Κριτική Θεάτρου: «Ο επιστάτης»

epistatis-fotografia-2014

Ο Γιώργος Κιμούλης εκπληκτικά μεταμορφωμένος για τις ανάγκες του νέου ρόλου του.

ΤΡΙΤΗ, 01 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2014

Η Ελένη Πετάση γράφει κριτική για την παράσταση «Ο επιστάτης» (του Χάρολντ Πίντερ) που παρουσιάζεται στο θέατρο Δημήτρης Χορν, με τη σφραγίδα του Γιώργου Κιμούλη.

«Νομίζω πως το στοιχείο του παράλογου αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά του Επιστάτη (The Caretaker), παράλληλα όμως δεν είχα την πρόθεση να κάνω απλώς μια κωμική φάρσα... Για μένα είναι ένα κωμικό έργο, ως ένα σημείο όμως. Πέρα απ’ αυτό το σημείο παύει να είναι κωμικό και γι’ αυτό ακριβώς το σημείο το έγραψα», υποστήριξε ο Χάρολντ Πίντερ σε ένα του γράμμα προς τη λονδρέζικη εφημερίδα «Sunday Times», ξεκαθαρίζοντας την προσωπική του άποψη για τη σχέση τραγικού και φάρσας, όπως αναφέρει ο Μάρτιν Εσλιν στο βιβλίο του «Το θέατρο του παραλόγου».

«Αυτό προσπάθησα να κάνω κι εγώ. Ανέβασα αυτή την κωμωδία της απειλής, μέχρι ενός σημείου ως την κωμική ιστορία δύο αδελφών και ενός επιστάτη...», επισημαίνει με τη σειρά του ο Γιώργος Κιμούλης στο πρόγραμμα της παράστασης που παρουσιάζεται στο «Θέατρο Δημήτρης Χορν».

Ωστόσο, ο Κιμούλης, αναλαμβάνοντας την τριπλή ιδιότητα του μεταφραστή-σκηνοθέτη-ηθοποιού και καταθέτοντας μια στέρεη ρεαλιστική ερμηνεία στον ομώνυμο ρόλο, αντί να εξορύξει το χιούμορ μέσα από την ιδιότυπη γλώσσα του Πίντερ -μια γλώσσα σαν κινούμενη άμμος που παραμένει αμφίσημο πεδίο συναλλαγής και με το χαρακτηρισμό pinteresque έχει κατοχυρωθεί στα επίσημα λεξικά- φλερτάρει με επιφανειακά κωμικά τερτίπια (μούτες, μπέρδεμα των λέξεων κ.ά.) τα οποία σπαταλούν την ενέργειά του και απομακρύνονται από τις προθέσεις του συγγραφέα.

Το γέλιο, εξάλλου, που εκμαιεύουν στο κοινό ορισμένα μέρη του έργου -ανέβηκε στο Λονδίνο το 1960 και στην Αθήνα από τον Κάρολο Κουν το 1965- έχει από πολλούς αναλυτές αποδοθεί στην «εξοντωτικά ακριβή απόδοση της ομιλίας της λαϊκής τάξης» - μια ομιλία ιδιωματική που δύσκολα μπορεί να μεταφερθεί στην ελληνική γλώσσα.

Δύο προβληματικά, ορφανεμένα από γονείς, αδέλφια (ο διαταραγμένος Αστον αποδίδεται από τον Νίκο Γεωργάκη πειστικά με χαμηλόφωνους τόνους. Αντίθετα, ο Γιώργος Χρανιώτης, στο ρόλο του αδελφού του Μικ, ενδίδει στην υπερβολή), λοιπόν, και ένας άστεγος, δίχως ταυτότητα, γεμάτος προκαταλήψεις, ματαιόδοξος γέρος, επιδίδονται σε παιχνίδια εξουσίας.

Τρεις αποτυχημένες υπάρξεις, που η ανάγκη τους για συνύπαρξη καταστρέφεται από την προσπάθειά τους να επιβληθούν ο ένας στον άλλο και η αβυσσαλέα αγωνία τους για επιβίωση τους ωθεί σε μεταβαλλόμενες ύπουλες συμμαχίες.

Μέσα από την οριακά εκρηκτική τους σχέση, από την οποία αναδύονται ο φασισμός, η ψυχολογική καταπίεση, η κοινωνική αδικία, η αγνωμοσύνη, η ύβρις, η έλλειψη ταπεινότητας, ο Άγγλος δραματουργός σκιαγραφεί τον αέναα διαφεύγοντα εαυτό των ανθρώπων, εξετάζει τις αντινομίες του, θέτει ερωτήματα που δεν μπορούν να απαντηθούν μόνο με την «κοινή λογική» και συνενώνει το αληθές με το αναληθές.

Κατ’ επέκταση, στον «Επιστάτη» όλα είναι ασαφή και ανοιχτά σε ποικίλες ερμηνείες. Θα μπορούσε κανείς να πει πως οι ήρωές του είναι «αρχέτυπα της διαμάχης μεταξύ δύο νέων ανδρών και ενός γέρου, της μάχης μεταξύ πατέρα και υιών» (Μάρτιν Εσλιν).

Ή ότι είναι ένα «ιδιαίτερα οικιακό έργο σχετικό με την αμείωτη δύναμη των αδελφικών δεσμών όταν αντιμετωπίζουν εισβολείς» (Μάικλ Μπίλινγκτον).

Στην παράσταση του Κιμούλη, ωστόσο, ένα είναι σαφές: προβάλλοντας εικόνες σύγχρονων κοινωνικών αναταράξεων μέσα από μια τηλεόραση που εκπέμπει κατά τη διάρκεια των δρώμενων, συνδέει την τραυματισμένη εποχή που γέννησε τους χαρακτήρες του έργου (γράφτηκε το 1951 σε μια Αγγλία με ανοιχτές ακόμα τις πληγές του πολέμου) με τη σημερινή χαοτική εποχή της οικονομικής κρίσης.

Ελένη Πετάση - [email protected]