«Η κολεξιόν»: κριτική θεάτρου

collection-photo NIKOLAS KOMINIS

Δημήτρης Καταλειφός και Λουκία Μιχαλοπούλου στην παράσταση «Η κολεξιόν» στο θέατρο Εμπορικό.

ΤΕΤΑΡΤΗ, 23 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2014

Η Μάνια Στάικου γράφει κριτική για την παράσταση «Η κολεξιόν» του Χάρολντ Πίντερ που παίζεται μέχρι τις 4/5 στο Θέατρο Εμπορικόν.

Ένα κουαρτέτο προσώπων σε μια ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα ερωτικής αντιζηλίας, απειλής και αμφιβολίας: η «Κολεξιόν» του Χάρολντ Πίντερ μπορεί να μην ανήκει στα αριστουργήματα που τον έκαναν διάσημο.

Ωστόσο στην Ελλάδα αυτό το σύντομο έργο έχει παιχτεί ελάχιστα, οπότε ήταν σχεδόν «παρθένο» το έδαφος για την σκηνοθέτιδα Ελένη Σκότη. Οι ερμηνευτές-Δημήτρης Καταλειφός, Δημήτρης Μοθωναίος, Αλέξανδρος Μαυρόπουλος και Λουκία Μιχαλοπούλου επιχείρησαν με τη δική της καθοδήγηση να «ξεκλειδώσουν» και να αναδείξουν τις λεπτές αποχρώσεις του κειμένου, τις ειρωνικές γωνίες, τον παιγνιώδη τόνο του.

Το αποτέλεσμα ήταν μια άνιση παράσταση, με τον Δημήτρη Καταλειφό (διαβάστε τη συνέντευξή του για την παράσταση εδώ) να αιχμαλωτίζει το βλέμμα του θεατή και τους τρεις νεαρούς ηθοποιούς να μην κατορθώνουν να κρατήσουν ικανοποιητικό ρυθμό ως το φινάλε.

Η γνωστή προβληματική του Πίντερ για την υποκειμενική διάσταση της αλήθειας, τα τεχνάσματά του με την εισβολή του απειλητικού, αινιγματικού «άλλου», διακρίνονται και σε αυτή την περίπτωση.

Η πλοκή- φαινομενικά απλή- εμπλέκει τέσσερα πρόσωπα από το χώρο της μόδας : ο εστέτ Χάρι (Δημήτρης Καταλειφός) ζει με τον νεαρό σύντροφό του, τον Μπίλι (Δημήτρης Μοθωναίος). Όμως ένας σύζυγος στα πρόθυρα νευρικής κρίσης (Αλέξανδρος Μαυρόπουλος), ο οποίος αγωνίζεται να μάθει αν  η γυναίκα του  Στέλλα (Λουκία Μιχαλοπούλου) τον απάτησε με τον  Μπίλι, κατά τη διάρκεια ενός επαγγελματικού ταξιδιού, ανατρέπει τις ισορροπίες.

Αλλεπάλληλα τηλέφωνα, εύγλωττες σιωπές, διαρκείς ανατροπές, χωρίς να αποκαλύπτεται τι συνέβη την περίφημη βραδιά. Άλλωστε η υποψία ερωτικής προδοσίας δεν είναι παρά το πρόσχημα για να αρχίσει το καθένα από τα πρόσωπα να αμύνεται αλλά και να επιτίθεται οπλισμένο με τη δική του «αλήθεια», κρατώντας -μετά βίας-ως φύλλο συκής μια επίπλαστη ευγένεια, ένα μίνιμουμ «πολιτισμένων» τρόπων.

Ο Δημήτρης Καταλειφός απέδειξε για άλλη μια φορά τη βαθιά πείρα και σοφία του στο χτίσιμο ενός ρόλου. Έκρυψε την βουβή οργή και ανασφάλεια του Χάρι πίσω από μια καλά μελετημένη μπλαζέ πόζα, με σαρκαστικές αιχμές-(συνεπικουρούμενος και από την καλή μετάφραση του Δήμου Κουβίδη).

Ο Δημήτρης Μοθωναίος έπαιξε τον ρόλο του Μπίλι με μια ανέμελη ελαφράδα, ταιριαστή ως ένα βαθμό με το πνεύμα του κειμένου. Δεν κατόρθωσε όμως να μας καθηλώσει όπως είχε κάνει παλιότερα με το «Cock» του Μάικ Μπάρτλετ, γιατί δεν μπόρεσε να την ισορροπήσει στις στιγμές έντασης με τον Αλέξανδρο Μαυρόπουλο.

Η Λουκία Μιχαλοπούλου είχε μια αποδεκτή ερμηνεία, με αξιοσημείωτα όμως κενά στις αποκαλυπτικές στιγμές της σιωπής. Ο Αλέξανδρος Μαυρόπουλος, ήταν κάπως μονόχρωμος στις εκρήξεις του. Και οι τρεις νεαροί ηθοποιοί φαίνεται ότι έχουν πολλές δυνατότητες και ταλέντο.

Όμως απαιτούνταν ενδεχομένως μια πιο στιβαρή και λεπτομερή σκηνοθετική αντιμετώπιση για να κρατήσουν τις κατάλληλες θερμοκρασίες μέχρι το τέλος.

Η ιδέα με τους παραμορφωτικούς καθρέφτες της Εύας Μανιδάκη ήταν καλή, όμως οι κρεμάστρες με τα ρούχα δεν πρόσθεσαν και πολλά πράγματα-τα κοστούμια της όμως ήταν εξαιρετικά. Προσεγμένος φωτισμός από τον Νίκο Βλασόπουλο, ηχητικός σχεδιασμός ακριβείας (βροχή, άνοιγμα και κλείσιμο θυρών) και γοητευτικές τζαζ συνθέσεις από τον Σταύρο Γασπαράτο.

Μάνια Στάικου