«Κάποιος να με φωνάξει»: κριτική θεάτρου

kapoios-na-me-fonaksei Nicholas Mastoras
ΤΡΙΤΗ, 07 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2015

Η Ελένη Πετάση γράφει κριτική για την παράσταση «Κάποιος να με φωνάξει» που παρουσιάζεται στο θέατρο Μεταξουργείο σε σκηνοθεσία Αλέξιου Κοτσώρη.

Πόσο μπορεί όλη η ζωή σου να επηρεαστεί από την απώλεια του πατέρα;

Στο έργο της Αναστασίας Βούλγαρη, το κεντρικό πρόσωπο, μια μεσήλικη γυναίκα με μικρασιατική καταγωγή, παρότι ολοκληρωμένη προσωπικότητα (σύζυγος, μητέρα και γιαγιά), αδυνατεί να ξεπεράσει το τραύμα της παιδικής της ηλικίας, όταν ο κυνηγη-μένος κομμουνιστής πατέρας της αναγκάζεται να την εγκαταλείψει. Η εμμονική προσήλωση στην αναζήτησή του, η αμφιβολία της απόρριψης, η ανάγκη για απάντηση στα ερωτήματά της την παγιδεύουν στα βάθη της απόγνωσης. «Ας μου έλεγες ότι δεν θα γυρίσεις, εγώ θα σταματούσα να περιμένω. Ας μου το ‘λεγες όμως» μονολογεί στη σκηνή του Μεταξουργείου, ενώ επισημαίνει ότι εκείνος δεν τήρησε την υπόσχεσή του. Και έπειτα αναμοχλεύει αναμνήσεις από την εποχή της δικής της αθωότητας, που σημαδεύτηκαν από μετακινήσεις, φτώχεια και δυσκολίες, αλλά και από στιγμές ευτυχίας.

Το «Κάποιος να με φωνάξει» δεν είναι θεατρικό κείμενο. Ο λογοτεχνικός του λόγος με τις ποιητικές γέφυρες έχει ενδιαφέρον, αλλά η δραματική του ανέλιξη δεν είναι ουσιαστικά επαρκής. Κατ’ επέκταση η αγωνία της ηρωίδας παραμένει μονοδιάστατη, σε έναν παραληρηματικό και εξ ορισμού στατικό μονόλογο.

Ο σκηνοθέτης Αλέξιος Κοτσώρης, αν και δεν προχώρησε στη διασκευή του, έκανε το παν για να τον ζωντανέψει θεατρικά. Χρησιμοποιώντας συμβολικά στοιχεία (όπως, για παράδειγμα, ένα κουβάρι κόκκινης κλωστής, που ξετυλίγει τα ιστορικά γεγονότα), αλλά κυρίως την παρουσία μιας οπτασίας που συνεχώς παρούσα στη σκηνή συνδιαλέγεται με τις αναμνήσεις της ηρωίδας (ενσαρκώνει κατά κύριο λόγο την αγαπημένη γιαγιά της), δημιουργεί ένα έξοχο τοπίο ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα. Σ’ αυτό σημαντικό ρόλο παίζουν η πλαστικότητα των εικόνων (ο σκηνοθέτης καδράρει με εικαστικότητα τις φιγούρες των ερμηνευτών), οι φωτισμοί της Κατερίνας Μαραγκουδάκη, που υποβάλλουν μια ονειρική ατμόσφαιρα, η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη και η κινησιολογία του Αυγουστίνου Κούμουλου.       

Η Αντιγόνη Δρακουλάκη, ιδανική ερμηνεύτρια -αλλά και συν-δημιουργός μέσω αυτοσχεδιασμών- αυτής της ευφάνταστης κινησιολογίας, μετέφερε εξαιρετικά την αύρα μιας απόκοσμης περσόνας, ενώ απέδωσε με υποκριτική ευελιξία την αφήγηση του ονείρου.

Η Ελένη Τζαγκαράκη, στον ρόλο της κεντρικής ηρωίδας, αφηγήθηκε τα δεινά της με ευαισθησία και ελεγχόμενη συγκίνηση, αποφεύγοντας την παγίδα του μελοδραματισμού.

Ελένη Πετάση - [email protected]