Κριτική θεάτρου: «Οι δανειστές»

oi-danistes-new
ΤΕΤΑΡΤΗ, 09 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2014

Η Ελένη Πετάση γράφει κριτική για την παράσταση «Οι δανειστές» του Αύγουστου Στρίντμπεργκ που παρουσιάζεται στο Θέατρο Νέου Κόσμου σε σκηνοθεσία του Θέμελη Γλυνάτση.

«Έχω αναπτερώσει τόσο το ηθικό της που έχασα το δικό μου...» (Άντολφ, σύζυγος της Θέκλας). «Το φίδι χόρτασε και τώρα ξερνάει...» (Γκούσταβ, πρώην άντρας της).

Αυτό το μικρό απόσπασμα από το διάλογο των δύο αντρών, και το απόσταγμα «σε λυπάμαι (Θέκλα) γιατί δεν φταις εσύ, έτσι είσαι» σηματοδοτούν στους «Δανειστές» τη βιτριολική άποψη του Στρίντμπεργκ για τις γυναίκες - γεγονός που, για άλλη μια φορά (όπως στον «Πατέρα» και τη «Δεσποινίδα Τζούλια» κ.α.), πυροδότησε μια ολόκληρη φιλολογία εναντίον του, την οποία ο ίδιος είχε αντικρούσει, υποστηρίζοντας ότι «ο μισογυνισμός είναι η αντεστραμμένη εικόνα του πόθου μου για το γυναικείο φύλο».

Αυτός ο «πόθος», ωστόσο, που τον οδήγησε σε τραυματικές εμπειρίες και, κατ’ επέκταση, στην πεποίθηση ότι «ο άντρας και η γυναίκα βρίσκονται σε αδιάκοπη και ανελέητη μάχη για επικράτηση», σφράγισε τα έργα της λεγόμενης «νατουραλιστικής περιόδου» του.

«Οι δανειστές» του Αύγουστου Στρίντμπεργκ  σε σκηνοθεσία του Θέμελη Γλυνάτση.

Στους «Δανειστές» (1888) ο Σουηδός πρωτοπόρος δραματουργός, αν και ξεφεύγει από τον αμιγή νατουραλισμό, τολμά «να κοιτάξει κατάμουτρα τον αφάνταστο κυνισμό της ζωής, την άσπλαχνη κτηνωδία της, που ασυγκίνητη τσαλαπατάει τον πιο αδύνατο, αυτήν που, με το δίκιο του ισχυρότερου, χωρίς ηθική αισθηματικότητα, γκρεμίζει κάθε εμπόδιο», όπως σχολιάζει ο ψυχολόγος I. Lundberg.

Ανατέμνοντας την υπό κατάρρευση σχέση ενός παντρεμένου ζευγαριού, την οποία υπονομεύει καθοριστικά η ύπουλα εκδικητική παρέμβαση του πρώην συζύγου της ηρωίδας, ο Στρίντμπεργκ εισδύει με οξυδέρκεια στις ψυχές των ηρώων του, στις αιτίες και στο μηχανισμό που παράγουν την εξοντωτική πάλη των δύο φύλων.

Η δωρική, θαυμάσια δουλεμένη παράσταση του Θέμελη Γλυνάτση, δίνοντας το προβάδισμα σε ένα θέατρο λόγου (ιδιαίτερα σημαντική η μετάφραση της Μαργαρίτας Μέλμπεργκ), ακολουθεί και τη βαθύτερη επιθυμία του συγγραφέα: «Ένα τραπέζι και δύο καρέκλες - αυτό είναι το ιδανικό μου».

Μόνο που εδώ η φαντασία συμπληρώνει τη λιτή σκηνογραφία (ενδιαφέρουσα δουλειά του Αδριανού Ζαχαριά), καθώς προστίθενται διαφανή φωτισμένα παραβάν (υπαινίσσονται άραγε δωμάτια άλλων ενοίκων του ξενοδοχείου, όπου διαδραματίζεται το έργο ή ενισχύουν την όποια φαντασίωση), που πίσω τους διαγράφεται η αινιγματική φιγούρα της Αλεξάνδρας Ντεληθέου. Μια φιγούρα «χορογραφημένη», που συσπάται σαν να ακολουθεί μια άηχη μουσική, ένας ακροατής που σχολιάζει σιωπηλά ανομολόγητα συναισθήματα.

Από την άλλη, μια ανεπαίσθητη, αλλά σημαντική σωματική έκφραση (ιδιαίτερα στην κίνηση των δαχτύλων) υπογραμμίζει την εσωτερική σύγκρουση του αξιολύπητου, ευνουχισμένου αλλά ανθεκτικού στην ταπείνωση συζύγου (εξαιρετικός ο Νέστωρ Κοψιδάς). Όπως και της άπληστης ερωτικά συμβίας του (Σοφία Μαραθάκη) και του απατημένου πρώην άντρα της (Συμεών Τσακίρης).

Όλοι δίνουν χαμηλόφωνες, ουσιαστικές ερμηνείες, οι οποίες αφήνουν το λόγο να ακουστεί (κάτι όχι και τόσο αυτονόητο στο εγχώριο θεατρικό τοπίο). Στη δημιουργία της πνιγηρής, βορινής ατμόσφαιρας συμβάλλουν καθοριστικά οι φωτισμοί της Μελίνας Μάσχα και το ηχητικό περιβάλλον του Α. Ζαχαριά.

Ελένη Πετάση - [email protected]