Διαχρονικό «με δύναμη από την Κηφισιά»

me-dinami-apo-tin-kifisia
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 17 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2017

Κριτική από την Ελένη Πετάση.

Βλέποντας το έργο «Με δύναμη από την Κηφισιά» των Κεχαΐδη-Χαβιαρά, που πρωτοπαρουσιάστηκε από τον Λευτέρη Βογιατζή πριν από 22 χρόνια, είναι σαν να ακούω ανάλογες κουβέντες γυναικών, όχι μόνο μιας άλλης γενιάς, αλλά της σύγχρονης εποχής. Γιατί, παρ’ όλη την «απελευθέρωση», δεν είναι λίγες εκείνες που, έχοντας ως κύρια αναφορά τις βουλές ενός άντρα, συχνά φλερτάρουν με την εκμηδένισή τους.

Κάπως έτσι η Αλέκα, η Φωτεινή, η Μάρω και η Ηλέκτρα καταβροχθίζουν τα όνειρά τους μέχρι να απομείνουν κλωστές. Κατοικώντας στα βόρεια προάστια (αν και θα μπορούσαν να μένουν οπουδήποτε), καπνίζοντας ατέλειωτα τσιγάρα, κάνοντας δίαιτες που διανθίζονται με τούρτες και οργανώνοντας ουτοπικά ταξίδια στην Ταϊλάνδη, τιτιβίζουν ασταμάτητα με κύριο θέμα την αβάσταχτη επιθυμία τους για τη συνύπαρξη με έναν εκπρόσωπο του «ισχυρού» φύλου. Τι και αν αυτός είναι χοντρός, παντρεμένος ή ακόμα και νεοναζί.  Η μεγαλύτερη των τεσσάρων, εκπέμποντας έναν ανάρμοστο και αδιέξοδο για την ηλικία της- αισθησιασμό, αναπολεί τον έρωτά της με έναν τενόρο που, λόγω της δικής της απιστίας, κατέληξε άδοξα και εξίσου άδοξα προσπαθεί τώρα να τον ξανακερδίσει.

Η εξαιρετική ερμηνεία της Λυδίας Φωτοπούλου, διογκώνει τα κωμικά στοιχεία του ρόλου χωρίς να υποκύπτει σε ευκολίες, πλάθοντας μία αυτοσαρκαστική περσόνα χαμηλών τόνων, αξιαγάπητη και ταυτόχρονα θλιβερή. Αλλά ούτε οι συμπρωταγωνίστριες της υστερούν ταλέντου ενώ κάτω από την καθοδήγηση του Δημήτρη Καραντζά αποτελούν ένα απολύτως δεμένο σύνολο. Η Γαλήνη Πασχάλη, νευρωτική και με μια άτυπη μανία καταδιώξεως, φαντασιώνεται ότι κινδυνεύει η ζωή της από τον άντρα που θέλει να την παντρευτεί, η Έμιλυ Κολιανδρή πέφτει στην παγίδα ενός άγνωστου ξανθού με σκοτεινό παρελθόν και η νεότερη Ευδοξία Ανδρουλιδάκη, παρότι πατάει πιο γερά στα πόδια της από τις άλλες, δεν παύει να είναι ευάλωτη.

Γαλήνη Χατζηπασχάλη

Το «Με δύναμη από την Κηφισιά» μπορεί να διαθέτει κάποια γνώριμα στοιχεία φαρσοκωμωδίας, είναι όμως -ακόμη και στην υπερβολή του- τόσο καίριο και αληθινό που ξεφεύγει από μια συγκεκριμένη κατηγορία. Εκεί που γελάς στη συνέχεια μελαγχολείς και εκεί που ασκείς κριτική αμέσως μετά αυτολογοκρίνεσαι. Γιατί αυτές οι γυναίκες, εγκλωβισμένες στους φόβους, στις πλάνες και στη μοναξιά, αντικατοπτρίζουν σε μεγάλο βαθμό τη  χρεοκοπία του κόσμου μας. Αν και η παράσταση πλατειάζει προς το τέλος -κάποια επαναλαμβανόμενα μοτίβα θα μπορούσαν να αφαιρεθούν- ο Δημήτρης Καραντζάς, επιδιώκοντας να φανερώσει το ουσιαστικό υπέδαφος του έργου και ταυτόχρονα να διατηρήσει την κωμική του φλέβα, κερδίζει το στοίχημα. 

Ελένη Πετάση / [email protected]