένα θίασο δέκα ατόμων υπάρχουν τρεις που είναι πιο άπειροι από τους υπόλοιπους και πουν ήρθε ο Σαρηγιάννης, τρία γρανάζια της παράστασης θα είναι σφιχτά για αυτό και δε θα πάει καλά. Και μπορεί και ο κριτικός να έχει ξυπνήσει λάθος εκείνη την ημέρα, ποιος μας λέει ότι δεν έχει στραβωμάρα εκείνη την ημέρα και για αυτό λέει πάρτε τα και εσείς;  Για αυτό θεωρώ σωστό ο κριτικός για να είναι αντικειμενικός να έρχεται δύο φορές για να έχει γνώμη για την παράσταση.

ΜΠ: Εγώ δε διαβάζω κριτικές. Ούτε τις καλές.

Έχει χιούμορ το ελληνικό κοινό;

ΜΠ: Για να πεις ότι το κοινό έχει χιούμορ, πρέπει να κάνεις μια παράσταση που να έχει χιούμορ. Γιατί υπάρχουν παραστάσεις που νομίζουν ότι έχουν χιούμορ χωρίς να έχουν.

ΓΧ: Και θεωρούν ότι ο κόσμος δεν έχει χιούμορ.

ΜΠ: Και υπάρχουν και σκηνοθέτες που νομίζουν ότι έχουν χιούμορ και υπάρχουν και ηθοποιοί που νομίζουν ότι έχουν χιούμορ. Γενικότερα νομίζω ότι έχουμε πάρα πολύ χιούμορ σαν λαός.

ΓΧ: Και όχι μόνο για το θέατρο, γενικώς το γέλιο είναι πολύ εύκολο, απλά συμβαίνει να είναι λίγο πιο μεταδοτικό και έχει και να παρασύρει ένα κύμα. Έχει μια πιο εσωτερικού τύπου ενέργεια και δεν είναι το κυνικό χιούμορ που θα γελάσουν μόνο δέκα. Είναι πιο «γελωτοποιήστικο» που είναι και πιο μεσογειακό στοιχείο. Αν γελάσει ένας μόνο είναι άβολο, αν γελάσουν δεκαπέντε μαζί είναι μεταδοτικό. Θεωρώ ότι σαν λαός έχουμε υψηλό χιούμορ και ωραίο χιούμορ και έχουμε ας πούμε κόσμο χαμηλότερης μόρφωσης που μπορεί να καταλάβει ένα πιο υψηλό χιούμορ, ενώ το ανάποδο δε συμβαίνει ποτέ γιατί σνομπάρεις κάτι που είναι υποδεέστερό σου.

Χρειάζεται η απομυθοποίηση στην τέχνη;

ΜΠ: Μπορεί και να χρειάζεται, μπορεί και όχι. Μπορεί κάποιον να τον εμπνέει, να κρατάει κάτι ψηλά για δημιουργία και να θέλει να συζητήσει για αυτό και μπορεί κάποιος να το καταρρίπτει γιατί αυτό του δίνει δύναμη να συνεχίσει.

ΓΧ: Ναι γιατί αλλιώς ισχύει στην τέχνη, αλλιώς ισχύει στον έρωτα. Όταν είσαι καψούρης τον έχεις ανάγκη να είναι μυθοποιημένος για να έχεις ένα λόγο να συνεχίζεις. Στην τέχνη το θεωρώ πιο σωστό όταν είναι απομυθοποιημένη. Είπε ένας φίλος μου που μισιόμαστε ότι εκεί που αρχίζει ο κυνισμός ξεκινά και η τέχνη. Θέλει ας πούμε απομυθοποίηση και να καταρρίπτεις ή τουλάχιστον έτσι είναι το 2017 για εμένα γιατί για να ξεχνιέται ο κόσμος μπορεί να έχει ανάγκη μια μυθοποίηση. Στο Facebook μυθοποιείς πώς είναι αυτός που σου έστειλε το μήνυμα αλλά στο θέατρο δεν υπάρχει στα αλήθεια. Παλιά ο κόσμος έβλεπε τον ηθοποιό μόνο στο σινεμά, οπότε γινόντουσαν τεράστιοι. Τώρα είναι η τηλεόραση, το ίντερνετ, μαθαίνεις και τα νέα σου οπότε δεν υπάρχουν πια σταρ ούτε στο Χόλιγουντ, πόσο μάλλον στην Ελλάδα.

Είστε και οι δύο αναγνωρίσιμοι ηθοποιοί. Σας αρέσει να σας αναγνωρίζουν και να σας μιλάνε;

ΓΧ: Μια χαρά είναι, πολύ ωραία. Χαίρεσαι που σε βρίσκουν, σου μιλάνε, σε κερνάνε. Έχει και τα στραβά του αλλά είναι ένα πράγμα που αν δεν ήθελα να μου συμβεί δε θα μου συνέβαινε. Τώρα το διαχειρίζομαι και εγώ, ωραία είναι να σου μιλάει ο κόσμος. Εμένα μου αρέσει πιο πολύ όταν μου φωνάζουν «ε πέτρες ε» από τα αυτοκίνητα που σημαίνει ότι με είδαν και με αναγνωρίζουν από το θέατρο.

ΜΠ: Η δύναμη της τηλεόρασης είναι ότι μπαίνει στα σπίτια σου οπότε αυτοί που σε βλέπουν έξω νομίζουν ότι είσαι στο σαλόνι τους. Έχει να κάνει με τον τρόπο που σε προσεγγίζουν. Είναι κάποιοι φιλικοί και κάποιοι που νομίζουν ότι είστε φιλαράκια και μεγαλώσατε σαν τα γουρούνια μαζί ας πούμε.

ΓΧ: Αυτό αν το μεταφράσεις στα γαλλικά υπάρχει μια στη Γενεύη που θα το καταλάβει (γέλια).

ΜΠ: Παρόλα αυτά, αυτή η οικειότητα δεν είναι επιθετική.

ΓΧ: Μπορεί να είναι και επιθετική. Έχεις κάνει και τον αστυνομικό και ξέρεις.

ΜΠ: Αυτός δεν είναι ο κανόνας πάντως και οι περισσότεροι καταλαβαίνουν ότι εντάξει, δεν είσαι μπάτσος και ότι είσαι ηθοποιός.

 Το ταξικό χάσμα που παρουσιάζεται στην παράσταση ανταποκρίνεται και στην ελληνική πραγματικότητα;

ΓΧ: Είναι όπως ήταν πάντα, απλά οι φτωχοί γίνονται φτωχότεροι και οι πλούσιοι είναι λίγο πιο κουμπωμένοι. Δεν έχει διαφορά για εμένα, αλλά εντάξει υπάρχει κόσμος που και τρεις ζωές να δουλέψουμε εμείς δε θα έχουμε ποτέ αυτά που έχουν με το που γεννιούνται. Οπότε αυτό είναι ήδη ένα μεγάλο χάσμα. Εγώ το είδα στο εσωτερικό των σπιτιών όταν δούλευα ως κλόουν και έβλεπα από όλες τις τάξεις. Μπορεί να έμπαινες σε ένα σπίτι και να λες «Χριστέ μου, πώς τολμώ να πατήσω εδώ». Είναι δύο άκρα.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΣΧΟΣ / [email protected]