Είδαμε τη «Σόνια» στο Φεστιβάλ Αθηνών

sonia
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 19 ΙΟΥΝΙΟΥ 2015

Ο Γιάννης Μόσχος γράφει κριτική για την παράσταση «Σόνια» που παρουσιάστηκε στην Πειραιώς 260, στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών.

Ιδιαίτερη περίπτωση ο Άλβις Χερμάνις, τον οποίο μας σύστησε το Φεστιβάλ Αθηνών με τη «Σόνια» του. Διευθυντής και σκηνοθέτης του Νέου Θεάτρου της Ρίγας, ενός κρατικού θεατρικού οργανισμού με μόνιμο θίασο είκοσι πέντε ηθοποιών, ο Λετονός έχει στο βιογραφικό του μια σειρά από σημαντικές ευρωπαϊκές συνεργασίες και σίγουρα η παρουσία του δεν περνά απαρατήρητη.

Η «Σόνια» είναι μεταφορά του έργου της Τατιάνα Τόλσταγια (μακρινή συγγενής του Τολστόι), τοποθετείται στο Λένινγκραντ και μας μεταφέρει στη δεκαετία του 1940. Ο Χερμάνις σκηνοθέτησε για πρώτη φορά το συγκεκριμένο έργο το 2007. Μια γυναίκα, όχι τόσο όμορφη και ούτε πολύ έξυπνη, βλέπει τη ζωή της να αποκτά ξαφνικά νόημα όταν οι δήθεν φίλοι της σχεδιάζουν μια φάρσα και επινοούν έναν άνδρα που δηλώνει ερωτευμένος μαζί της και της στέλνει αλληλογραφία. Η καλοσυνάτη γεροντοκόρη θα αφιερώσει την καθημερινότητά της σε αυτόν τον απρόσμενο «επισκέπτη», ονειροπολώντας μέχρι το χαμό της στις μέρες της πολιορκίας του Λένινγκραντ.

Αυτό που κάνει την παράσταση του Άλβις Χερμάνις να ξεχωρίζει σε πρώτο στάδιο είναι το γεγονός ότι η Σόνια την υποδύεται άνδρας. Μη φανταστείτε όμως κάτι ακραίο, σε στυλ ας πούμε Ντάστιν Χόφμαν στο «Tootsie». Αυτή η παραδοξότητα δε χρησιμοποιείται ως ένα είδος κωμικής ανακούφισης και δε διαφημίζεται. Οι στόχοι του Λετονού σκηνοθέτη χαρακτηρίζονται από βαθύτατη πίστη στην ανθρωπιά, κάτι που στις μέρες μας μπορεί να χαρακτηριστεί έως και παλιομοδίτικο. Δεν οικτίρει τη Σόνια μα τη συμπονά και την ανάγει σε σύμβολο των μικρών καθημερινών ηρώων που γεννιούνται, ζουν μια ήσυχη ζωή, πεθαίνουν και δε θα υπάρχει κανείς να τους μνημονεύει μετά από χρόνια.

Το σκηνικό που έχει στήσει ο Χερμάνις δημιουργεί ένα ρεαλιστικό τοπίο μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Εκπέμπει σπιτική ζεστασιά μιας αλλοτινής εποχής και νιώθεις ότι μπαίνεις και εσύ στη θερμοκρασία του διαμερίσματος, όχι πλέον ως θεατής αλλά ως καλεσμένος. Αυτός ο ρεαλισμός έρχεται σε αντίθεση με τον αφαιρετικό τρόπο αφήγησης. Η έναρξη αποτελείται από δύο διαρρήκτες να εισβάλλουν στο σπίτι της Σόνιας και να εξερευνούν τα αντικείμενα, αναμοχλεύοντας μνήμες του παρελθόντος. Ένα παλιό ρωσικό τραγούδι παίζει από το γραμμόφωνο και οι δύο διαρρήκτες που δε φαίνονται και ιδιαίτερα… ικανοί σε αυτό που κάνουν, επιδίδονται σε μια σειρά από γκαγκς χωρίς να βγάζουν μιλιά, κλείνοντας το μάτι στο βουβό σινεμά (η σκηνή θυμίζει και το πανέξυπνο επεισόδιο «A Quiet Night In» της εξαιρετικής βρετανικής σειράς Inside No. 9).

Και εκεί που οι δύο διαρρήκτες για κλάματα πειραματίζονται με τα αντικείμενα του σπιτιού, κάποια στιγμή ένας από αυτούς αρχίζει και φορά γυναικεία ρούχα και ο άλλος ξεκινά να αφηγείται την ιστορία μιας γυναίκας που την έλεγαν Σόνια. Ζούσε λοιπόν ο άνθρωπος και μετά πέθανε. Και το μόνο που του έμεινε είναι το όνομά του. Ξεψαχνίζοντας ωστόσο αντικείμενα αντίκες μπορεί να ξεπεταχτεί κάποιο όνομα. Και τότε, ίσως και χωρίς να το ξέρεις, θα έχεις μπροστά σου μια ολόκληρη ζωή.

Η εξιστόρηση της ζωής της Σόνιας διαρκεί σε πραγματικό χρόνο όσο ένα πετάρισμα των βλεφάρων, αλλά εμείς βλέπουμε αυτή την καλόβολη γυναίκα να αναβιώνει μπροστά στα μάτια μας. Μαζί της γελάμε, εκνευριζόμαστε και συγκινούμαστε. Ο ηθοποιός που υποδύεται τη Σόνια δε μιλά ποτέ και ακολουθεί τον αφηγητή, συνεχίζοντας ένα οριακό παίξιμο που φέρνει κατά νου ένα θηλυκό κύριο Ιλό. Αν έχουμε μια μοναδική ένσταση είναι ότι η παρουσία ενός άνδρα στη θέση της Σόνια αν και σίγουρα έχει ενδιαφέρον, δεν επιτρέπει την ταύτιση (άλλωστε αυτό είναι και το ζητούμενο του Χερμάνις) και για αυτό το λόγο οι συγκινήσεις δεν είναι τόσο έντονες όσο θα μπορούσαν να γίνουν.

Οι δύο ηθοποιοί πατούν πολύ σωστά πάνω στους ρόλους τους. Ο Γκούνταρς Άμπολινς έχει αληθινό ενδιαφέρον ως Σόνια. Το παίξιμό του κάνει ακροβασίες, αλλά είναι εξαιρετικός ως μίμος και σε επίπεδο κίνησης για να κρατήσει το κοινό. Ο Γιεβγκιένι Ισάγιεφς αντιλαμβάνεται την ταυτότητα του παντογνώστη αφηγητή και του προσθέτει μια πολύ ταιριαστή σύνδεση κωμωδίας και δράματος, όπως και η ζωή της Σόνια. Το γέλιο του είναι αυτό που επαναλαμβάνεται μέσα στο μυαλό σου μετά το πέρας της παράστασης.

Μια χαμηλόφωνη νοσταλγία διακατέχει τη «Σόνια» του Χερμάνις. Είναι ένα βραδυφλεγές δράμα που δεν έχει σκοπό να σου τσακίσει την ψυχολογία αλλά σου αφήνει χώρο για να σκεφτείς. Η οικειότητα του σκηνικού χώρου σου φέρνει στο μυαλό θύμισες από δικές σου Σόνιες που ίσως γνωρίζεις, θέτοντας ερωτήματα για την ίδια την ύπαρξη (σου). Έχει τη γοητεία του το παλιό. Και ποιος ξέρει; Ίσως κοιτάζοντας προς τα πίσω να ανακαλύψεις μεγαλύτερες αλήθειες για τη ζωή και το θάνατο απ’ ό,τι αν επιχειρείς να χαρτογραφήσεις το μέλλον.

Γιάννης Μόσχος
[email protected]