Λένα Παπαληγούρα: «Για εμένα η προσωπική ευτυχία προέρχεται από τις σχέσεις»

papaligoura-kentriki
ΤΕΤΑΡΤΗ, 29 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2017

Η ηθοποιός Λένα Παπαληγούρα μάς μιλά για την παράσταση «Ο γάμος της Μαρίας Μπράουν»

Φωτογραφίες: Χρυσαφένια Μόσχου

Οι ταινίες του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ συνεχίζουν μετά από τόσα χρόνια να έχουν την ίδια -αν όχι μεγαλύτερη- επιτακτικότητα και αυτό φαίνεται και από το συχνό ανέβασμά τους στο θεατρικό σανίδι. Αυτή την εποχή στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων έχουμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε μια από τις σημαντικότερες δημιουργίες του ιδιοφυούς Γερμανού σκηνοθέτη, τον «Γάμο της Μαρίας Μπράουν».

Ο Γιώργος Σκεύας έχει αναλάβει τη διασκευή και σκηνοθεσία του έργου, επιστρέφοντας έτσι στον συγκεκριμένο ιστορικό θεατρικό χώρο στον οποίο μεγαλούργησε ο Λευτέρης Βογιατζής. Στον ομώνυμο ρόλο της Μαρία Μπράουν συναντάμε την Λένα Παπαληγούρα, η οποία αναμετράται με έναν ακόμη δύσκολο ρόλο ακραίων αντιφάσεων αλλά και ισχυρής εσωτερικής πάλης.

Σίγουρα μιλάμε για μια από τις παραστάσεις που είχαν ξεχωρίσει εξαρχής από το πρόγραμμα της φετινής θεατρικής σεζόν, αφού πάντα μια μεταφορά του Φασμπίντερ στο θέατρο είναι ένας πόλος έλξης, πόσο μάλλον το συγκεκριμένο έργο σε αυτό το θέατρο και με μια από τις επιφανείς πρωταγωνίστριες της νέας γενιάς ηθοποιών στον κεντρικό ρόλο.

Καθώς λοιπόν κάθε συνέντευξη με την Λένα Παπαληγούρα είναι μια ενδιαφέρουσα και ζωντανή διαδικασία, βρήκαμε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να τη συναντήσουμε και να μιλήσουμε μαζί της για όσα ζητήματα απορρέουν από την παράσταση, αλλά και για το πού βρίσκεται η ίδια αυτή τη στιγμή στη ζωή της. Την κουβέντα που κάναμε μπορείτε να τη διαβάσετε παρακάτω.

Κάνε μου αρχικά ένα ψυχογράφημα της Μαρία Μπράουν

Νομίζω πως είναι δύσκολο να αποκωδικοποιήσεις αυτή την ηρωίδα, κυρίως γιατί μιλάμε για μια ηρωίδα-σύμβολο. Δηλαδή αν δε συμβολίζει όλη της τη χώρα και τη γενιά της, σίγουρα μιλάμε για μια κινηματογραφική ηρωίδα και όχι για κάποια που συναντάς κάθε μέρα στο δρόμο. Αυτό που βρίσκω εγώ πολύ ενδιαφέρον, είναι ότι είναι πολύ αντιφατική. Μπορείς να πεις ότι είναι πολύ φιλόδοξη και δυναμική και πως οριακά πατάει επί πτωμάτων, ταυτόχρονα όμως μπορείς να πεις ότι είναι πιστή σε έναν ρομαντικό έρωτα και διατηρεί ως το τέλος αυτή την αθωότητα και την πίστη της στην αγάπη, ακόμη και αν είναι ψευδαίσθηση. Αυτά μαζί τα στοιχεία κάνουν μια πολύ δυναμική ψυχοσύνθεση. Το άλλο που είναι για μένα ενδιαφέρον είναι πως πρόκειται για μια μυστηριώδη προσωπικότητα και αυτό είναι και το στοιχείο που την κάνει γοητευτική. Δηλαδή ότι αποκαλύπτει πολύ λίγο τις ρωγμές της και εννοεί πολλά. Δηλαδή λέει ένα πράγμα και μπορεί να έχει εκατό αναγνώσεις. Αυτό είναι και το δύσκολο στην παράσταση, γιατί πρέπει να είναι όλα τα πράγματα αμφίσημα και να αφήσεις τον θεατή να καταλάβει τι εννοεί. Όπως συμβαίνει άλλωστε στην ταινία και όπως είναι γραμμένο για να συμβαίνει.

Πώς προσεγγίζει η παράσταση αυτό που είπες, μιας και η ταινία είναι πιο κινηματογραφική από άλλα θεατρικά έργα του Φασμπίντερ; Υπάρχει και μια ειρωνεία και ένα υφέρπον κωμικό στοιχείο μέσα.

Λέω ότι είναι πολύ κινηματογραφική με την έννοια ότι στηρίζεται πάρα πολύ στην κίνηση και των προσώπων και της κάμερας, παρά σε αυτά που λέγονται. Στην «Πέτρα Φον Καντ» είναι πιο μαζεμένα τα πράγματα ας πούμε. Υπάρχουν μονόλογοι και είναι πιο θεατρικό έργο. Παρόλα αυτά, ο Γιώργος Σκεύας έκανε μια φοβερή έρευνα πάνω στο έργο του Fassbinder και σε σχέση με την εποχή και έμεινε πιστός στην ταινία, αλλά ταυτοχρόνως πήρε και ελευθερίες που μπορεί τελικά να μη χρησιμοποιηθούν στο τελικό υλικό, αλλά βοήθησαν στη σύνθεση του ψηφιδωτού ώστε να πατάμε γερά κάπου και ακόμη και όταν λέμε λίγα και εννοούμε πολλά, να ξέρουμε τι ακριβώς εννοούμε. Η παράσταση είναι φτιαγμένη και πολύ ατμοσφαιρικά ώστε αν δεν ήταν ταινία θα σου έλεγα ότι είναι κινηματογραφικά. Χωρίς όμως να είναι μια μίμηση της ταινίας. Ξεχάσαμε δηλαδή ότι ήταν ταινία και εγώ έχω να τη δω πάρα πολύ καιρό επίτηδες. Αν την έβλεπα θα έμπαινα σε διαδικασία συγκρίσεων που δε θα είχε νόημα γιατί το θέμα είναι να δημιουργήσουμε τη δική μας παράσταση, τη δική μας Μαρία, σαν να είναι ένα θεατρικό έργο. Και να πω εδώ πς νιώθω και μεγάλη συγκίνηση βρισκόμενη σε αυτό το θέατρο, στο οποίο έχω δει παραστάσεις που με σημάδεψαν βαθιά. Είναι τιμή μας να παίζουμε εκεί.

Τι είναι αυτό που κάνει τον Φασμπίντερ τόσο αγαπητό στο θέατρο ώστε να ανεβαίνουν σε σταθερή βάση στο σανίδι ταινίες του;

Για μένα σε αυτή την ταινία το πολύ ενδιαφέρον είναι το πώς καταφέρνει χαράσσοντας το ψυχογράφημα μιας ηρωίδας αλλά και των ανθρώπων που την περιβάλλουν, να αποδίδει ολόκληρο το κλίμα της μεταπολεμικής Γερμανίας. Και βασιζόμενος σε αυτό, δημιουργεί μια τόσο ενδιαφέρουσα προσωπική ιστορία. Το πιο συγκινητικό σε αυτή την περίπτωση είναι το πώς μπλέκει το προσωπικό με το συλλογικό. Τώρα γενικά, νομίζω ότι ο προσωπικός τρόπος που μπλέκει τα πράγματα και το πώς σκιαγραφεί τις γυναίκες αλλά και πώς μιλάει για αυτές σε σχέση με την κοινωνία, αλλά και το γεγονός ότι πραγματεύεται πράγματα τα οποία είναι απόλυτα ανοιχτά από την εποχή του πολέμου μέχρι σήμερα, χωρίς όμως να εκβιάζει κάτι και να σε πιέζει, όλα αυτά μαζί τον κάνουν αν μη τι άλλο έναν πολύ ξεχωριστό δημιουργό.

Ειδικότερα στην Μαρία Μπράουν αλλά και γενικά στο έργο του Fassbinder η αγάπη παρουσιάζεται αρκετά καταπιεστική και όχι και τόσο ρομαντική. Πόσο ανταποκρίνεται αυτό στην πραγματικότητα;

Από τη μια είναι όντως καταπιεστική και στην προκειμένη οδηγεί και σε μια προδοσία που είναι το κερασάκι στην τούρτα για την ηρωίδα. Από την άλλη αναζητά τον ιδανικό έρωτα, ακόμη και αν είναι ψευδαίσθηση και κάνει τα πάντα για αυτόν, ακόμη και αν δεν τα κάνει πάντα συνειδητά. Εγώ νομίζω ότι αυτή η περίεργη ρομαντική της πλευρά την εξαγνίζει. Διαφορετικά θα μπορούσες να πεις ότι είναι μια αριβίστρια γιατί χρησιμοποιεί τους πάντες και τα πάντα, ανάλογα με τα συναισθήματά της και με το πώς θέλει να πορευθεί. Είναι όμως τόσο πιστή σε αυτό το κομμάτι του Χέρμαν που της προσδίδει μια σχεδόν μεταφυσική διάσταση. Την κάνει ένα πρόσωπο που δεν πατάει στη γη. Όντως η αγάπη πολύ συχνά στις ταινίες του Φασμπίντερ είναι κάτι νοσηρό, αλλά είναι και βαθιά ρομαντικό κατά κάποιον τρόπο. Άλλωστε το νοσηρό καμιά φορά είναι και ρομαντικό.

Μπορεί να υπάρξει αγάπη μέσα σε μιάμιση ημέρα;

Γενικά εγώ πιστεύω ότι το τι ορίζει ως αγάπη ο κάθε άνθρωπος είναι πολύ σχετικό. Αυτή είναι μια ηρωίδα που έχει χάσει τον πατέρα της, που δεν αναφέρεται ποτέ το επίθετό της και αρχικά αναφέρεται ως Μαρία και έπειτα ως Μαρία Μπράουν. Για μένα είναι σαν αυτός ο άντρας να της δίνει την ταυτότητά της και να τη σφραγίζει, για αυτό και αναζητά αυτή τη σφραγίδα. Τώρα αν αυτός ο έρωτας στον οποίο στηρίζεται όλη της η ύπαρξη είναι κάτι πραγματικό ή αν τον έχει φτιάξει στο μυαλό της για να κρατηθεί και να επιβιώσει, δεν το ξέρω αλλά καταλήγω προς το δεύτερο. Από την άλλη, η Γερμανία τότε ανοικοδομήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τις γυναίκες οι οποίες ανέλαβαν την ανασυγκρότηση του κράτους. Βγήκαν δηλαδή από τον γυναικείο ρόλο τους και ανέλαβαν και ανδρικά χαρακτηριστικά. Για να επιβιώσει δηλαδή σε μια ερειπωμένη κοινωνία μετά τον πόλεμο που δεν αφήνει και πολύ χώρο στους ανθρώπους, έχει ανάγκη αυτό τον εξιδανικευμένο έρωτα για να ελπίσει και να αισθάνεται ότι δε συμβιβάζεται. Οπότε αυτή η μιάμιση ημέρα αποκτά τεράστιες διαστάσεις στο κεφάλι της και γίνεται φάρος και σειρήνα και κινητήριος δύναμη. Άλλωστε, μιάμιση ημέρα σε καθεστώς πολέμου και βομβαρδισμών έχει άλλη χρονική μέτρηση από όπως την ορίζουμε εμείς τώρα.

Είναι και ρομαντικό από μόνο του.

Καλά πάρα πολύ. Δηλαδή από τη μία έχει το ολιστικό όνειρο και την πίστη στο οικονομικό θαύμα γιατί είναι ένας πολύ πρακτικός άνθρωπος και από την άλλη έχει αυτό το μεταφυσικό κομμάτι και αυτή η αντίφαση του προσώπου είναι πολύ περίεργη.

Μπορούμε να δημιουργήσουμε θαύματα από μόνοι μας ή αυτό είναι ένα ωραίο τσιτάτο τύπου Κοέλιο που δεν ανταποκρίνεται στην πράξη;

Αυτή η ατάκα λέγεται από ένα πρόσωπο που έχει μεγαλώσει μέσα στον πόλεμο και που έχει μάθει ότι προκειμένου να επιβιώσει, πρέπει να είναι οριακά παντοδύναμη. Νομίζω ότι με αυτή την έννοια το λέει, ότι είναι όντως ένα θαύμα να καταφέρεις από τον πόλεμο να γίνεις στέλεχος μιας μεγάλης εταιρείας. Δηλαδή η μετατόπιση και η προσωπική της δύναμη είναι τεράστια. Τώρα, νομίζω ότι για μένα τουλάχιστον αυτή η φράση είναι συγκλονιστική γιατί τη λέει αυτό το κορίτσι που προέρχεται από εκεί και καταλήγει εκεί που καταλήγει και τη λέει περίπου στη μέση του έργου. Κρύβει όμως και μια μεγάλη αίσθηση παντοδυναμίας που εμένα με τρομάζει σαν άνθρωπο. Ίσως σε αυτό το σημείο να λες ότι είναι και λίγο σύμβολο της ίδιας της Γερμανίας που θεωρεί ότι μπορεί να κάνει τα πάντα. Όχι, δεν πιστεύω ότι μπορούμε να κάνουμε θαύματα, πιστεύω όμως στα μικρά καθημερινά θαύματα. Πιστεύω στα θαύματα των σχέσεων, πιστεύω ότι μια ομάδα που είναι ενωμένη μπορεί να δημιουργήσει μια παράσταση και να χτίσει ένα θαύμα από το τίποτα, πιστεύω ότι αν αγαπήσεις έναν πληγωμένο άνθρωπο μπορείς να τον κάνεις να σταθεί στα πόδια του. Για μένα αυτά είναι τα θαύματα, αλλά δε νομίζω ότι η Μαρία μιλάει για αυτά.

Όπως η Γερμανία στόχευσε στο μέλλον, αφήνοντας πίσω το ντροπιαστικό παρελθόν, μακροπρόθεσμα βοηθάει αυτή η λογική;

Είναι ένα στοιχείο της ηρωίδας πάρα πολύ έντονο και αισθάνομαι ότι αν γυρίσει και κοιτάξει το παρελθόν της, θα πέσει στη μαύρη τρύπα. Οπότε επιλέγει να τρέχει με χίλια προς το μέλλον και να μην κοιτάζει καθόλου μέσα της γιατί αν το κάνει, δε θα μπορέσει να συνεχίσει. Η στιγμή που το πράττει αυτό, είναι αυτή που κάνει και την τελική της πράξη. Όντως, δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η ηρωίδα έχει αυτό το τέλος. Κάπου σε αυτό το τρελό της ταξίδι προς το μέλλον, αφήνει πίσω την ψυχή της αλλά όταν το αντιλαμβάνεται είναι πια πολύ αργά. Νομίζω δε γίνεται μέλλον χωρίς παρελθόν. Βέβαια, εδώ μιλάμε για απεγνωσμένους ανθρώπους σε καθεστώς πείνας, φτώχειας και εξαθλίωσης που αν το πάρεις σε εντελώς προσωπικό και αυτό να είναι αβάσταχτο για την Μαρία.

Γίνεται να υπάρξει ένα success story αν αφήσει κάποιος πίσω του τα πάντα;

Είναι άλλο το να λέμε success story και άλλο η προσωπική ευτυχία. Ορμώμενη από την ταινία σου λέω ότι η Μαρία ξεκινάει πολύ δύσκολα, αλλά το περιβάλλον στο οποίο ζει είναι ανοιχτό. Και όσο ανθίζει οικονομικά και αποκτά εξουσία, θαρρείς ότι το περιβάλλον στενεύει και διαβρώνεται η ψυχή της. Για μένα ναι, μπορεί να υπάρξει success story. Αν ένας άνθρωπος είναι προσηλωμένος σε κάποιο στόχο και δεν κοιτάζει πουθενά αλλού, ούτε τους άλλους ανθρώπους και ούτε τον ίδιο του τον εαυτό, ναι, μπορεί να φτάσει κάπου. Το θέμα είναι πως δε θα φτάσει κάπου όμως με τον ίδιο του τον εαυτό, γιατί για εμένα η προσωπική ευτυχία προέρχεται από τις σχέσεις και από τον τρόπο που είσαι καλά με τον εαυτό σου. Όσο τρέχεις προς την επιτυχία αυτά μένουν πίσω.

Σε αυτή τη φάση της ζωής σου που έχεις πετύχει μια αναγνωρισιμότητα, τι είναι αυτό που περιμένεις σε καθημερινή βάση και που σε σπρώχνει να προχωρήσεις περισσότερο μπροστά;

Καταρχάς δε νιώθω ότι έχω πετύχει κάτι φοβερό. Όχι γιατί το παίζω μετριόφρων, αλλά ας πούμε στην «Μαρία Μπράουν» έχω δυσκολευτεί τόσο πολύ που δε νιώθω ότι έχω κατακτήσει κάτι για να έχω μια ησυχία. Μπορεί ενδεχομένως να έπρεπε και αυτό να είναι μια δική μου αδυναμία του χαρακτήρα μου να ησυχάσω και να νιώθω κάθε φορά ότι ξεκινάω από την αρχή, οπότε ο προσωπικός μου στόχος κάθε μέρα είναι να γίνει η παράσταση όπως έχουμε σχεδιάσει και έχουμε ονειρευτεί. Τόσο απλά. Προσωπικά ο στόχος μου είναι να είμαι καλά με τον φίλο μου, να περνώ κάποιες στιγμές με τους φίλους και την οικογένειά μου, να είμαι ήρεμη, να αγαπάω τη δουλειά μου με το ίδιο πάθος και να καταφέρνω να με αγχώνει λιγότερο και να με ικανοποιεί περισσότερο.

Τι αναζητάς πλέον στους ρόλους σου και τι στοιχεία θέλεις να αναδείξεις στις ερμηνείες σου;

Πρώτα απ’ όλα δε με ιντριγκάρει τόσο ο ρόλος, όσο να είμαι με ανθρώπους που δε θα εμ αφήσουν να επαναπαυθώ και που θα με πάνε κάπου αλλού. Τώρα αισθάνομαι ότι έχω οδηγηθεί σε μια μετακίνηση η οποία δεν ξέρω πού θα με βγάλει, αλλά σίγουρα νιώθω ότι έχω μπει σε καινούριες περιοχές που τις εξερευνώ τώρα. Αυτό με βοηθά στην εξέλιξη και με εμπνέει. Αυτό είναι το πρώτο που αναζητώ. Τώρα από τους ρόλους θέλω να μην είναι το ίδιο, να μπορώ να αλλάξω, να δω άλλες περιοχές του εαυτού μου, να αναπτύξω άλλα πράγματα σε σχέση με τον κάθε ήρωα και να φροντίσω άλλες πλευρές. Με ιντριγκάρει το να εξελίσσεται το πράγμα και να είναι όσο πιο βαθύ και ουσιαστικό γίνεται. Κάθε φορά είναι ένα καινούριο στοίχημα.

Πιστεύεις θα βρεθεί ποτέ κάποιος ρόλος με τον οποίο θα ταυτιστείς περισσότερο από την «Κατερίνα»;

Είναι δύσκολη στιγμή αυτή γιατί την αποχαιρετάμε την «Κατερίνα», τουλάχιστον για ένα μεγάλο διάστημα. Όντως δέθηκα πολύ για πολλούς λόγους. Και για το υλικό και για τους ανθρώπους και για τον τρόπο που έγινε και για την ανταπόκριση του κόσμου και για τη διάρκεια και γιατί ήταν αληθινή ιστορία. Μακάρι να υπάρξει άλλος, αλλά κάθε ρόλος για μένα τη στιγμή που καταπιάνομαι μαζί του είναι ο σημαντικότερος στη ζωή μου. Τώρα ας πούμε η Μαρία Μπράουν είναι το 24ωρό μου. Από την άλλη, η «Κατερίνα» ήταν ένα μεγάλο δώρο και ένας σταθμός και ήταν και ένα πολύ ωραίο ταξίδι.

Είσαι το ίδιο εργασιομανής με ένα χρόνο πριν που είχαμε ξαναμιλήσει ή προσπαθείς να βρεις κάποια παραθυράκια ελεύθερου χρόνου;

Προσπαθώ πολύ να βρω ελεύθερο χρόνο, όπως και το καλοκαίρι με την «Ιφιγένεια» που πήγαμε παντού και σε μέρη που οι άνθρωποι δεν έχουν την τύχη να βλέπουν κάθε μέρα θέατρο. Μετά από αυτό είπα όμως ότι εγώ θέλω να κάνω άλλο πράγμα και τον τελευταίο καιρό που έκανα μόνο την «Κατερίνα» και πρόβες για την «Μαρία Μπράουν» ένιωσα ωραία που έκανα μόνο αυτό το πράγμα. Τώρα θα δούμε, σκέφτομαι να κάνω και μια παύση. Είμαι εργασιομανής, με την έννοια ότι ικανοποιούμαι πολύ από τη δουλειά μου

Ταυτότητα παράστασης
Διασκευή-Σκηνοθεσία: Γιώργος Σκεύας
Σκηνικά - Κοστούμια: Άγγελος Μέντης
Μουσική: Σήμη Τσιλαλή
Φωτισμοί: Κατερίνα Μαραγκουδάκη
Βοηθός σκηνοθέτη: Γιάννης Σαβουιδάκης
Παίζουν: Λένα Παπαληγούρα, Γιάννης Νταλιάνης, Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη, Μάξιμος Μουμούρης, Γιώργος Συμεωνίδης, Νίκος Γεωργάκης
Συμπαραγωγή «Λυκόφως»

Μέρες και ώρες παραστάσεων:
Τετάρτη 20.00 | Πέμπτη-Παρασκευή 20.30 | Σάββατο 21.00 | Κυριακή 19.00

Τιμές εισιτηρίων:
Τετάρτη-Πέμπτη-Παρασκευή: 16€ κανονικό, 12€ φοιτητικο/ανεργων/ΑμεΑ
Σάββατο-Κυριακή: 18€ κανονικό, 12€ φοιτητικο/ανεργων / ΑμεΑ

Η παράσταση επιχορηγείται από το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΣΧΟΣ