Κριτική θεάτρου: «Η προσευχή της κοπέλας που έπεσε μέσα στο πηγάδι και δεν θέλει να πεθάνει»

theatro
ΔΕΥΤΕΡΑ, 07 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2014

Η Ιωάννα Κλεφτόγιαννη γράφει κριτική για την παράσταση «Η προσευχή της κοπέλας που έπεσε μέσα στο πηγάδι και δεν θέλει να πεθάνει» της ομάδας Kursk.

«Η προσευχή της κοπέλας που έπεσε μέσα στο πηγάδι και δεν θέλει να πεθάνει» της ομάδας Kursk (Χάρης Φραγκούλης, Ηρώ Μπέζου, Αργύρης Πανταζάρας και Γιάννης Παπαδόπουλο)ς, η πρώτη παράσταση της νέας, μετά τον Βογιατζή, εποχής του θεάτρου είναι μια δουλειά που σφύζει ζωή και ενέργεια και ξεχειλίζει από την νεανική, αχαλίνωτη και ανοικονόμητη τρέλα των δημιουργών της. Εν μέρει εμφανίζει και τις τάσεις για μια δημόσια εξομολόγηση (εξ ου κι η «Προσευχή»).

Θα ήταν μοιραίο παρόλα αυτά αν αντιμετωπιζόταν αυτό το καταιγιστικό, ειλικρινές αλλά ανερμάτιστο υλικό (μιλάμε πάντα για τον καμβά της πρόζας) με αυστηρότητα. Πώς μπορεί να ειδωθεί; Πιθανώς ως ένα παιχνίδι που η σύμβασή του στήθηκε από τα παιδιά για το παίξουνε τα ίδια. Δύσκολα εισχωρείς ούτως ή άλλως σε αυτό το ερμητικά κλειστό, υποκειμενικό σύμπαν, το τόσο αλλόκοτο και ως δραματουργία και και ως περιεχόμενο τελετουργικό, υπό μια έννοια, παραμύθι που θυμίζει –ιδίως όταν έχει ρίμα, όπως στο«Χρόνε χρόνε ,είσαι εδώ, παίρνω τη μαγκούρα μου και σε κυνηγώ»– τα λαϊκά παραμύθια των παιδικών μας χρόνων (Ντίλι Ντίλι το καντήλι) .

Οι τέσσερις νεαροί ηθοποιοί, με μια εξαιρετικά ανεπτυγμένη μεταξύ τους σκηνική χημεία και επικοινωνία, έθεσαν στο κέντρο της σκηνικής δράσης ένα πηγάδι (αντί για κουνελότρυπα), στο οποίο η ηρωίδα τους πέφτει ως σύγχρονη Αλίκη. Η καταπακτή βρίσκεται στο σημείο τομής δυο ξύλινων επιφανειών που δημιουργούν ένα Χ και οι οποίες έχουν το σωστό βάθος για να αποκαλύπτονται μέσα από μικρά πορτάκια μουσικά όργανα και καρουζέλ, σερβίτσια και κλουβάκια. Στο τέλος, η σκηνή (δηλαδή αυτό το Χ) καταλήγει να είναι ασφυκτικά καλυμμένη από κάθε λογής αντικείμενα. Πάνω σε αυτό το Χ, ισορροπώντας, οι 4 ερμηνευτές μιλούν χωρίς ίχνος αυτολογοκρισίας για όσα σκέπτονται ή έχουν παρόρμηση να αναφέρουν. Μοιάζει να ακολουθούν την μέθοδο των αυτόματων συνειρμών υπνωτισμένοι και έχοντας ξεχάσει το κοινό .

Η παράσταση ξεκινά με τους 3 νεαρούς ως μαθητευόμενους μάγους να παίζουν μουσικές εγερτικές (κλαρίνο, τρομπέτα, βιολί) και να κάνουν φτηνά μαγικά κόλπα , εκτοξεύοντας κουνέλια. Πρόκειται για την πιο ατμοσφαιρική- βουβή- σκηνή της παράστασης. Μετά την εμφάνιση της σύγχρονης Αλίκης στην κυνική σύγχρονη Χώρα των Θαυμάτων, μια κανονική κοπέλα, ηθοποιός στο επάγγελμα, που ονειρεύεται, παραληρεί, πίνει διαρκώς αναψυκτικά lux, μιλά για την οικογένεια και τον φίλο της, απευθυνόμενη σε ένα χάρτινο βατραχάκι - κάποια στιγμή παίζει και μια σκηνή από το Ρωμαίο και την Ιουλιέτα- τα πράγματα περιπλέκονται κι ο έλεγχος χάνεται.

Είναι φανερό ότι οι 4 ηθοποιοί βούτηξαν στα «θέλω» και στις αλήθειές τους χωρίς να ενδιαφερθούν η παράστασή τους να έχει σκηνική οικονομία, χωρίς να νοιαστούν να έχει απρόσκοπτη απεύθυνση και τα λεγόμενά τους μια σχετική συνοχή .

Το ότι εξέφραζαν τις προσωπικές ανησυχίες τους προδίδεται από πολλά σημεία της πρόζας και ειδικά από τον συγκινητικά παιδικό κι ειλικρινή μονόλογο της ηρωίδας: «Πώς γίνεται; Πώς γίνεται; Πώς γίνεται; Κάποιος να σταματάει να αγαπάει; Πώς γίνεται κάποιος να σταματάει να αγαπάει; Αν ερχόταν τώρα o Superman ποιον θα εξουδετέρωνε; Πότε θα καταστραφεί ο κόσμος; Τι θα τρώμε σε 1000 χρόνια; Θα γα@@στε από απόσταση; Θα εξαφανιστούν οι αρρώστιες; Πώς είναι να πετάς; Θα πεθάνει ο μπαμπάς μου; Θα γεννηθεί καμιά ίδια με μένα; Ακριβώς; Υπάρχουν εξωγήινοι; Πώς ήταν ο Ιησούς; Πώς θα ήταν το παιδί μου;».

Είναι πραγματικά τολμηρό από πλευράς του Θεάτρου της Οδού Κυκλάδων να παραχωρηθεί σε ένα τόσο «ανοικτό» και «χύμα» σκηνικό γεγονός, ένας χώρος που αν χαρακτήριζε μια λέξη είναι η τελειοθηρία. Έχουν όμως το δικαίωμα ενίοτε τα παιδιά να παίζουν. Κι εμείς,ακόμη και να εκνευριζόμαστε μαζί τους.

Ιωάννα Κλεφτόγιαννη