Στρατής Πασχάλης: «Το μυστήριο στον Τσιτσάνη είναι τα τραγούδια του»

stratis-pasxalis-fotografia-2014

Ο Στρατής Πασχάλης.

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 29 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2014

Ο Τσιτσάνης, τα αγαπημένα τραγούδια του και οι μούσες του «πρωταγωνιστούν» στο μουσικοθεατρικό και χορευτικό δρώμενο «Σερσέ λα φαμ». Ο Στρατής Πασχάλης υπογράφει το κείμενο αυτής της φιλόδοξης σύνθεσης και μας αποκαλύπτει πώς προσεγγίζει κανείς έναν μύθο στο θεατρικό σανίδι.

Η Σοφία Σπυράτου έχει τη σκηνοθετική εποπτεία, σε μια ακόμη παραγωγή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, για τον σπουδαίο λαϊκό συνθέτη. Τον Τσιτσάνη και τον κουμπάρο του Μουσχουντή θα ενσαρκώσουν, αντίστοιχα οι Λεωνίδας Κακούρης και Χρήστος Σιρμαδάνης, ενώ η Βίκυ Παπαδοπούλου θα είναι η «Αρχόντισσα». Η πρεμιέρα θα δοθεί στο «ακριτικό» Φεστιβάλ των Πρεσπών, στο Νησάκι του Αγίου Αχιλλείου, με ελεύθερη είσοδο στις 30 Αυγούστου και τον Οκτώβριο θα ξεκινήσει ο κύκλος παραστάσεων στη Μονή Λαζαριστών (σκηνή Σωκράτης Καραντινός) στη Θεσσαλονίκη.

Από όλες τις «γυναίκες» στη ζωή και τα τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη, ποια θεωρείτε  σημαντικότερη και ποιο ρόλο της δίνετε στο θεατρικό σας κείμενο;

Νομίζω, την Αρχόντισσα. Την αινιγματική Ελίζα, για την οποία μίλησε και ο ίδιος με μια υπέροχη κατάθεση μνήμης πριν από χρόνια. Ένα τρομερά ενδιαφέρον πρόσωπο, που την ιστορία του «εξομολογείται» υπαινικτικά στο ομώνυμο τραγούδι. Μια μεγαλοαστή με ψυχολογικά προβλήματα και τραγικό τέλος, αληθινή καλλονή, που σαγηνεύει πλατωνικά, σαν Μούσα, τον Τσιτσάνη.  Στο θεατρικό μου κείμενο, η γυναίκα αυτή, έχει τον κεντρικό ρόλο. Κινείται και μέσα και έξω από την όλη ιστορία. Κάτι ξένο προς το περιβάλλον της νύχτας, και γι’ αυτό εξωτικό.

Στην έρευνά σας για τη συγγραφή του κειμένου, ποιες πτυχές του Τσιτσάνη θεωρήσατε ότι είναι περισσότερο αινιγματικές;

Το μυστήριο στον Τσιτσάνη είναι τα τραγούδια του. Η μεταφορά, η αλληγορία, η κρυπτική λειτουργία της ποίησης έχουν μεγάλο μερίδιο σε αυτά. Χωρίς να φαίνονται. Για τους στίχους μιλώ φυσικά που γίνονται ένα με τη μουσική. Γι’ αυτό και είναι τόσο μοναδικά. Είναι μονάδες πυκνές με πολλαπλές αποχρώσεις και συμβολισμούς που μιλούν σε κάθε ψυχή.

Μπορείς να τα τραγουδήσεις σ’ ένα γλέντι με αυθόρμητο αίσθημα, αλλά και να τα ακούσεις μόνος σου με διάθεση στοχαστική, όπως διαβάζεις ποίηση. Τόσο πολύ αυτός ο άνθρωπος μετάγγισε ζωές απλών Ελλήνων σε αυτά, σαν σιωπηλός βαθύς παρατηρητής, που εν τέλει ορισμένα έγιναν σαν αχειροποίητα. Ο νους πηγαίνει στον Παπαδιαμάντη και τον Καβάφη. Μα και στον Καρυωτάκη ώρες-ώρες, στα πικρά αδιέξοδα….

Στη σκηνή ζωντανεύετε και  τον αστυνομικό διευθυντή Θεσσαλονίκης, τον Μουσχουντή, τον κουμπάρο του Τσιτσάνη. Πώς προσεγγίσατε αυτό το μυστηριώδες πρόσωπο και ποιο ρόλο διαδραματίζει στη ζωή του Τσιτσάνη;

Δεν κάνουμε βιογραφική αναπαράσταση. Όλα συμβαίνουν σε μια άχρονη στιγμή. Τα πρόσωπα συνυπάρχουνε ταυτοχρόνως, ανεξάρτητα αν το ένα πέρασε από τη ζωή του συνθέτη τη δεκαετία του ‘ 30 και το άλλο τη δεκαετία του 50. Και μάλιστα συνυπάρχουν όχι σαν αναπαραστάσεις πραγματικών προσώπων, αλλά σαν φανταστικά πρόσωπα.

Ο μόνος που μιλάει με τα λόγια του Βασίλη Τσιτσάνη (παρμένα από συνεντεύξεις του) είναι ο κεντρικός ανδρικός ρόλος, ο Βασίλης, ο οποίος μάλιστα στο φινάλε υπογραμμίζει : «Βέβαια….. όλα αυτά …. ή δεν έγιναν ποτέ…. ή αν έγιναν, έγιναν αλλιώς, κι οπωσδήποτε σ’ άλλους καιρούς το καθένα ….». Για μια μυθοπλασία λοιπόν πρόκειται, με αφορμές από τη ζωή και το έργο. Στην ιστορία εμφανίζεται ξαφνικά ένας Αστυνόμος, κάτι όπως ο Ιαβέρης των Αθλίων, που «παρακολουθεί» και συμπάσχει, καταδικασμένος στο ρόλο του, ανθρώπινος μα και θύτης. Ένα αρχέτυπο. Όπως και οι υπόλοιποι ρόλοι άλλωστε.

Ένα θεατρικό κείμενο για έναν δημοφιλή καλλιτέχνη ενέχει και τον κίνδυνο της αγιοποίησης ή της μελό νοσταλγίας. Εσείς πώς προσπαθήσατε να αποφύγετε αυτές τις δύο συμπληγάδες στην παράσταση «Σερσέ λα φαμ»;

Ακούστε. Ο καλλιτέχνης, που το έργο του αγαπιέται, και μάλιστα πολύ, για τόσα χρόνια, από ένα σημείο και πέρα δεν απασχολεί σαν πρόσωπο. Υπάρχει το έργο αντί γι’ αυτόν. Κι αν το έργο αντέχει, η βιογραφία σιγά-σιγά γίνεται δευτερεύουσα. Ή ταυτίζεται με το έργο.  Γι’ αυτό άλλωστε και η παράστασή μας είναι μια ελεύθερη μυθοπλασία πάνω στα τραγούδια, όπου η ζωή κινείται γύρω τους σαν κάτι φανταστικό. Σαν μια προέκτασή τους. Μοιραία η εξιδανίκευση υπάρχει. Και γιατί όχι. Εφόσον το έργο, που είναι ιδανικό, απορροφά την προσωπικότητα. Αυτό ισχύει για όλους τους μεγάλους που έκαναν τόσο βαθιές τομές, όπως ο Τσιτσάνης.

Για το δεύτερο σκέλος, το μελό και τη νοσταλγία, αυτά και τα δύο, εγώ προσωπικά δεν τα αποφεύγω σώνει και καλά, αν μου προκύψουν. Δεν αστυνομεύω τον εαυτό μου αν νιώθω πως κάτι βγαίνει από δική μου ανάγκη. Το μελόδραμα είναι μέρος της τέχνης και της λογοτεχνίας και η νοσταλγία πάει μαζί με τη μνήμη. Αρκεί να γίνονται με γνησιότητα και καλό γούστο. Αυτό το προσέχω, όσο μπορώ. Το κείμενο μοιραία έχει στοιχεία νεορεαλιστικού μελοδράματος. Αλλά υπάρχει και κάτι ανοιχτό, κάτι που συνεχώς αποσιωπάται ή εκκρεμεί, καθόλου μελοδραματικό.

Να αναμένουμε ένα τυπικό βιογραφικό πορτρέτο;

Όχι. Όπως σας είπα, μπλέξαμε την ιστορία μιας περίεργης γυναίκας, της Ελίζας,  με ιστορίες μικρών ανθρώπινων δραμάτων σαν παρμένες από παλιά ελληνικά φιλμ, χωρίς όμως εξέλιξη. Όλα τα διακόπτει η Βία που εκτελεί τυφλά. Περισσότερο μιλάμε για τη μοναξιά των δύο φύλων που ενώ θέλουν να παραδοθούν το ένα στο άλλο, και το κάνουν ενίοτε, ωστόσο η μοναξιά παραμονεύει και κλείνει και τον άνδρα και τη γυναίκα, τον καθένα στην προσωπική του φυλακή τελικά. Ενώ τα όποια κατεστημένα ορίζουν τον σκληρό περίγυρο αυτής της ερωτικής αναμέτρησης, και μπορεί να δώσουν τη λύση ωμά, χωρίς αισθήματα, βάζοντας τα πράγματα στη θέση τους με τον ήχο του όπλου. Ερημιά, σκληρότητα, έρωτας, θάνατος. Αλλά και χιούμορ.

Δουλεύετε μόνος ένα κείμενο ή συνεργάζεστε με τους ηθοποιούς και τον σκηνοθέτη, εξελίσσοντας το έργο σας; Ποια μέθοδο έχετε επιλέξει και γιατί;

Εξαρτάται. Συνεργάζομαι κυρίως με το σκηνοθέτη, αφού όμως έχω βρει και προχωρήσει την ιδέα. Με τους ηθοποιούς σπάνια. Σε αυτή την περίπτωση καθόλου, λόγω απόστασης. Αλλά έχω εμπιστοσύνη στο ένστικτο και την εργατικότητα της Σοφίας Σπυράτου που είναι εξαιρετική συνεργάτης.

Κάθε τραγούδι του Τσιτσάνη κρύβει και τη δική του ιστορία. Ποιο ήταν εκείνο που κέντρισε τη δική σας δημιουργικότητα;

Πολλά. Η Αρχόντισσα όμως με μάγεψε όταν τη «διάβασα» αληθινά. Δεν είναι απλώς ένα τραγούδι ερωτικής απόρριψης λόγω αλαζονείας που γεννούν τα πλούτη, αλλά το σπαρακτικό πορτραίτο μιας μαρτυρικής Εκλεκτής.

Στη διαδρομή σας σταθήκατε περισσότερο στο διάστημα που έμεινε ο Τσιτσάνης στη Θεσσαλονίκη; Γενικότερα πώς συνδέεται ο μύθος του με αυτή την πόλη;

Όπως σας είπα όλα κινούνται εκτός τόπου και χρόνου. Όμως η Θεσσαλονίκη στοιχειώνει το κλίμα της παράστασης, με το μυστικισμό και τη γοητεία της. Δεν είναι τυχαίο που τα καλύτερα τραγούδια του γράφτηκαν εκεί. Τραγούδια συννεφιάς φτιαγμένης από κατάνυξη κι ανθρωπιά.

Τα τελευταία χρόνια έχετε «μετακινηθεί» από την ποίηση στη θεατρική διασκευή και τη δραματουργία. Πώς προέκυψε αυτή η αλλαγή;

Πριν ενάμιση χρόνο κυκλοφόρησαν «Τα Εικονίσματα», ένα ποιητικό βιβλίο που το έγραφα από το 2008. Ταξιδεύω κάθε τόσο στο εξωτερικό όπου με καλούν να διαβάσω ποίηση. Παρακολουθώ τους νέους ποιητές  με πολύ ενδιαφέρον. Γράφω σκέψεις πάνω στην ποίηση που δεν τις δημοσιεύω ακόμα. Δεν μετακινήθηκα. Η ποίηση με απασχολεί πάντα. Και στο θέατρο με αυτά που κάνω, χωρίς να φαίνεται, αυτήν υπηρετώ.

Στο θέατρο Πορεία ανεβαίνει ξανά το φθινόπωρο η διασκευή σας πάνω στη «Μεγάλη Χίμαιρα» του Καραγάτση, μια από τις sold-outπαραστάσεις του Φεστιβάλ Αθηνών. Τώρα, που ο πυρετός της συγγραφής και της πρεμιέρας καταλάγιασε, πώς είδατε-με την όποια χρονική απόσταση-το δημιούργημά σας επί σκηνής; Ήταν μια παρεξηγημένη περίπτωση συγγραφέα ο Καραγάτσης; Και ποια πλευρά του έργου του, προσπαθήσατε να αναδείξετε;

Ο Δημήτρης Τάρλοου έφτιαξε μια μαγική παράσταση. Νομίζω πως το κοινό το κατάλαβε. Ο Καραγάτσης είναι ένας συγγραφέας διάχυτος, γεμάτος από ετερόκλητα, που δεν τα τιθασεύει, κι όμως σε γοητεύουν. Γι’ αυτό κάποιοι τον θεωρούσαν προχειρογράφο. Ναι, δεν ήταν στυλίστας. Είχε όμως ισχυρό ταλέντο, παρά στις ανισότητές του.  Στην παράσταση, δεν θελήσαμε μια δραματουργική επεξεργασία του μυθιστορήματος. 

Όλα αυτά τα έχουμε κάνει πολύ και, όπως και να’ χει, παραπέμπουν σε λογιοσύνη. Άλλωστε τη Χίμαιρα την έγραψε δύο φορές και μπορεί κατά τη γνώμη μου να την έγραφε και τρίτη. Έχει μια θολή ρευστότητα αυτό το κείμενο. Δεν είναι άρα το ύφος που μετρά σαν κάτι τέλειο και μοναδικό. Αλλά η αύρα του κειμένου σαν σκοτεινή αγωνία. Αυτό το μυθιστόρημα μιλά με αυτά που «ψυχαναλύει» κανείς γύρω απ’ τις λέξεις.

Επιδιώξαμε λοιπόν μια εντελώς πρωτότυπη κατασκευή με φράσεις από το λογοτεχνικό κείμενο, ακόμα και φράσεις θεωρητικών ή λυρικών σκέψεων, μια κατασκευή που παραπλανεί ως αστικό ηθογραφικό μελόδραμα (γνώρισμα και του μυθιστορήματος) , ενώ στις λεπτομέρειες και στο δεύτερο πλάνο καραδοκεί ο εφιάλτης, το χάος, η ανακολουθία, το κλείσιμο ματιού, το παράδοξο, το ψυχογράφημα. Όλο μαζί θέλαμε να θυμίζει κινηματογραφημένο όνειρο, δηλαδή, κάτι χιμαιρικό. Αλλά να προσλαμβάνεται και στο πρώτο επίπεδο σαν τραγική ερωτική ιστορία. Όπως και το βιβλίο. Κι αυτό εγώ προσωπικά το είδα να συμβαίνει στη σκηνή.

Στο Φεστιβάλ Αθηνών, ανέβηκε και η μετάφρασή σας στο «Ατλαζένιο γοβάκι» του Πολ Κλωντέλ (σε σκηνοθεσία της Έφης Θεοδώρου). Ποια ήταν η πρόκληση για εσάς, στη μετάφραση αυτού του magnus opum του Κλωντέλ;

Η ανάγκη να μεταφραστούν και οι πεντακόσιες σελίδες ενός μνημείου του παγκοσμίου θεάτρου που ο Μπρεχτ το θεώρησε το πιο ενδιαφέρον θεατρικό κείμενο του ’20 αιώνα. Πριν από εκείνον, ο Κλωντέλ είχε εφεύρει την αποστασιοποίηση, πριν το θέατρο του παραλόγου, το παράλογο. Ήταν για μένα μια εμπειρία τεράστιου κόπου αλλά και μαθητείας.

Ταυτότητα παράστασης: κείμενο: Στρατής Πασχάλης. Σκηνοθεσία- χορογραφία: Σοφία Σπυράτου. Σκηνικά- Κοστούμια: Μανόλης Παντελιδάκης. Φωτισμοί: Γιώργος Τέλλος. Ενορχήστρωση- Μουσική επιμέλεια: Κώστας Βόμβολος. Μουσική διδασκαλία: Λία Βίσση
Βοηθoί σκηνοθέτη: Στέλιος Χατζηαδαμίδης- Γιώργος Βουρδαμής. Βοηθός χορογράφου: Γιάννης Μάρτος. Βοηθός σκηνογράφου- ενδυματολόγου: Χαρά Τσουβαλά. Βοηθός ενορχηστρωτή: Αλκυόνη Θηλυκού. Οργάνωση παραγωγής: Πέτρος Κοκόζης. Τραγουδούν: Δημήτρης Μπάσης, Γιώτα Νέγκα, Λιζέτα Καλημέρη, Γιάννης Διονυσίου. Πρωταγωνιστούν: Λεωνίδας Κακούρης (Τσιτσάνης), Βίκυ Παπαδοπούλου (Αρχόντισσα), Χρήστος Σιρμαδάνης (Μουσχουντής). Παίζουν (με αλφαβητική σειρά): Χρύσα Ζαφειριάδου, Εφη Δρόσου, Στέλιος Καλλιστράτης,  Αννέτα Κορτσαρίδου,  Άννα Κυριακίδου,  Δημήτρης Μορφακίδης,  Ευγενία Πανταζόγλου, Νίκος Πολοζιάνης, Αλεξία Σαπρανίδου, Δημήτρης Σπορίδης. 
  
Χορεύουν (με αλφαβητική σειρά):  Γιάννης Βαγιονάς, Στέλλα Εμίνογλου, Κώστας Καφαντάρης, Άννα Λιανοπούλου, Άννα Μανούδη, Γιάννης Μάρτος, Μαργαρίτα Παναγιώτου, Λουτσιάνα Παπαδάκη, Τάσος Παπαδόπουλος, Ηλίας Τσάκωνας.

Παίζουν οι μουσικοί: Παύλος Παφρανίδης,  Κώστας Ιακώβου, Μελίνα Ατρείδου,  Ηλίας Γυλός, Ανδρονίκη Δονουκάρα, Γιάννης Καρακαλπακίδης, Δημήτρης Κριτσίμης,  Νίκος Παπακωνσταντίνου,  Νίκος Ψοφογιώργος. Η Ευανθία Ρεμπούτσικα ανοίγει και κλείνει την παράσταση με αυτοσχεδιασμούς πάνω στα μαγικά τραγούδια του Τσιτσάνη.

Πληροφορίες: «Σερσέ λα φαμ» 30 Αυγούστου,  στο φεστιβάλ «Πρέσπες 2014», Βασιλική, Νησάκι Αγίου Αχιλλείου, ώρα έναρξης:20:30. Είσοδος ελεύθερη. Τηλ. 2315 200200 και www.ntng.gr .

Μάνια Στάικου