Κριτική: «Xenos» του Άκραμ Καν, μια παράσταση αρχών

akram-khan-xenos
ΤΕΤΑΡΤΗ, 14 ΜΑΡΤΙΟΥ 2018

Από την Ελένη Πετάση

Ήταν μόλις 25 χρονών όταν τον γνωρίσαμε για πρώτη φορά στο Φεστιβάλ Καλαμάτας το 2001 και υπήρξε μία από τις πολλές εξαιρετικές εμπειρίες που -ας μην ξεχνάμε- μας προσέφερε η Βίκυ Μαραγκοπούλου. Τώρα, στα 43 του χρόνια, ολοκληρώνει -ηθελημένα- την απαράμιλλη χορευτική του πορεία με το Xenos, ένα σόλο, που πριν από λίγες μέρες έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα του στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών.

Δεν ήταν ίσως η καλύτερη παράστασή του σε σύγκριση όσων μέχρι σήμερα έχουμε απολαύσει. Αλλά ήταν μια παράσταση αρχών που τροφοδοτείται από τη σημειολογία, πλησιάζοντας περισσότερο ένα εννοιολογικό, εικαστικό σύμπαν παρά τη γεωγραφία του χορού. Μια παράσταση στην οποία ο Άκραμ Καν ανατρέχει στα δεινά της φυλής του, όταν αυτή ήταν υποδουλωμένη στη Βρετανική Αυτοκρατορία (προέρχεται από το Μπαγκλαντές, τότε μέρος της Ινδίας) και αναγκάστηκε να μετάσχει για λογαριασμό της στη φρίκη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Και παράλληλα υποκλίνεται σε όλους τους άγνωστους, λησμονημένους ξένους που αιματοκυλίστηκαν και αιματοκυλίζονται σε τρομερές, άσκοπες εχθροπραξίες.

«Αυτό δεν είναι πόλεμος. Αυτό είναι το τέλος του κόσμου» επισημαίνει, εξάλλου, σηματοδοτώντας τις προθέσεις του από την πρώτη φράση που ξεστομίζει. Μια παράσταση-κραυγή αγωνίας, εν τέλει, για τον θάνατο του ανθρωπισμού, αλλά και μία υπενθύμιση για την ξενοφοβία αλλά και την αποξένωση του ενός από τον άλλο στη σύγχρονη βίαιη εποχή μας. Με συνεργάτες τη δραματουργό Ρουθ Λιτλ, τον συγγραφέα Τζόρνταν Τάναχιλ, τη σκηνογράφο Μιρέλα Βάινγκαρτεν, την ενδυματολόγο Κίμι Νακάνο, τον εμπνευσμένο διευθυντή φωτισμού Μάικλ Χαλς, τον συνθέτη Βινσέντζο Λαμάνια και μια πενταμελή ορχήστρα με εξαίρετους μουσικούς και τραγουδιστές επί σκηνής, ο Άκραμ Καν, αυθεντικά συγκινητικός, μεταμορφώνεται σε έναν ανώνυμο στρατιώτη που, σαν άλλος Προμηθέας, θυσιάζεται για την ανθρωπότητα. Γλιστράει, λοιπόν, σαν αίλουρος σε μια επικλινή επιφάνεια όπου χώματα και κουκουνάρια κυλούν σαν χείμαρροι, σκαρφαλώνει σε σκοινιά που παραπέμπουν στα χιλιάδες καλώδια τα οποία χειρίζονταν ως μέσο επικοινωνίας στη διάρκεια των μαχών Ινδοί ασυρματιστές, γεμίζει τον αέρα με ήχους από μικρά κουδούνια που φυλακίζουν τους αστραγάλους του, παντρεύει το παραδοσιακό κατάκ με τον αφαιρετικό σύγχρονο χορό, τους θρηνητικούς ύμνους της πατρίδας του με το «Ρέκβιεμ» του Μότσαρτ, ολοκληρώνοντας το δικό του ρέκβιεμ για την απόλυτη μοναξιά κάθε ξένου σ' αυτή τη γη. Και, καθώς γίνεται ένα με το χώμα, ξεθάβει από τη μνήμη μας τα λόγια του Λιβανέζου συγγραφέα Μααλούφ Άμιν («Ο περίπλους του Βαλτάζαρ»): «Γεννήθηκα ξένος, έζησα ξένος και θα πεθάνω πιο ξένος ακόμα». 

Ελένη Πετάση / [email protected]