Είδαμε το σκωπτικό «Τέφρα και Σκιά» του Δημήτρη Καραντζά

tefra-kai-skia
ΠΕΜΠΤΗ, 29 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2015

Ο Δημήτρης Καραντζάς ανοίγει διάλογο με ένα από τα πιο δύστροπα και απαιτητικά έργα του Χάρολντ Πίντερ.

Οι βάσεις πάνω στις οποίες έχει στηριχθεί η σύγχρονη Ευρώπη είναι ένα ζήτημα που επανέρχεται διαρκώς τον τελευταίο καιρό, καθώς η οικονομική κρίση αρχίζει και αποκτά ξεκάθαρες πολιτικές διαστάσεις. Για χρόνια μια εικονική ευδαιμονία κάλυπτε τις αιματοβαμμένες ρίζες της ηπείρου, αλλά η δυσχέρεια που έφερε η δημοσιονομική κατάσταση κατέρριψε το φιλανθρωπικό προσωπείο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έφερε στο προσκήνιο άσχημους παραλληλισμούς με το παρελθόν. Γιατί η ιστορία επαναλαμβάνεται και οι απαρχές του κύκλου της Ευρώπης τον οποίο διανύουμε βρίσκονται στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ο Χάρολντ Πίντερ δε θα μπορούσε να μην αγγίξει αυτή την ευαίσθητη πλευρά της ιστορίας, με το δικό του ξεχωριστό πάντα τρόπο. Το «Τέφρα και Σκιά» είναι ένα από τα έργα της ύστερης περιόδου του άγγλου συγγραφέα και θέτει στο μικροσκόπιο το θέμα της βίας και από τις δύο πλευρές. Από τη μία βρίσκεται αυτός που την ασκεί και από την άλλη αναζητούνται οι ευθύνες αυτού που τη δέχεται. Το σκηνικό είναι μινιμαλιστικό. Είναι απόγευμα καλοκαιριού και ένας άνδρας και μια γυναίκα βρίσκονται σε κάτι που μοιάζει με σαλόνι και συζητούν χωρίς ποτέ να προσδιορίζεται ακριβώς η μεταξύ τους σχέση. Έχουμε να κάνουμε με συζυγική σχέση, με τη σχέση δύο εραστών, με τη σχέση θεραπευτή-ασθενή ή με κάτι εντελώς διαφορετικό; Το μόνο που ξέρουμε είναι ότι ο άνδρας επιμένει να κάνει ερωτήσεις και ότι η γυναίκα αποκαλύπτει προσωπικές πληροφορίες οι οποίες σε αρκετά σημεία μοιάζουν με παραισθήσεις.

Το συγκεκριμένο έργο του Πίντερ επέλεξε να ανεβάσει ο Δημήτρης Καραντζάς στο θέατρο Ροές, το οποίο τη φετινή σεζόν φιλοδοξεί να γίνει καλλιτεχνικό στέκι, φιλοξενώντας τις νέες τάσεις του θεάτρου μας. Και αποδεικνύεται η ιδανική παράσταση για τον ίδιο μετά την τελειοποίηση της ηχητικής δραματουργίας που πραγματοποίησε πέρυσι στον «Φαέθοντα». Εδώ πηγαίνει ένα ακόμη βήμα πιο πέρα και πειραματίζεται όχι με τους ήχους, αλλά με τις σιωπές. Η γραφή του Πίντερ είναι αρκούντως χειρουργική και αποδομεί τη δράση. Τα πρόσωπα πολύ νωρίς χάνουν την ταυτότητά τους και γίνονται οι εκπρόσωποι δύο τάσεων: της άσκησης βίας και της αποδοχής της.

Η κουβέντα ξεκινά απότομα με τη γυναίκα να παραδέχεται την κακοποίησή της. Στην πορεία ακολουθεί διάφορα μονοπάτια που όλα έχουν όμως την ίδια κατάληξη, δηλαδή τη διαιώνιση της ίδιας της βίας. Η αφορμή που πυροδότησε τη συζήτηση γίνεται και η κατάληξη, με το δυσοίωνο συμπέρασμα ότι η κατάσταση είναι μη αναστρέψιμη, αφού πέρα από τη σχέση ή το φύλο που έχουν δύο άτομα, πάντα η βία θα βρίσκει τρόπους να επιβάλλεται. Ο Καραντζάς αφουγκράζεται το σχόλιο του Πίντερ και το μεταδίδει με κινητήριο μοχλό του τη σιωπή. Μπορεί ο άνδρας και η γυναίκα να μιλούν επί μία ώρα, ποτέ όμως πραγματικά δεν επικοινωνούν. Πατώντας έτσι πάνω στη σύγχρονη, κατανοητή και στρωτή μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη καθιστά το μεταξύ τους πλαίσιο ακόμη πιο άβολο, μεταφέροντας αυτή την αίσθηση και στο θεατή. Υπάρχει ένα υπόκωφο σημείο βρασμού στην παράσταση που όσο προχωρά προκαλεί μια γενικευμένη αμηχανία στην κάθε παύση των δύο πρωταγωνιστών.

Δεν είναι ένα εύκολο έργο και δεν αποκαλύπτεται στο θεατή. Ουσιαστικά ο Καραντζάς πραγματοποιεί ένα δικό του σχόλιο πάνω σε ένα κείμενο που αποτελεί από μόνο του άσκηση ύφους και αυτές οι στρώσεις προϋποθέτουν κάποια μελέτη πριν πάτε στο θέατρο, ειδάλλως θα χρειαστεί να καλύψετε τη «χαμένη ύλη» μετά την παράσταση. Σε αυτό το επίπεδο, η δουλειά του Χρήστου Λούλη και της Εύης Σαουλίδου είναι εξαιρετική στο να επικοινωνήσουν το έργο ενώ την ίδια στιγμή παραμένουν κρυπτικοί στα σημεία που πρέπει. Ο πρώτος διαθέτει στέρεα σκηνική παρουσία και εξελίσσεται σε τέλειο εκφραστή της σκωπτικής κίνησης της Σταυρούλας Σιάμου. Η Σαουλίδου παραμένει καθόλη τη διάρκεια της παράστασης καθηλωμένη σε μια καρέκλα, αυτό δεν την εμποδίζει όμως από το να αναδείξει το χαρακτήρα της με όσα εκφραστικά μέσα διαθέτει. Ένας από τους λόγους που η τελική εικόνα της παράστασης είναι τόσο σοκαριστική έχει να κάνει με το πόσο σωστά προετοιμάστηκε από την ίδια.

Έχουμε να κάνουμε σίγουρα με την πιο απαιτητική παράσταση του Δημήτρη Καραντζά. Εδώ εμφανίζεται με μεγαλύτερη διάθεση για πειραματισμό από ποτέ και έχοντας στη διάθεσή του μόνο τα απολύτως απαραίτητα, καταφέρνει να δημιουργήσει μια παράσταση υψηλών προδιαγραφών για απαιτητικούς θεατές που ψάχνονται πίσω από το περίβλημα. Είναι αυτή η φάση στην πορεία ενός σκηνοθέτη που η τάση για αναζήτηση συνδυάζεται με μια πρώιμη ωριμότητα και δε μας μένει παρά να την απολαύσουμε.

Γιάννης Μόσχος

[email protected]