Who is who: Σάμιουελ Μπέκετ

samuel-barclay-beckett-photo-samiouel-mpeket-foto ΠΗΓΗ: WIKIPEDIA

Σύντομη βιογραφία του  Σάμιουελ Μπέκετ (Samuel Barclay Beckett). 

ΤΕΤΑΡΤΗ, 16 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2014

Ο Σάμιουελ Μπέκετ (Samuel Barclay Beckett), γεννήθηκε στην Ιρλανδία το 1906 και πέθανε το 1989 πάσχοντας από εμφύσημα και από τη νόσο του Πάρκινσον.

 Ήταν λογοτέχνης, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας και το έργο του είναι γνωστό για τον μινιμαλιστικό χαρακτήρα του και την βαθιά απαισιοδοξία του για την ανθρώπινη φύση.

Παρά την απαισιοδοξία που αντανακλάται στα έργο του, υπάρχει μια περίεργη αίσθηση του χιούμορ και μια προσπάθεια να φανεί ότι το «ταξίδι» της ζωής είναι αυτό που αξίζει αν και ελλοχεύει δυσκολίες του.

Ο Μπέκετ έχει θεωρηθεί μοντέρνος, μεταμοντέρνος αλλά και «πατέρας» του θεάτρου του παραλόγου, όμως ο ίδιος αρνήθηκε όχι μόνο τους τίτλους αυτούς, αλλά και οποιαδήποτε προσπάθεια να δοθεί νόημα στο έργο του.

Ο Μπέκετ γεννήθηκε σε μια επαρχιακή πόλη κοντά στο Δουβλίνο και  σπούδασε Γαλλικά και Ιταλικά. Διάβασε μανιωδώς τα έργα του Δάντη και το 1928 έδωσε διαλέξεις Αγγλικών στην École Normale Supérieure του Παρισιού, τις οποίες παρακολούθησαν ως φοιτητές ο Σαρτρ και η Σιμόν ντε Μποβουάρ.

Κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο,  ο Μπέκετ ζώντας στο Παρίσι, μετά την είσοδο των ναζιστικών στρατευμάτων στη χώρα, συμμετείχε στη Γαλλική Αντίσταση, δουλεύοντας ως αγγελιαφόρος. Για τα επόμενα δυο χρόνια αρκετές φορές διακινδύνευσε να συλληφθεί από τη Γκεστάπο, ενώ τον Αύγουστο του 1942, η μονάδα του προδόθηκε. Για τον αγώνα του κατά της γερμανικής κατοχής, έχει τιμηθεί από τη γαλλική κυβέρνηση  με το Μετάλλιο Αντίστασης και το Σταυρό του πολέμου, αν και ο ίδιος αναφερόταν με μετριοφροσύνη στο έργο του.

Ο παραλογισμός και η ματαιότητα του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στον ψυχισμό του, και αντικατοπτρίζονται σε όλα του τα έργα, όπως στο «Περιμένοντας τον Γκοντό».

Το 1945, ο Μπέκετ επέστρεψε στο Δουβλίνο όπου στο δωμάτιο της μητέρας του είχε μια «αποκάλυψη» για τη μελλοντική του λογοτεχνική πορεία. Αυτό φάνηκε στο έργο του το 1958, «Η Τελευταία Κασέτα Του Κραππ» ( «Krapp's Last Tape») στο οποίο ο ηλικιωμένος Κραππ ακούει σε μια κασέτα το αποκαλυπτικό παρελθόν του. Πολλοί ήταν οι σχολιαστές που ταύτισαν τον Κραππ με τον Μπέκετ καθώς σε ένα σημείο αναφέρει «...σαφές τελικά σε εμένα πως το σκοτάδι που πάντα πάλευα να κατανικήσω είναι στην πραγματικότητα ο καλύτερός μου σύμμαχος..».

Επίσης, άλλα γνωστά έργα είναι το «Play» και το «Χαρούμενες Μέρες» («Oh les beaux jours»), το οποίο μαζί με το «Περιμένοντας τον Γκοντό» είναι οι μεγαλύτερες επιτυχίες του.

Τα περισσότερα έργα του είναι γραμμένα στα γαλλικά και μεταφρασμένα από τον ίδιο στα αγγλικά, γιατί θεωρεί ότι στα γαλλικά, «είναι πιο εύκολο να γράψεις χωρίς ύφος». Το 1969 του απονεμήθηκε το βραβείο  Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας,  ενώ το 1984 εκλέχθηκε επικεφαλής της Aosdána, της Ένωσης ανθρώπων των Καλών Τεχνών της Ιρλανδίας.

Μαρκέλλα Κουτσομιχάλη