«Η μεγάλη Χίμαιρα του Μ. Καραγάτση»: κριτική θεάτρου

ximaira
ΔΕΥΤΕΡΑ, 04 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2014

Η Ελένη Πετάση γράφει κριτική για την sold-out παράσταση «Η μεγάλη Χίμαιρα του Μ. Καραγάτση», που παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών, σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Τάρλοου-του εγγονού του Μ. Καραγάτση. To έργο θα επαναληφθεί το φθινόπωρο στο θέατρο Πορεία.

Eνα εξαιρετικό μυθιστόρημα που ανιχνεύει τη γυναικεία ψυχοσύνθεση, γεμάτο πάθος, απαγορευμένο ερωτισμό και ενοχή είναι η «Μεγάλη Χίμαιρα» του Μ. Καραγάτση (πρωτογράφτηκε το 1936 ως «Χίμαιρα» και κυκλοφόρησε ως «Μεγάλη Χίμαιρα» το 1953), που ανέβασε στο Φεστιβάλ Αθηνών ο Δημήτρης Τάρλοου.

Μέρος της τριλογίας «Γιούγκερμαν-Λιάπκιν-Χίμαιρα», πραγματεύεται επίσης τη δυσκολία που αντιμετωπίζουν οι ξένοι στην προσαρμογή τους με την ελληνική πραγματικότητα, αλλά και την αμφιθυμία των Ελλήνων προς τη Δύση.

Ένα μυθιστόρημα-σταθμός που δυστυχώς ατύχησε στη θεατρική διασκευή του (Στρατής Πασχάλης), αλλά και στη σκηνοθετική του εκδοχή, καθώς δεν μπόρεσε να μεταδώσει τις αινιγματικές αυτές αντηχήσεις που άφηναν τον αναγνώστη έκθαμβο για το πώς μπορούσε να συνδυαστεί τόση ελαφρότητα και τόση βαρύτητα με τόσο βαθύ σκεπτικισμό. Ενα μυθιστόρημα, τέλος, ίσως το πιο ερωτικό του συγγραφέα, που η σχέση έρωτα και θανάτου είναι πιο σημαντική από ποτέ.

Κεντρικό πρόσωπο η Μαρίνα Μπαρέ, μια Γαλλίδα που ερωτεύεται και παντρεύεται έναν Ελληνα καπετάνιο και έρχεται να ζήσει με την οικογένειά του στη Σύρο. Οι δύσκολες συνθήκες και ο πουριτανισμός στο νησί που καταπιέζουν τα ένστικτά της ξυπνούν τους δικούς της εφιάλτες, ενώ η δύναμη της σάρκας την παρασύρει σε ένα ζαλιστικό πάθος με το γοητευτικό αδελφό του συζύγου της, που την οδηγεί στην αυτοκαταστροφή.

Στην παράσταση του Τάρλοου, που έμπλεξε την κινηματογραφική εικόνα (καλή η δουλειά του Χρήστου Δήμα) με τη σκηνική δράση, η ιστορία εξελίσσεται επίπεδα με ελάχιστες ρωγμές. Οπως αυτή που ο σκηνοθέτης εμφανίστηκε στο ρόλο του Καραγάτση (με το πραγματικό του όνομα Δημήτρης Ροδόπουλος), ενώ ταυτόχρονα στην οθόνη βλέπαμε τη δεξίωση στην οποία ήταν καλεσμένος και, εκείνη, που απεικόνιζε τη σεξουαλική ορμή των εραστών. Το κείμενο πλατείαζε, η σκηνοθετική ματιά δεν ξέφευγε από έναν τετριμμένο ρεαλισμό με αποτυχημένες μεταφυσικές νύξεις (η σκηνή με την πεθαμένη κόρη της Μαρίνας που συνομιλεί με τον Μηνά), η σκηνογραφία παρέπεμπε σε τηλεοπτική αισθητική.

Οι ηθοποιοί προσπάθησαν να μην προδώσουν τα πρόσωπα του έργου. Ιδιαίτερα η Αλεξάνδρα Αϊδίνη, προικισμένη με συναισθηματική ωριμότητα και κινησιολογική ευελιξία, επικύρωσε το βάθος της υποκριτικής της δεινότητας. Και ερμήνευσε τη Μαρίνα, σκιαγραφώντας όλες τις ψυχολογικές της μεταπτώσεις -από το ρομαντισμό στο πάθος και από το πάθος στην αυτοκαταστροφή.

Οι υπόλοιποι έδωσαν αξιοπρεπείς αλλά συμβατικές ερμηνείες: ο Νίκος Ψαρράς στο ρόλο του καπετάνιου, η Σοφία Σειρλή ως δεσποτική μητέρα και ο Ομηρος Πουλάκης στο ρόλο του εραστή. Ενδιαφέρουσα η κινησιολογία της Ζωής Χατζηαντωνίου, όπως και η μουσική της Κατερίνας Πολέμη. 

Ελένη Πετάση - [email protected]