«Ο Γλάρος»: κριτική θεάτρου

glaros
ΤΕΤΑΡΤΗ, 26 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2014

Ο Γιάννης Μόσχος γράφει κριτική για την παράσταση «Ο Γλάρος» του Αντόν Τσέχωφ που παρουσιάζεται στο θέατρο Θησείον σε σκηνοθεσία Κώστα Φιλίππογλου.

Ο τρόπος με τον οποίο το θέατρο του Τσέχωφ αντλεί δύναμη από τα τοπία μπορεί να παραλληλιστεί μόνο με το σινεμά του Ταρκόφσκι. Τα συναισθήματα ατέρμονης λαχτάρας των χαρακτήρων έρχονται σε απόλυτη ταύτιση με την απέραντη μελαγχολία της ρωσικής φύσης και δημιουργούν στο θεατή μια αίσθηση δέους μπροστά στα διαχρονικά αδιέξοδα όσων τα έχουν βρει σκούρα να συμβιβαστούν μόνο με αυτά που τους δίνονται.

Το να καταφέρεις λοιπόν να αποδώσεις τον Τσέχωφ επί σκηνής είναι κάτι που ποτέ δεν εξελίσσεται σε απλή και εύκολη διαδικασία. Πρέπει πρώτα απ’ όλα να επιτύχεις στην καθαρή εικονοποίηση των τοπίων στη φαντασία του κοινού και έπειτα γύρω από αυτό να χτίσεις ένα υπαρξιακό δράμα χαρακτήρων. Αν αποτύχεις στο πρώτο βήμα, τότε το αποτέλεσμα θα καταστεί μάλλον άνευρο και επίπεδο.

Ο Κώστας Φιλίππογλου αποφάσισε να ανεβάσει τον «Γλάρο» στο θέατρο Θησείον, κατι που από μόνο του λόγω της φύσης του χώρου αποτελεί στοίχημα. Υπάρχουν όμως και άλλες ελευθερίες στην απόδοση του έργου. Από τους δέκα χαρακτήρες κρατά τους έξι, όσους μόνο ασχολούνται ή θέλουν να ασχοληθούν με οποιονδήποτε τρόπο με την τέχνη. Όσοι είναι συμβιβασμένοι με τη ζωή τους δίχως άλλες έγνοιες (ο επιστάτης και η γυναίκα του, ο γιατρός και ο δάσκαλος) παρουσιάζονται ως ανδρείκελα με τις φωνές των ηθοποιών της παράστασης. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η απόφαση αυτά τα ανδρείκελα να φορούν κανονικά ρούχα εποχής, ενώ οι υπόλοιποι έξι πρωταγωνιστές είναι ντυμένοι στα λευκά, σαν να είναι διάφανοι και να διακρίνουμε τις ψυχές τους.

Έπειτα, ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του «Γλάρου» είναι η ακινησία. Η δράση είναι εσωτερική και συντελείται μέσα στους χαρακτήρες παρά εξωτερικά, χωρίς να εκφράζεται μέσω της κίνησης. Αυτό στην εκδοχή του Φιλίππογλου αλλάζει με τον κάθε ηθοποιό να φέρει και από μια καρέκλα την οποια κουβαλά μαζί του σε κάθε γωνία της σκηνής, αλλά και με την εκμετάλλευση όλου του διαδρόμου της σκηνής του Θησείον, όπως για παράδειγμα με τη μίμηση των ψαριών στη λίμνη του εξοχικού κτήματος στο οποίο διαδραματίζονται οι τέσσερις πράξεις του έργου. Κάποια τεχνάσματα λειτουργούν, κάποια άλλα όχι και από εκεί και πέρα το θέμα είναι καθαρά προσωπικό πόσο θετική ή αρνητική εντύπωση θα προκαλέσουν στον καθένα.

Το κείμενο του Τσέχωφ είναι έτσι κι αλλιώς εξαιρετικό, εκφράζοντας ανάγλυφα τα όνειρα και τους έρωτες χωρίς ανταποκριση μιας ομάδας χαρακτήρων που αδυνατούν να κατευνάσουν τις επιθυμίες τους, το ζητούμενο είναι λοιπόν αν κατάφερε να μεταφερθεί με τέτοιον τρόπο ώστε να μη χάσει κανένα από τα νοήματά του. Στους έξι χαρακτήρες που επικεντρώνεται ο Φιλίππογλου διακρίνουμε τρεις έμπειρους ηθοποιούς (Ναταλία Τσαλίκη, Αλέξανδρος Λογοθέτης, Γιάννης Στεφόπουλο) και τρεις νέους (Σοφία Γεωργοβασίλη, Ιριδα Μαρά, Γιάννης Καραούλης), με αυτό το διαχωρισμό εκτός από εμπειρικός να είναι και δομικός.

Η κίνηση της Φρόσως Κορρού κατέχει εξέχουσα σημασία στην παράσταση, αφού ουσιαστικά αναλαμβάνει να «δημιουργήσει» τα σκηνικά. Η δουλειά που έχει γίνει είναι εξαιρετική και συμβαδίζει με την ποίηση που αναβλύζει από τον «Γλάρο», δε θα φαινόταν όμως αν οι ηθοποιοί δεν μπορούσαν να την αναδείξουν. Και οι τρεις εκπρόσωποι της νέας γενιάς όντας πιο κοντά στο σύγχρονο σωματικό θέατρο προσφέρουν τη βάση ώστε να αναδειχθούν οι ερμηνείες των υπολοίπων. Ξεχωρίσαμε την Ίριδα Μάρα για την αρμονία και την ελαστικότητα της κίνησής της, σαν παράσταση όμως συνολικά τους ταιριάζει περισσότερο και θα είναι άδικο να υποσκιαστούν από τα μεγαλύτερα ονόματα. Η μουσική των Lost Bodies ταιριαστή και συνδράμει στο να εξαλείψει τυχόν άβολες στιγμές στις παύσεις.

«Ο Γλάρος» του Φιλίππογλου απευθύνεται κατά βάση στο κοινό που είναι εξοικειωμένο με τις νέες τάσεις του θεάτρου και δεν περιμένει μια κλασική ανάγνωση. Είναι ένα ερώτημα κατά πόσο αυτό ταιριάζει με το έργο του Τσέχωφ, πάντως αξίζει να του αναγνωρίσουμε ότι έχει μια σκηνοθετική σφραγίδα και μένει πιστός στην αντίληψή του για το θέατρο. Η καλύτερη παράστασή του που παίζεται αυτή την περίοδο είναι το «Μένγκελε», ως πείραμα ωστόσο «Ο Γλάρος» έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και θα ανταμείψει όσους δεχθούν την αφαιρετική μορφή αφήγησης.

Τέλος, να σημειώσουμε για τη διευκόλυνσή σας ότι στο συγκεκριμένο χώρο και ειδικά για αυτή την παράσταση είναι καλύτερο να κάθεστε στα πίσω καθίσματα για καλύτερη και πανοραμική αντίληψη των όσων συμβαίνουν στη σκηνή-διάδρομο.

Γιάννης Μόσχος
[email protected]