Κριτική θεάτρου: «Παραλλαγές θανάτου»

fotografia-new-new-parallages-thanatou
ΠΕΜΠΤΗ, 13 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2014

Η Ελένη Πετάση γράφει κριτική για την παράσταση «Παραλλαγές θανάτου», σε σκηνοθεσία του Γιάννη Χουβαρδά που παρουσιάζεται στο θέατρο Πορεία.

Ένα παγοδρόμιο στη σκηνή του Πορεία, κυριευμένο από ένα είδος κρυφού πυρετού, σκορπίζει μόρια θλίψης πάνω στη λεία, σαν κοφτερή λεπίδα, επιφάνειά του. Ένα τοπίο μεταφυσικό, όπου ο θάνατος, κυριολεκτικά και μεταφορικά, ασκεί τη γοητεία του. Μια σκοτεινή ιστορία -ακραία, θα έλεγα-, με κέντρο τις καταστροφικές οικογενειακές σχέσεις, που εδώ οδηγούν μια νέα κοπέλα στην αυτοχειρία.

Ή μήπως πρόκειται για μια λυτρωτική ελεγεία, που μας συμφιλιώνει με το αναπόφευκτο τέλος, προτείνοντας την προοπτική μιας άλλης ζωής;

Ο Γιον Φόσσε, χωρίς χριστιανικές διδαχές, αναμοχλεύει -όπως και στα περισσότερα έργα του- την εμμονή του: το θέμα της απώλειας, αυτό το μυστηριώδες και τόσο φοβιστικό πέρασμα στην απέναντι όχθη.

Και το παράξενο; Το ομιχλώδες, νοσηρό φως της πατρίδας του, που άθελά του υπογραμμίζει την εσωτερική ανθρώπινη αγωνία, μετατρέπεται, μέσα από τον έρωτα, σε εκθαμβωτική λάμψη ελπίδας.  Με λόγο ελλειπτικό, μετέωρες φράσεις, σιωπές, ψιθύρους, μακρόσυρτες παύσεις,  επαναλήψεις , ελάχιστες κουβέντες, συχνά τετριμμένες, που όμως εκφράζουν το ανείπωτο, ο Νορβηγός συγγραφέας προτείνει «Παραλλαγές θανάτου».

Κι αυτές καθρεφτίζονται στην πορεία της σχέσης ενός διαλυμένου ζεύγους, που, τώρα, μπροστά στην αυτοκτονία της κόρης του αναμετριέται με τις ευθύνες και τις ενοχές του, ενώ αναδρομές στο παρελθόν (έρωτας, χωρισμός, αποξένωση) ξετυλίγουν το «μύθο» της προσωπικής του οδύσσειας.

Από την άλλη, το μοναχοπαίδι τους, μια νεαρή, συμπλεγματική, απομονωμένη ύπαρξη, βρίσκει την ποθούμενη διέξοδο στο πρόσωπο ενός σαγηνευτικού άντρα -την προσωποποίηση του Θανάτου-, που από ασχημόπαπο τη μεταμορφώνει σε πλάσμα λαμπερό, την αποπλανεί και την εισάγει στο δικό του άγνωστο κόσμο, εκεί μέσα «στο μεγάλο φωτεινό ύπνο... στο φωτεινό σκοτάδι εκεί...», όπου συναντά κανείς «την ηδονή του μεγάλου ύπνου».

Βέβαια, το κείμενο του Φόσε, αθόρυβο, χωρίς συγκρούσεις ή κορυφώσεις, εγκλωβίζεται στη μοίρα των φαντασιακών και χωρίς περίγραμμα «ονείρων», είναι εν τέλει περισσότερο ένα ποιητικό επίτευγμα, μια μουσική παρτιτούρα, παρά μια θεατρική δραματουργία. Και αν δεν παρασυρθείς μέσα του, αν δεν χάσεις την αίσθηση του χρόνου και του τόπου, κινδυνεύεις να αφεθείς στην πλήξη.

Ο Γιάννης Χουβαρδάς δεν τρόμαξε μπροστά στις παγίδες του. Τις οικειοποιήθηκε, αν θέλετε τις υπέθαλψε, δημιουργώντας μια ποιητική παράσταση που καθηλώνει με την ατμόσφαιρά της, αλλά ταυτόχρονα εγείρει πολλά ερωτηματικά.

Εντείνοντας την ψυχρότητα του έργου -και την αντανάκλασή του στη σκοτεινή ψυχολογία των ανθρώπων του βορρά- μέσα από την παγωμένη, εκτυφλωτικά λευκή, επιφάνεια που σχεδίασε ευρηματικά η Μάρω Μιχαλακάκου, πάνω στην οποία ισορροπούν δεξιοτεχνικά με τα παγοπέδιλά τους ο θάνατος (ιδανικός για το ρόλο ο Χρήστος Λούλης) και η κόρη (σε ώριμη στιγμή η Αλκηστις Πουλοπούλου), η σκηνοθεσία υπογραμμίζει τη μεταφυσική του διάσταση.

Μόνο που η ενδιαφέρουσα ιδέα της αναζητά αυτό το «κάτι ακόμη» για να ολοκληρωθεί. Οι υπόλοιποι καλοί ηθοποιοί, που αντιπροσωπεύουν τους γονείς σε διαφορετικά στάδια της ζωής τους (Λυδία Φωτοπούλου και Νίκος Καραθάνος, μεγάλοι πια, αντιμετωπίζοντας με απύθμενο άλγος την απώλειά τους, Μαρία Πρωτόπαππα και Γιάννος Περλέγκας στα νεανικά τους χρόνια), υπηρετούν πιστά τις απαιτήσεις αυτού του τόσο ιδιαίτερου κειμένου, καθώς και μια ιδιόρρυθμη κατεύθυνση υποκριτικής, που, ωστόσο, δεν δίνει τη δυνατότητα για σημαντικές ερμηνευτικές καταθέσεις.

Ελένη Πετάση[email protected]