«Το νησί των σκλάβων»: κριτική θεάτρου

to-nisi-ton-sklabon
ΠΕΜΠΤΗ, 05 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2015

Ο Γιάννης Μόσχος γράφει κριτική για την παράσταση «Το νησί των σκλάβων» του Μαριβώ που παρουσιάζεται στο Θέατρο Τέχνης (Υπόγειο) σε σκηνοθεσία Μαριάννας Κάλμπαρη.

Το Θέατρο Τέχνης εισέρχεται στη δεύτερη περίοδο του νέου κύκλου του υπό την επιμέλεια της Μαριάννας Κάλμπαρη και έχει ήδη πετύχει να αποκτήσει μια νέα ταυτότητα. Έχει βρει μια κοινή σύγχρονη αισθητική στις παραστάσεις του, η οποία ξεχωρίζει ακόμη και στις όποιες αστοχίες. Υπό αυτή την έννοια, η πρώτη εντύπωση είναι θετική αφού έχει κερδηθεί ένα ομογενοποιημένο κοινό έτοιμο να παρακολουθήσει τις νέες παραστάσεις που θα μας φέρουν μέχρι την άνοιξη. Τα εγκαίνια αυτού του δεύτερου κύματος έγιναν με «Το νησί των σκλάβων» του Πιέρ ντε Μαριβώ που ανεβαίνει στο Υπόγειο σε σκηνοθεσία της ίδιας της Μαριάννας Κάλμπαρη.

«Το νησί των σκλάβων» γράφτηκε το 1725, παραμένει ωστόσο θλιβερά σύγχρονο μέχρι και σήμερα. Δύο αριστοκράτες (ο Ιφικράτης και η Ευφροσύνη) και οι υπηρέτες τους (ο Αρλεκίνος και η Κλεάνθις) βρίσκονται ναυαγοί σε ένα νησί που κατοικείται από εξεγερμένους σκλάβους της αρχαίας Αθήνας. Εκεί θα συναντήσουν τον Τριβελίνο, ο οποίος θα τους ζητήσει να αλλάξουν ρούχα και ρόλους ώστε οι αφέντες ως δούλοι πλέον να τιμωρηθούν για όσα δεινά έχουν προξενήσει. Οι σκλάβοι βρίσκουν την ευκαιρία να πάρουν την εκδίκησή τους ξεπερνώντας τα όρια, παραμένοντας στην ουσία όμηροι ενός προαιώνιου αποτρόπαιου παιχνιδιού.

Όσο επώδυνο και αν είναι για αυτούς, οι αφέντες προσαρμόζονται στο ρόλο των δούλων. Οι υπηρέτες τους από την άλλη παρασύρονται από τις ξαφνικές ελευθερίες του νέου τους ρόλου και για αυτό αδυνατούν να δοκιμάσουν πώς είναι να είναι πραγματικά ελεύθεροι. Δέσμιοι όσων έχουν υποστεί, δε διανοούνται καν να δώσουν ένα τέρμα στην παράνοια και αποδεικνύουν έτσι ότι η κοινωνική ταυτότητα του ατόμου είναι πιο ισχυρή από τη θέλησή του να την υπερβεί. Εύστοχη κρίνεται λοιπόν η απουσία του Τριβελίνου από τη σκηνή, κάνοντας την εμφάνισή του μόνο μέσω της φωνής του Κωνσταντίνου Ευστρατίου. Αυτό το σκηνοθετικό εύρημα μετατρέπει όσα συμβαίνουν στο σανίδι σαν το στούντιο ενός σαδιστικού τηλεπαιχνιδιού προς τέρψιν του αδηφάγου κοινού.

Η δουλειά που έχει γίνει στα σκηνικά και τα κοστούμια από τον Κωνσταντίνο Ζαμάνη είναι εξαιρετική και αναδεικνύει τους στόχους της παράστασης. Η σκηνή γεμίζει από καθρέφτες και πολύχρωμα ρούχα που δίνουν μια φουτουριστική αίσθηση στο θεατή και αποκτούν μια neon άποψη υπό τους φωτισμούς της Στέλλας Κάλτσου. Χρώμα υπάρχει και στη μουσική επένδυση του Νέστορα Κοψιδά που με εύθυμα γαλλικά τραγούδια ελαφρύνει το βαρύ θέμα και ταυτόχρονα ασκεί βιτριολική ειρωνεία πάνω στους ήρωες, πιόνια ενός αόρατου παιχνιδιού που δε διευθύνει εν τέλει κανείς.

Το ζητούμενο για τους ηθοποιούς είναι ότι πρέπει να έρθουν πολύ κοντά με τους χαρακτήρες τους και την ίδια στιγμή να κρατήσουν κάποιες αποστάσεις από αυτούς. Η παράσταση βρίσκεται πιο κοντά στις ικανότητες του Αινεία Τσαμάτη και για αυτό ξεχωρίζει από την τετράδα. Έχει αποδείξει τόσο στο «Cleansed» όσο και στο «Σλάντεκ» ότι μπορεί να χρησιμοποιεί το σώμα του ώστε να μεταφέρει ακραία και απόλυτα συναισθήματα και εδώ είναι αυτός που εκπροσωπεί πιο καθαρά τους θεματικούς άξονες του Μαριβώ. Από εκεί και πέρα η Βίκυ Βολιώτη βγάζει μια εύθραυστη δυναμική και φέρνει εις πέρας την πιο σκληρή σκηνή του έργου, ενώ η Ιωάννα Παππά αναλαμβάνει έναν πιο αυταρχικό ρόλο που κρύβει τις πληγές του πίσω από ένα ψυχρό και αδυσώπητο προφίλ. Ο Νίκος Αλεξίου επισκιάζεται σε ατομικό επίπεδο από τον Τσαμάτη και λειτουργεί καλύτερα ως δίδυμο μαζί του.

Δεν υπάρχει φως στο τούνελ στην ανάγνωση της Κάλμπαρη. Το φινάλε του έργου δεν αφήνει κανένα ίχνος αισιοδοξίας. Ο καθένας κοιτάζει το προσωπικό του όφελος του και οι ιδεολογίες δεν είναι παρά ένα κατασκεύασμα του συμφέροντος. Διότι η ελευθερία είναι ωραία στην πράξη, η πραγματικότητα όμως του πολιτικού σκηνικού, των απλήρωτων εργαζομένων που συνεχίζουν αδιαμαρτύρητα όντας ικανοποιημένοι με ένα υπέροχο τίποτα, αλλά και των διαπροσωπικών σχέσεων αποδεικνύει με επιβλητικό τρόπο ότι δεν υπάρχει τίποτα που να τρομάζει περισσότερο τον άνθρωπο από την απόλυτη ελευθερία και πως το παιχνίδι του αφέντη και του σκλάβου έχει πιο ισχυρές ρίζες από ποτέ. Μήπως στην τελική οι κάτοικοι του «Νησιού των σκλάβων» είμαστε εμείς οι ίδιοι;

Γιάννης Μόσχος
[email protected]