Κριτική: «Τέφρα και σκιά» στα βάθη ενός διαταραγμένου παρελθόντος χρόνου

tefra-kai-skia
ΠΕΜΠΤΗ, 26 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2015

Το «Τέφρα και σκιά» («Ashes to ashes», 1996) αν και διατηρεί το στίγμα της μεγαλοφυΐας του Πίντερ, δεν συγκαταλέγεται ανάμεσα στα σημαντικότερα έργα του. Κριτική από την Ελένη Πετάση.

Ωστόσο, αυτό το δύσβατο, αινιγματικό μονόπρακτο, δύσκολα κατανοητό ή ακόμη και βαρετό σε όσους το βλέπουν χωρίς να το έχουν πρωτύτερα μελετήσει, στα χέρια του Δημήτρη Καραντζά μετατρέπεται σε μια ενδιαφέρουσα θεατρική εμπειρία.
Βασικός αρωγός η εύστοχη μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη (την ίδια που χρησιμοποίησε και ο Λευτέρης Βογιατζής όταν το ανέβασε το 2000), αλλά και η εύστοχη απόδοση του τίτλου (ο πρωτότυπος αναφέρεται σε ένα παλιό τζαζ κομματάκι του Ντέιβιντ Μπάουι το οποίο σιγοτραγουδάει η ηρωίδα κάποια στιγμή), που παραπέμπει στη δική μας νεκρώσιμη ακολουθία (...πάντα κόνις, πάντα τέφρα, πάντα σκιά...).
Το κείμενο-τοπίο συγκεχυμένο με αποσπασματικούς διαλόγους, δυσδιάκριτα όρια στη θεματολογία του, διφορούμενες σχέσεις, εσκεμμένη μη αιτιολόγηση πράξεων των χαρακτήρων, αφαιρετικά στοιχεία που ενώνονται με ρεαλιστικά και την οδυνηρή ατομική μνήμη να έρχεται σε αντίστιξη με τη συλλογική, βυθίζεται στις στάχτες ενός διαταραγμένου παρελθόντος χρόνου.
Ενα ζευγάρι, βουλιάζοντας μέσα στην άμμο (και όχι στο καθιστικό του σπιτιού του όπως προτείνουν οι οδηγίες του έργου) συνδιαλέγεται. Ο λόγος ελλειπτικός και ανούσιος, η γλώσσα κυρίαρχη, όπως σε όλα τα έργα του Πίντερ, καθώς και οι παρατεταμένες σιωπές, ακραίες στην ανάγνωση του Καραντζά.

Ο άντρας -σύζυγος; ψυχαναλυτής; εξουσιαστής; ή όλα αυτά μαζί- μοιάζει να ανακρίνει τη γυναίκα που, αρχίζοντας από την εξομολόγηση μιας απιστίας με κάποιο δυνάστη εραστή, βαθμιαία ξερνάει βίαια προσωπικά βιώματα μέχρι άγρια γεγονότα ταυτισμένα με τη ναζιστική εποχή που το ίχνος τους ακόμη βασανίζει τις ζωές των ανθρώπων. Η ενοχή τη διακατέχει, το ιδιωτικό μπερδεύεται με το πολιτικό.
Κι αν ο λόγος της καταφέρει να προκαλέσει στον καθένα από μας συνειρμούς, τότε, ως συνένοχοι της αδράνειας που συγκαλύπτει την καθημερινή βία γύρω μας, μπορούμε να αποκρυπτογραφήσουμε το νόημά του.
Η σκηνοθεσία, ιδιαίτερα στιλιζαρισμένη, δεν βοηθάει προς αυτή την κατεύθυνση. Ωστόσο, αφουγκράζεται μια άλλη πτυχή του κειμένου: το χιούμορ, δίνοντας έτσι -σε σημεία- τη δυνατότητα να ελαφρύνει τη βαριά ατμόσφαιρα.
Από την άλλη, το μεγάλο ατού της παράστασης είναι οι ερμηνείες των ηθοποιών που περνούν με άνεση από το δράμα στο σαρκασμό και πάλι από την αρχή. Ο Χρήστος Λούλης υποδύεται με ακρίβεια τον σύνθετο ρόλο του, ενώ η Εύη Σαουλίδου, σε απόλυτη ακινησία και με τη αρωγή μικροφώνου, που κάθε τόσο χρωματίζει εσκεμμένα κάποια ξεστρατισμένη λέξη, σωματοποιεί με ανεπαίσθητες εκφράσεις τις εσωτερικές της ρωγμές. Μια σημαντική ερμηνεία.

Ελένη Πετάση
[email protected]