Συλλογική αμνησία και συναισθηματική αφύπνιση

887
ΣΑΒΒΑΤΟ, 18 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2017

Κριτική από την Ελένη Πετάση.

Υπάρχει πάντα κάτι μαγικό και βαθιά εσωτερικό στις παραστάσεις του Ρομπέρ Λεπάζ. Ακόμη και σ’ αυτές που δεν είναι οι καλύτερές του. Το «887», που πρόσφατα απολαύσαμε στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, μπορεί να μη μαγνητίζει τόσο όσο το ημι-βιογραφικό «Τhe far side of the moon» (παίχτηκε στη Στέγη το 2011), διαθέτει ωστόσο ανάλογες ποιότητες.

Ο ιδιοφυής Καναδός θεατράνθρωπος εκθέτει εδώ τα προσωπικά του βιώματα με απίστευτη διαφάνεια, εμπλέκοντας ταυτόχρονα στη γλαφυρή του αφήγηση την οξεία κριτική του απέναντι στα πολιτικοκοινωνικά γεγονότα που σημάδεψαν την πατρίδα του. Το Γαλλόφωνο, δηλαδή, Κεμπέκ που πυρπολήθηκε από την οργάνωση «Απελευθερωτικό μέτωπο» με στόχο την ανεξαρτητοποίησή του από τον Καναδά και η κυβέρνηση κήρυξε στρατιωτικό νόμο, αλλά και τον άγριο ταξικό διαχωρισμό και τη βάρβαρη μεταχείριση των κατοίκων που υπέστη από τους Βρετανούς. Τότε, απαγορεύοντας τη μητρική τους γλώσσα και αντιγράφοντας τη διαταγή των λευκών αφεντικών στις φυτείες του Νότου ενάντια στους σκλάβους, τους πρόσταζαν: «Speak White» (Μιλήστε σαν λευκοί). 

«Speak White» (1968) ονομάζεται και το ποίημα διαμαρτυρίας της Michele Lalalond που προσπάθησε να απομνημονεύσει -αρχικά χωρίς επιτυχία- ο 60χρονος δημιουργός όταν, το 2010, επρόκειτο να πάρει μέρος στην επέτειο για τα 40 χρόνια από τη θρυλική «Νύχτα ποίησης». Με αυτή την αφορμή ο Λεπάζ εμπλέκει την προσωπική του ιστορία με τη συλλογική αμνησία, ενώ η λειτουργία της μνήμης σε όλα τα επίπεδα γίνεται το κυρίαρχο στοιχείο στο έργο του. Κατ’ επέκταση το «887», δηλαδή ο αριθμός της μικροαστικής πολυκατοικίας στη λεωφόρο Μάρεϊ του Κεμπέκ, στην οποία μεγάλωσε (μια ανάλογη σαν τεράστιο κουκλόσπιτο με κρυφές βιντεοσκοπήσεις ζωντανεύει στη σκηνή), είναι μόνο το σημείο εκκίνησης για τις αναπολήσεις του. Αναπολήσεις που περιλαμβάνουν την περιγραφή των γειτόνων του, τα δύσκολα παιδικά του χρόνια, τη γιαγιά με τη νόσο Αλτσχάιμερ, την απόρριψη από το σχολείο Ιησουιτών λόγω οικονομικής ανέχειας, τα τρία αδέλφια του και κυρίως τον θαυμασμό για τον ψυχικά γενναιόδωρο, τον ναυαγοσώστη, στρατιωτικό και εν τέλει ταξιτζή πατέρα του.

Οι αγωνίες, οι απογοητεύσεις, τα όνειρα, οι ελπίδες αλλά και οι τύψεις για τη σκληρότητα που κάποτε έδειξε σε έναν αποτυχημένο φίλο του (αυτή είναι και η μοναδική σκηνή της παράστασης που διαρκεί περισσότερο από όσο πρέπει) ανοίγουν τα αόρατα παράθυρα των συναισθημάτων του. Και, παρότι αποστασιοποιημένος, με χιούμορ και ποιητική διάθεση, συγκινεί καθώς μας παρασύρει στον ευάλωτο ψυχικό του κόσμο. 

Ελένη Πετάση / [email protected]