Δημήτρης Λιγνάδης: «το φίδι κάνει πολλά αυγά, όχι μόνο ένα»

dimitris-lignadis-to-fidi-kanei-polla-auga-oxi-mono-ena

O Δημήτρης Λιγνάδης

ΤΕΤΑΡΤΗ, 27 ΜΑΡΤΙΟΥ 2013

Ο Δημήτρης Λιγνάδης, με αφορμή την ανατρεπτική παρουσίαση του έπους του Διγενή Ακρίτα στο Εθνικό Θέατρο, μιλά στο click@Life με τρυφερότητα για την Ελλάδα που τον πληγώνει.

Πώς να παρουσιάσεις σε μια θεατροποιημένη εκδοχή το έπος του Διγενή Ακρίτα χωρίς να γίνεις διδακτικός ή βαρετός; Ο Δημήτρης Λιγνάδης σήκωσε το γάντι που του είχε πετάξει ο Γιάννης Χουβαρδάς και ετοίμασε μια χιουμοριστική σκηνική παρουσίαση που κλείνει μέσα της όλη την αγωνία και τη σύγχυση του Νεοέλληνα. Ο ανυποψίαστος θεατής αρχικά νομίζει ότι βρίσκεται μπροστά σε μια τυπική, βαρετή διάλεξη καλών προθέσεων. Όμως το εκκεντρικό πάνελ επί σκηνής που περιλαμβάνει -μεταξύ άλλων- μια νεαρή ράπερ και έναν δυναμικό ιερωμένο, αναλαμβάνει να ξεδιπλώσει τις περιπέτειες του Διγενή, με τον πιο απροσδόκητο τρόπο…

Με πoιο σκεπτικό επιλέξατε το «πάνελ» που επιχειρεί να μας παρουσιάσει τον Διγενή Ακρίτα; Τι αντιπροσωπεύουν αυτοί οι χαρακτήρες για την ελληνική κοινωνία;

Η δημιουργία του σκηνοθέτη δεν είναι παρά ένα κλάσμα του αρχικού οράματος που συλλαμβάνεται όταν διαβάζει το έργο. Στον παρανομαστή βρίσκονται οι δυνατότητες πραγμάτωσης αυτού του οράματος. Δηλαδή, αν μου έλεγαν να ανεβάσω τον «Διγενή Ακρίτη» στην Επίδαυρο, θα τον παρουσίαζα διαφορετικά. Επειδή όμως η πρόταση ήταν η να φιλοξενηθεί στην αίθουσα εκδηλώσεων του Εθνικού Θεάτρου «φορμάρισα» το όλο θέαμα ώστε να προσιδιάζει σε αυτόν το χώρο. Δεν αποπειράθηκα να βαφτίσω αυτόν το χώρο θέατρο, αλλά τον κράτησα ως μια αίθουσα εκδηλώσεων. Επειδή όμως δεν έκανα θεατρικό αναλόγιο, αποφάσισα αυτήν την ομιλία για τον Διγενή να την κάνουν έξι άτομα που θα μπορούσαν να εκπροσωπήσουν την υποκουλτούρα της σημερινής μας κοινωνίας.

Ο Διγενής είναι μια αφορμή για να μιλήσετε και για τον παρεξηγημένο πατριωτισμό του σήμερα;

Είμαι επιφυλακτικός στους διάφορους -ισμούς. Δεν ξέρω τι είναι ο πατριωτισμός, εγώ νιώθω βαθιά πατριώτης και βαθιά Έλληνας. Φυσικά και μιλάω μέσα από το Διγενή για αυτήν τη φοβία που μας έχει πιάσει για το τι είναι εθνικό και πατριωτικό. Δεν υποσκάπτω όμως κανένα ρόλο, ούτε τον αφελή θυμόσοφο στην αρχή, ούτε τον νεαρό του τέλους ο οποίος δεν ξέρει γνωρίζει να μιλά καλά την ελληνική γλώσσα, αλλά δίνει μια πολύ συγκινητική πατριωτική χροιά στον Διγενή.

Ο πειρασμός της αποδόμησης ήταν μεγάλος;

Από τη στιγμή που θα κληθεί ο οποιοδήποτε να πάρει το έπος και να μεταβεί σε ένα άλλο είδος, όπως είναι το θέατρο, τότε αυτομάτως το αποδομεί. Ο δικός μου ο στόχος είναι να ακούσουμε το έπος, να μας μείνει λίγο τι είναι αυτός Διγενής με τη δύσκολη γλώσσα. Επομένως, οποιαδήποτε παρέμβαση είναι θεμιτή κατά τη γνώμη μου. Από εκεί και πέρα αν ο στόχος μας είναι να κάτσουμε έξι ώρες και να διαβάσουμε σε έναν κόσμο που θα κοιμάται το έπος του Διγενή, τότε δεν νομίζω ότι έχει νόημα, ούτε πως θα το φιλοξενούσε το Εθνικό Θέατρο.

Κρατήσατε ωστόσο αρκετά κομμάτια αυτούσια, κατά μία έννοια διασώσατε την μουσικότητα αυτού του κειμένου. Μπορείτε να σχολιάσετε αυτήν την επιλογή σας;

Το εκκεντρικό πάνελ που μας παρουσιάζει το έπος του Διγενή Ακρίτα

Και παλαιότερα έχουν επιχειρηθεί να παρουσιαστούν επί σκηνής ο Ερωτόκριτος, η Ιλιάδα -που έγινε προσφάτως στο Εθνικό ή τα δημοτικά ποιήματα. Μην ξεχνάμε όμως ότι τα δημοτικά ποιήματα, η κρητική διάλεκτος στον Ερωτόκριτο και οι μεταφρασμένες από την Ιλιάδα λέξεις- γιατί κανείς δεν παρουσιάζει το πρωτότυπο, είναι μια γλώσσα βατή και κατανοητή. Τη μεσαιωνική, αρχαΐζουσα γλώσσα του Διγενή δεν μπορεί να τη μεταφράσει κανείς. Επομένως, έπρεπε να δώσουμε μια γεύση, μια γενναία «τζούρα» του αυθεντικού κειμένου αλλά επίσης και μια παράλληλη αφήγηση από σύγχρονους ήρωες για το τι σημαίνουν οι λέξεις και ποιο είναι το ιστορικό background. Το θέμα δεν είναι μόνο το κείμενο, αλλά το πώς θα το επικοινωνήσεις στο κοινό. Γιατί αν είναι εσύ, σεβόμενος το κείμενο, να το αραδιάσεις όλο σε επτά ώρες και κανείς να μην καταλάβει τίποτα, τότε ποιος είναι ο υποτιθέμενος σεβασμός προς το έργο; Καλύτερα λοιπόν να το κόψεις λίγο και να το σερβίρεις με έναν τρόπο που θα μείνει στο θεατή.

Θα έλεγε κανείς ότι σχολιάζετε εμμέσως τα σχολικά μας χρόνια με τις επιλογές σας στην θεατροποιημένη εκδοχή του Διγενή.

Πράγματι. Όχι τόσο τα χρόνια στο σχολείο που εγώ τελείωσα αλλά την εμπειρία μου από διάφορα σχολεία στα οποία δίδαξα αργότερα. Υπήρχαν μερικές εκδηλώσεις που είχαν το στοιχείο της γραφικότητας, της αγαθότητας, της καλής πρόθεσης, του διδακτισμού, της κωμωδίας, της παρωδίας...

Ενίοτε λοιπόν το σχολείο βλάπτει σοβαρά την Ιστορία, τη λογοτεχνία και την τέχνη;

Το σχολείο ως έννοια είναι πάντα απαραίτητο. Τώρα ο τρόπος… Το σχολείο δε φταίει σε τίποτα ξέρετε, οι δάσκαλοι έχουν την ευθύνη του. Δηλαδή από τη στιγμή που διδάσκεται το κείμενο μιας κυρίας Ρεπούση, εμένα αυτό το σχολείο δε με αφορά. Θα περιμένατε ίσως να ακούσετε το αντίθετο από εμένα.

Είναι πολύ ενδιαφέρον αυτό που λέτε, γιατί θεωρείται ότι μόνο οι συντηρητικοί καταφέρονται ενάντια σε αυτό το σχολικό εγχειρίδιο.

Δεν δίνω λογαριασμό σε κανέναν προοδευτικό ή συντηρητικό, γιατί δε θεωρώ ότι υπάρχει αυτός ο διαχωρισμός, να σας πω την αλήθεια.

Πώς προέκυψαν οι χαρακτήρες που προσπαθούν να προσεγγίσουν τον Διγενή;

Δημιουργήθηκαν με αυτοσχεδιασμό. Δεν λειτουργώ ποτέ από το γραφείο μου. Δε φέρνω ποτέ μια έτοιμη -prêt a porter- σκηνοθεσία γιατί δεν είμαι σκηνοθέτης, είμαι ένας ηθοποιός που σκηνοθετεί. Ήθελα λοιπόν , η σύγχρονη ματιά πάνω στον Διγενή να αφορά τη σύγχρονη Ελλάδα. Τώρα έχοντας αυτό ως βασική παράμετρο, ο καθένας από τους ηθοποιούς μου «έβγαλε» κάτι διαφορετικό. Για παράδειγμα, ο Γρηγόρης Γαλάτης μου έβγαλε ότι μπορούσε να κάνει το λαϊκό συμπαθητικό τύπο, ο Βασίλης ο Καραμπούλας θα μπορούσε να είναι ιερωμένος κ.τ.λ. Έτσι οδηγηθήκαμε σε αυτές τις περσόνες, τις φτιάξαμε, μέσα σε ενάμιση μήνα μόνο, και προχωρήσαμε. Δεν ήταν κάτι προαποφασισμένο, ήταν κάτι που προέκυψε από τις πρόβες.

Ξεκινάτε αρκετά ανατρεπτικά, σαν όντως να βρισκόμαστε μπροστά σε μία τυπική διάλεξη για κείμενα του είδους. Σας έχουν κάνει εντύπωση ορισμένες αντιδράσεις των θεατών;

Δημήτρης Λιγνάδης: «...είναι μια μελαγχολική εικόνα της Ελλάδας που κινδυνεύει».

Ναι! Μια κυρία πίστεψε ότι θα παρακολουθήσει εκδήλωση και νόμιζε ότι όσοι γελούν, είναι αλήτες. Δεν μπορούσε να καταλάβει ότι αυτό ήταν η απομίμηση μιας διάλεξης κι όχι η ίδια η διάλεξη. Υπάρχουν ορισμένοι που θέλουν να δουν μια διάλεξη και νιώθουν ότι προδίδονται.

Βρήκα πολύ ξεχωριστό τον τρόπο με τον οποίο δείξατε το τέλος του Διγενή Ακρίτα. Πώς προέκυψε αυτή η σκηνική εικόνα;

Όλες οι εικόνες είναι ένα κράμα δικών μου βιωμάτων και προτάσεων που θα ήθελα να πω. Η τελευταία εικόνα είναι για μια Ελλάδα συγκινητική που φεύγει ή τη διώχνουν. Μια Ελλάδα που περιλαμβάνει τη φωτογραφία ενός αγαπημένου προσώπου, της κοπέλας εν προκειμένω, μια μικρή σημαιούλα που θα μπορούσε να είναι κι από το τραπέζι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κι ένα θυμιατό του παπά. Αυτή είναι η εικόνα που ήθελα να δώσω, έτσι μου δημιουργήθηκε, έτσι την έδωσα. Είναι μια συγκινητική εικόνα. Λυπάμαι καμιά φορά όταν το κοινό γελά αλλά αυτό είναι δικαίωμα του κάθε θεατή. Οι περισσότεροι συγκινούνται. Είναι μια μελαγχολική εικόνα της Ελλάδας που κινδυνεύει.

Είπατε ότι θέλατε κατά κάποιον τρόπο να παρουσιάσετε την υποκουλτούρα της σύγχρονης Ελλάδας. Το κάνετε όμως με ένα σχεδόν τρυφερό τρόπο. Δεν είστε καταγγελτικός. Γιατί;

Όχι, δεν είμαι καταγγελτικός γιατί δεν είναι ακριβώς υποκουλτούρα. Είναι η υπεραπλούστευση της σκέψης του σύγχρονου Έλληνα. Γιατί κι η υποκουλτούρα είναι δημιούργημα κάποιων άλλων που φταίνε. Γνωρίζω κοπέλες που χορεύουν και τραγουδούν, ποδοσφαιριστές που αγαπούν την Ελλάδα. Νομίζω ότι αντιμετώπισα το κείμενο με αρκετή αγάπη και δικαιοσύνη για τους ήρωές μου. Δεν ήθελα να το κάνω σχήμα καταγγελτικό. Ο μεγάλος κίνδυνος ήταν μήπως βγει καρικατούρα ο ιερωμένος, όμως θέλω να πιστεύω ότι το απέφυγα.

Πράγματι, φαίνεται σχεδόν λεβέντης. Σε αυτήν τη δουλειά σας αποτυπώνεται αυτή η μελαγχολία που βγάλατε στην τελευταία εικόνα. Φαίνεται σαν να είστε πληγωμένος.

Και ποιος δεν είναι; Όμως είμαι ένας αισιόδοξος άνθρωπος και πάντα ελπίζω. Αν δεν είχα ελπίδες, δε θα έκανα αυτήν τη δουλειά, δε θα σας μιλούσα. Προσπερνώντας το πάνω στρώμα που είναι η κρίση, η οικονομία, η φτώχεια, η ασχήμια, όλο το γκρίζο, νομίζω ότι από την Ελλάδα έχουν αρχίσει να λείπουν οι δάσκαλοι που θα μας διδάξουν το παρόν και το παρελθόν για να προετοιμαστούμε για το μέλλον.

Δεν υπάρχουν κι ιδιαίτερα πρότυπα, η αλήθεια είναι, πέρα από τους δασκάλους...

Ναι, αλλά ο δάσκαλος διδάσκει τα πρότυπα και σε διδάσκει να γίνεις και πρότυπο. Υπάρχει μια παλιά γενιά που κολακεύει εδώ και τριάντα χρόνια τους νέους, με αποτέλεσμα τώρα να μη μαζεύονται, να μην μπορεί να τους ελέγξει.

Από πού να τους μαζέψει;

Να τους μαζέψει από όλα αυτά που λέμε, το σπάσιμο βιτρινών κ.τ.λ. Εμείς δημιουργήσαμε αυτή τη γενιά παιδιών. Εμείς τους δώσαμε σε άγουρη ακόμα ηλικία υποτιθέμενα δικαιώματα και ενοχικές ελευθερίες- ελευθερίες δηλαδή που δόθηκαν από ενοχή για να μην μας πούνε χούντα. Όπως είπα και σε μια άλλη συνέντευξή μου, σε σχέση με αυτό που ονομάζουμε «το αυγό του φιδιού», πρέπει να θυμόμαστε ότι το φίδι κάνει πολλά αυγά, όχι μόνο ένα. Θέλω να πω ότι οι διάφορες ακραίες καταστάσεις, οι φασισμοί, οι χούντες, οι ολοκληρωτισμοί, οι κρατισμοί προέρχονται από πολλές πλευρές, κι όχι μόνο από μία. Κι αυτές όλες τις πλευρές τις γέννησε η δική μας η γενιά, γιατί χάσαμε εντελώς τον προσανατολισμό μας, αυτό πιστεύω. Προσανατολιστήκαμε μόνο στο πώς θα έχουμε δύο Cayenne.

Στο «Από Μηχανής Θέατρο» ανεβάζετε το «Το τέλος του παιχνιδιού» του Μπέκετ. Ένα δικό σας σχόλιο για αυτή τη νέα σας δουλειά;

Θα ανέβει στις 9 Απριλίου. Για αυτό το εμβληματικό, υπαρξιακό, αιώνιο, ραδιενεργό θα έλεγα έργο, δε χρειάζεται να πει κανείς πολλά. Ειδικά όταν ακούει το όνομα Μπέκετ και τον τίτλο «Το τέλος του παιχνιδιού». Με το έπος του Διγενή κι ακολούθως μετά με τον Μπέκετ, κάνω μια δήλωση για τη σημερινή ζωή μας.

Ταυτότητα παράστασης: σκηνοθεσία: Δημήτρης Λιγνάδης. Παίζουν: Γρηγόρης Γαλάτης, Χαρά Ιωάννου, Βασίλης Καραμπούλας, Ιωάννα Κολλιοπούλου, Δάφνη Μαρκάκη, Αντώνης Πριμηκύρης, Δημήτρης Σαμόλης, Γιωργής Τσουρής. Η παράσταση πραγματοποιείται στο πλαίσιο των εκδηλώσεων της Άλλης Διάστασης και του κύκλου Γλώσσα Ελληνική.

Πληροφορίες: παραστάσεις έως τις 26 Απριλίου. Κάθε Πέμπτη και Παρασκευή στις 18:00. Αίθουσα εκδηλώσεων, Εθνικό Θέατρο(Αγίου Κωνσταντίνου 22 – 24). Τιμή εισιτηρίου: 5 ευρώ. Πληροφορίες και αγορά εισιτηρίων στα ταμεία του Εθνικού Θεάτρου (Αγίου Κωνσταντίνου 22 – 24 και Πανεπιστημίου 48 ), με πιστωτική κάρτα στο 210 7234567 και στο www.n-t.gr.

ΜΑΝΙΑ ΣΤΑΪΚΟΥ