Κριτική θεάτρου: «Αέρας»

aeras-theatro-foto
ΠΕΜΠΤΗ, 21 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2013

H Eλένη Πετάση γράφει κριτική για το νέο θεατρικό έργο του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη «Αέρας» που παρουσιάζεται στο θέατρο Πόλη, σε σκηνοθεσία της Σύλβιας Λιούλιου.

«Καλύτερα να πολεμάς γύρω από ένα τραπέζι παρά στο πεδίο της μάχης» έλεγε ο Γάλλος διπλωμάτης Ζαν Μονέ. Είναι γνωστό πως η «διπλωματία της επικοινωνίας» θεωρεί απαραίτητη τη συμβολή ενός γεύματος κατά τη διάρκεια του οποίου γίνονται κρίσιμες συζητήσεις.

Τους κανόνες της μοιάζει να είχε στο μυαλό του ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης γράφοντας το θεατρικό του έργο «Αέρας», που εκτυλίσσεται γύρω από ένα οβάλ τραπέζι, με τις ηρωίδες άλλοτε να απολαμβάνουν την τελετουργία του τσαγιού και άλλοτε να δειπνούν υπό το φως των κεριών.


Ξεκινώντας με μια φορμαλιστική προσέγγιση στο σερβίρισμα του δημοφιλούς ροφήματος, η παράσταση μας συστήνει δύο διαμετρικά αντίθετες σε χαρακτήρα και προθέσεις αδελφές, που συναντιούνται ύστερα από καιρό με αφορμή το θάνατο της μητέρας τους. Σε έναν αόριστο τόπο και χρόνο κοινότοπες κουβέντες, ασήμαντες πληροφορίες και ευπρεπείς φιλοφρονήσεις δίνουν σιγά τη θέση τους σε άσχημες ειδήσεις, βιτριολικά υπονοούμενα, κατηγορίες εκατέρωθεν και κυνικές διεκδικήσεις, αποκαλύπτοντας τις σκοτεινές οικογενειακές τους αγκιστρώσεις. 


Με κοφτούς διαλόγους διανθισμένους με μαύρο χιούμορ η Έντα και η Νόρα (τα ιψενικά ονόματά τους δεν ακούγονται στην παράσταση) παρασύρονται σε ένα παλιρροιακό κύμα λέξεων που ξερνάει ιστορίες του παρελθόντος με επίκεντρο τους αξιόλογους -και κατ’ επέκταση οικονομικά προσοδοφόρους- πίνακες ζωγραφικής που ο πεθαμένος μικρός αδελφός άφησε στην Έντα και στον μεγάλο αδελφό του, αλλά που τους διεκδικεί και το μοναστήρι στο οποίο έζησε ως μοναχός.


Η Νόρα, αδικημένη σ’ αυτή την κληρονομιά, έρχεται οπλισμένη με στοιχεία που μπορούν να εκβιάσουν μια ευνοϊκότερη για κείνην έκβαση του θέματος. Οι ανατροπές διαδέχονται η μία την άλλη μέχρι την τελική έκβαση, όπου το υλικό συμφέρον ενώνει τα δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα.


Εξω ο αέρας λυσσομανά παρασύροντας στο διάβα του μεταφυσικές αγωνίες («εγώ πιστεύω πως οι νεκροί μας επισκέπτονται»), ανθρώπινες μικρότητες («πενθώ για τη θέα που θα χάσω περισσότερο απ’ ό,τι για τη μάνα που έχασα») και κυρίως όσα αρθρώνονται σ’ αυτή την αιχμηρή αντιπαράθεση (Νόρα: «Ολα όσα είπαμε απόψε δεν είναι τίποτα». Εντα: «Οχι, μόνο λέξεις». Νόρα: «Αέρας». Εντα: «Αέρας»).


Ο αέρας, λοιπόν, έρχεται και επανέρχεται στο προσκήνιο, δικαιολογώντας τόσο τον τίτλο του έργου όσο και το συμπέρασμα: «Τι είμαστε; Κουρελάκια στον αέρα». Ωστόσο, αν κάτι κάνει ενδιαφέρον το κείμενο του Χατζηγιαννίδη δεν είναι τα «φιλοσοφικά» αποφθέγματα που ξεστομίζονται από τα πρόσωπά του, αλλά όσα κρύβονται πίσω από την πρόσοψη των δηλώσεών τους.


Ο παιγνιώδης, αφαιρετικός λόγος που φλερτάρει με το θέατρο του παραλόγου και παραπέμπει σε μπεκετικά τοπία γίνεται το πρόσχημα για να εξελιχθεί μια παράδοξη και ταυτόχρονα καθημερινή ιστορία. Μια ιστορία που απαιτεί ευαίσθητους χειρισμούς και εξαιρετικούς ερμηνευτές. Η σκηνοθεσία της Σύλβιας Λιούλιου αξιοποιεί ευφυώς κάθε της πτυχή, εναλλάσσοντας το φορμαλισμό με το ρεαλισμό, επιτυγχάνοντας στακάτους ρυθμούς,  χρησιμοποιώντας στιλιζαρισμένους κινησιολογικούς κώδικες που παραπέμπουν σε «σπαστικές» κούκλες (καίρια η συμβολή της Αγγελικής Στελλάτου), και υπονομεύοντας τις ηρωίδες καθώς εξορύσσει κωμικές νύξεις από την, κατά τα άλλα, σπουδαιοφανή συνομιλία τους.


Το ηχητικό περιβάλλον του Γιώργου Πούλιου (παρεμβάλλονται τριγμοί, το βουητό του ανέμου, γάτες που «τσιρίζουν» απειλητικά) εντείνει τη μυστηριώδη ατμόσφαιρα. Η Ράνια Οικονομίδου (υπέροχα απολαυστική με το γνώριμο ρεαλιστικό της παίξιμο) και η Ρένη Πιττακή (ακροβατώντας ανάμεσα στην υπερβολή και τη φυσικότητα) δίνουν υπόσταση σε τούτη τη δραματουργία κεντώντας κυριολεκτικά τους ρόλους τους.

   
Ελένη Πετάση – [email protected]