«Σμύρνη μου αγαπημένη»: κριτική θεάτρου

smurni-mou-agapimeni
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 07 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2014

Ο Γιάννης Μόσχος γράφει κριτική για την παράσταση «Σμύρνη μου αγαπημένη» που παρουσιάζεται στο «Θέατρον» του Κέντρου Πολιτισμού Ελληνικός Κόσμος σε σκηνοθεσία Μιμής Ντενίση.

Η Μικρασιατική καταστροφή είναι ένα ιστορικό γεγονός, που δεν έχει «αποβάλει» ακόμη την άγκυρα της μνήμης, με αποτέλεσμα κάθε φορά που επιστρέφουμε στα γεγονότα του 1922 με οποιαδήποτε αφορμή, η συναισθηματική φόρτιση να διατηρείται έντονη. Έχουν περάσει 82 χρόνια από τη «μαύρη σελίδα» της ελληνικής ιστορίας και όμως συνεχίζονται τα debates με αφορμή τις συνθήκες που πραγματοποιήθηκε η προσφυγιά στην Ελλάδα και η ανταλλαγή πληθυσμών και λέξεις όπως «συνωστισμός» δημιουργούν νέους κύκλους διαξιφισμών. Όταν ανεβάζεις λοιπόν μια θεατρική παράσταση με θέμα τη Σμύρνη και το χρονικό της καταστροφής της, το εγχείρημα καθίσταται δυσκολότερο αφού πρέπει να καταφέρεις να ισορροπήσεις το ψυχαγωγικό με το ιστορικό κομμάτι, χωρίς να «ρίξεις» κανένα από τα δύο.

Η «Σμύρνη μου αγαπημένη» της Μιμής Ντενίση ξεκίνησε τις παραστάσεις στο «Θέατρον» του Κέντρου Πολιτισμού Ελληνικός Κόσμος από τις 30 Οκτωβρίου, η έρευνα όμως άρχισε πολύ νωρίτερα. Το έργο αποτελεί τον τελικό προορισμό εξονυχιστικής ιστορικής έρευνας ετών από την ίδια την Μιμή Ντενίση η οποία καλύπτει την περίοδο από το 1917 έως το 1923.

Η ιστορία αναβιώνει μέσα από μια εύπορη οικογένεια στη Σμύρνη και μέσα στις 3 ώρες της παράστασης βλέπουμε διάφορες πτυχές της καθημερινής ζωής τους. Μπαίνουμε μέσα στα σαλόνια και την κουζίνα τους, βλέπουμε τον τρόπο που διασκεδάζουν και ακούμε τη μουσική τους και γινόμαστε παρατηρητές των πολιτικών διενέξεων που αντικατοπτρίζουν ό,τι συνέβαινε πίσω στην Ελλάδα και που τελικά οδήγησαν κατευθείαν «στο χείλος του γκρεμού». Όλα αυτά ζωντανεύουν μπροστά στα μάτια μας μέσα από πλούσιο φωτογραφικό υλικό της εποχής, εντυπωσιακά σκηνικά που αλλάζουν συνεχώς, λαμπερά κοστούμια που αντικατοπτρίζουν την κοσμοπολίτικη φύση της πρωτεύουσας της Ιωνίας και ζωντανή μουσική από την ορχήστρα Εστουδιαντίνα με τραγουδιστές τον Μπάμπη Τσέρτο και τη Σοφία Μέρμηγκα.

Ως εγχείρημα, φαντάζει τόσο απαιτητικό που είναι λογικό να είσαι δύσπιστος σχετικά με το κατά πόσο μπορεί να λειτουργήσει. Και ειδικά όταν μιλάμε για ένα 3ωρο έργο, το φάσμα της αποτυχίας είναι καταστροφικό. Όλα τα σύννεφα σκεπτικισμού διαλύονται όμως στο πρώτο δεκάλεπτο της παράστασης. Η απόφαση της Μιμής Ντενίση να διατηρήσει πέρα από το κείμενο. τη σκηνοθεσία και τον πρωταγωνιστικό ρόλο, αποδεικνύεται καθοριστική, αφού η ίδια έχει κάνει την έρευνα και γνωρίζει καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο πώς πρέπει να αποδοθεί το θέμα και τι τόνο πρέπει να επιλέξει. Οι ζωντανές αλλαγές χώρων και σκηνικών λειτουργούν καταπληκτικά και διατηρούν το κοινό σε εγρήγορση. Είναι ελάχιστες οι φορές που βλέπουμε κάτι τόσο φιλόδοξο στη θεατρική σκηνή της χώρας μας και ακόμη πιο σπάνιες είναι αυτές που λειτουργεί.

Η εστίαση πάνω σε μια συγκεκριμένη οικογένεια βοηθά στο να τονωθεί η δραματουργία της παράστασης, την ίδια στιγμή που μέσα από αυτή διακρίνονται ευρύτερα χαρακτηριστικά της ζωής στη Σμύρνη. Γιατί αν δεν καταλάβεις τι είχες, τότε δε θα αξιολογήσεις σωστά όσα έχασες. Πολύ σημαντικό κομμάτι είναι ωστόσο και αυτό που αφιερώνεται στους χαρακτήρες των Τούρκων. Δεν ήταν μια αόρατη απειλή, ούτε η καταστροφή ήλθε ξαφνικά μια μέρα του Σεπτέμβρη. Όλα άρχισαν χρόνια πριν με το κίνημα των Νεότουρκων. Και από τη μια οι ανισότητες της κοσμικής ζωής των ελληνικών πληθυσμών και της όχι και τόσο πλουσιοπάροχης των Τούρκων και από την άλλη η διχόνοια και οι δισταγμοί στην ελληνική πολιτική σκηνή που οδήγησαν σε έναν επεκτατισμό που δεν μπορούσε να στηριχθεί, απλώς φούντωσαν ένα ήδη υπάρχον μίσος.

Οι ερμηνείες κυμαίνονται όλες σε υψηλό επίπεδο. Η Μιμή Ντενίση καταθέτει πάθος πάνω σε ένα πρότζεκτ ζωής και έχει δίπλα της έναν πολυπληθή θίασο εξαίρετων ηθοποιών για να τη στηρίξει. Από αυτούς ξεχωρίσαμε τον Τάσο Νούσια που παραδίδει ίσως την κορυφαία ερμηνεία της παράστασης στο ρόλο ενός Τούρκου που βρίσκεται ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα και διανύει τη μεγαλύτερη απόσταση ανάμεσα στους χαρακτήρες από την αρχή μέχρι το τέλος του έργου. Η Νέδη Αντωνιάδη διαθέτει την κλάση που θα της επιτρέψει να υποδυθεί μέλος της υψηλής κοινωνίας και πείθει περισσότερο από κάθε άλλον για αυτό, ενώ ο Κρατερός Κατσούλης στέκεται επάξια δίπλα της. Η Κατερίνα Γερονικολού με φυσική λάμψη και περίσσεια σπιρτάδα είναι η πιο φρέσκια παρουσία και το ρομάντζο με τον Δημήτρη Μακαλιά έχει καλή χημεία και καταλήγει σε μια από τις πιο ενδιαφέρουσες υπο-ιστορίες. Τέλος, ο Κώστας Βουτσάς βρίσκεται σε κέφια, στην καλύτερη επιλογή ρόλου του τα τελευταία χρόνια.

Στο πρώτο μέρος η παράσταση μας παρουσιάζει την καθημερινότητα των Ελλήνων της Ιωνίας και στο δεύτερο μέρος προετοιμάζει βραδυφλεγώς για τη μεγάλη καταστροφή. Το τελευταίο εικοσάλεπτο είναι ιδιαίτερα έντονο, καθώς το να βλέπεις τις θηριωδίες που εκτυλίχθηκαν να αναβιώνουν μπροστά σου είναι ένα σκληρό θέαμα ακόμη και αν δεν έχεις καμία σχέση με την Μικρά Ασία και ό,τι γνωρίζεις το έμαθες μέσα από τα σχολικά εγχειρίδια της Ιστορίας. Η αναπαράσταση είναι πιστή και αναμοχλεύει τη συλλογική μνήμη και τις μαρτυρίες.

Αυτό δε σημαίνει ότι η «Σμύρνη μου αγαπημένη» είναι μια καθόλα άρτια παράσταση χωρίς κάποια ελαττώματα. Αν θέλει να είναι ιστορική, σε κάποια σημεία το παρακάνει με το μελό και αν τη δεις ως καθαρή δραματουργία, σε σημεία λειτουργεί περισσότερο ως ιστορικό ντοκουμέντο απ’ ό,τι θα ήθελες. Αυτά όμως είναι λογικά επακόλουθα, όταν μιλάμε για κάτι τόσο «μεγάλο». Γιατί κάπου στη μέση πετυχαίνει να σε κάνει να μην κοιτάξεις την ώρα ούτε μια στιγμή, να σε ξεσηκώσει με τη μουσική της, να σου μεταφέρει κοσμοπολίτικο αέρα Μικράς Ασίας και να σε συγκινήσει σε σημείο που δεν περιμένεις. Πρόκειται για μια από τις ευχάριστες έκπληξεις της φετινής θεατρικής σεζόν, είναι το magnum opus της Μιμής Ντενίση και αξίζει να τη δείτε ως ένα «θησαυρό» μιας τόσο σημαντικής εποχής του ελληνισμού.

Γιάννης Μόσχος
[email protected]