Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος και Βίκυ Βολιώτη: «Η επικαιρότητα ανήκει στο δημοσιογραφικό κόσμο και το θέατρο δεν πρέπει να είναι εκεί»

papaspiliopoulos-bolioti
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 17 ΙΟΥΝΙΟΥ 2016

Οι ηθοποιοί Βίκυ Βολιώτη και Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος για τον «Αμύντα» που θα παρουσιαστεί σε πανελλήνια πρώτη στο Φεστιβάλ Αθηνών σε σκηνοθεσία Σπύρου Ευαγγελάτου.

Φωτογραφίες: Χρυσαφένια Μόσχου

Ο σκηνοθέτης Σπύρος Ευαγγελάτος παρουσιάζει για πρώτη φορά τον «Αμύντα», ένα κείμενο που τυπώθηκε ανώνυμα το 1745 στη Βενετία, ως ελεύθερη παράφραση στα ελληνικά της ομώνυμης κωμωδίας του μεγάλου Ιταλού ποιητή Τορκουάτο Τάσσο.

Ήταν ο ίδιος ο Σπύρος Ευαγγελάτος που ανακάλυψε πριν από χρόνια, ότι πίσω από τον ανώνυμο συγγραφέα κρυβόταν ο επτανήσιος ιατροφιλόσοφος και ποιητής από τα Κύθηρα Γεώργιος Μόρμορης (1720-1790).

Ο «Αμύντας» εγκαινιάζει τις ονομαζόμενες «ποιμενικές κωμωδίες», είδος δημοφιλές που διαδόθηκε στην πανευρωπαϊκή δραματουργία. Ξετυλίγεται σε δάση όπου κυκλοφορούν ερωτευμένοι βοσκοί, πρόβατα, παρθένες αμαζόνες, αλλά και άγρια ανύπαρκτα στην Ευρώπη θηρία, καθώς και μυθικά πρόσωπα όπως σάτυροι, δράκοι και θεοί του έρωτα. Το ελληνικό κείμενο ακτινοβολεί μια αίσθηση εφηβικής δροσιάς με γοητευτικό χιούμορ και συναρπαστική γλώσσα, ανάμειξη κοινής με ιδίωμα των Κυθήρων, ενώ δε λείπουν λόγια ή ψευδο-λόγια στοιχεία. Η όλη σύνθεση της παράστασης επιδιώκει να «φέρει» κάτι από τη γεύση του ονείρου, που άλλοτε θα ρέπει προς έναν ευμενή εφιάλτη και άλλοτε θα εκτινάσσεται προς μια ποιητική φάρσα.

Όπως γίνεται αντιληπτό, έχουμε να κάνουμε με μια από τις πιο σημαντικές στιγμές του φετινού Φεστιβάλ Αθηνών, η οποία αποκτά ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον αν συνυπολογίσουμε το γεγονός ότι θα παρουσιαστεί στο κοινό για μία μόνο βραδιά, στις 8 Ιουλίου στο Ηρώδειο. Σε μια προσπάθεια λοιπόν να προσεγγίσουμε αυτή την πανελλήνια (και παγκόσμια) πρώτη παρουσίαση του «Αμύντα», συναντηθήκαμε με δύο από τους πρωταγωνιστές της παράστασης, τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο και την Βίκυ Βολιώτη. Η πορεία τους στο χώρο είναι σημαντική και γνωστή και αυτή είναι μια νέα πρόκληση στην καριέρα τους, καθώς έρχονται αντιμέτωποι με ένα είδος μουσικής παράστασης που χρησιμοποιεί ως γλώσσα τον έμμετρο επτανησιακό λόγο, με στοιχεία από την κυθηραϊκή ντοπιολαλιά. Μαζί τους λοιπόν συζητήσαμε για όσα ζητήματα άπτονται της συγκεκριμένης παράστασης, αλλά και για ευρύτερα καίρια θέματα του Φεστιβάλ Αθηνών. Την πολύ ενδιαφέρουσα κουβέντα που είχαμε μπορείτε να τη διαβάσετε αναλυτικά παρακάτω.

Συμμετέχετε σε μια παράσταση ενός έργου που παρουσιάζεται για πρώτη φορά στο κοινό. Αυτό δημιουργεί ένα άγχος υπό την έννοια ότι αυτή θα είναι η πρώτη φορά και επειδή δεν είναι κάτι γνωστό στον κόσμο είναι σημαντικό το πώς θα το μάθει ή για αυτόν ακριβώς το λόγο νιώθετε ελευθερία να δώσετε τη δική σας εκδοχή;

Βίκυ Βολιώτη: Εγώ δεν το σκέφτομαι καθόλου αυτό. Δε σκέφτομαι ούτε ότι δεν έχει παιχτεί ποτέ, όπως δε σκέφτομαι και για τα υπόλοιπα έργα εκτός αν είναι κάποιο εμβληματικό, όπως λόγου χάρη ο «Άμλετ» που λες ότι έχουν γίνει τόσες εκδοχές. Αλλά εγώ προσωπικά δε σκέφτομαι ποτέ το βεβαρημένο ή μη παρελθόν ενός έργου. Προσωπικά χαίρομαι πάρα πολύ με το συγκεκριμένο έργο, μου δίνει τη χαρά επειδή έχει μια ελαφράδα και μια παιδικότητα που εμένα με γοητεύει πολύ, οπότε είμαι πολύ χαρούμενη που συμμετέχω σε αυτό και δε με αγχώνει και ούτε μου δημιουργεί κάτι άλλο.

Πώς ήταν η επαφή σας με το κείμενο;

Οδυσσέας Παπασπηλιώπουλος: Εγώ προσπαθώ κάθε έργο με το οποίο έρχομαι σε επαφή να είναι ένα καινούριο έργο. Είτε είναι καινούριο, είτε παλιό, για μένα είναι πάντα ένα καινούριο έργο. Πρώτη φορά το διαβάζω, ακόμη και αν το έχω ξαναδιαβάσει, πρώτη φορά το διαβάζω με τη λογική που εγώ καταλαβαίνω τα έργα, πρώτη φορά θα μπω μέσα στις διαδρομές του και πρώτη φορά θα κληθώ να αποκρυπτογραφήσω το μυστήριο που κρύβει αυτό το πράγμα. Και αυτό ισχύει για όλα τα έργα ανεξαιρέτως, είτε είναι πολύ παλιά είτε είναι πολυπαιγμένα είτε δεν είναι. Με αυτή την ίδια έννοια πλησιάζω αυτό το κείμενο και με αυτή την ίδια έννοια και αν θέλεις ένα στοιχείο του που πολύ έντονα ξεχωρίζει και μπορώ να το διαχωρίσω από ό,τι άλλο έχω κάνει μέχρι τώρα είναι το γεγονός της επαφής μου με αυτή τη γλώσσα, αφού δε μου έχει ξανασυμβεί να κάνω ένα έργο που να ανήκει στο μεγάλο έργο του επτανησιακού ή του κρητικού θεάτρου, γραμμένο τουλάχιστον 250 χρόνια πριν και να έρθω σε επαφή με αυτό τον έμμετρο λόγο. Δε μου έχει ξανατύχει και είναι μια πολύ ιδιαίτερη χαρά σε σχέση με το συγκεκριμένο έργο και είναι μια πολύ μεγάλη έκπληξη γιατί έρχεσαι ξαφνικά σε επαφή με αυτό το πράγμα και λες πόσο ζωντανό, πόσο στο παρόν, σοβαρό και πραγματικό είναι. Και έλεγες πως αν το έγραφε ο Μποστ πριν από 50 χρόνια κανείς δε θα μου έλεγε «αποκλείεται» ή αν έλεγες το είχε γράψει και ένας σύγχρονος συγγραφέας, πάλι θα το πιστεύαμε. Είναι τόσο ζωντανό.

ΒΒ: Είναι εντυπωσιακό το πόσο κατανοητή είναι η γλώσσα και εκεί καταλαβαίνεις και τη συνέχειά της και πως όλοι είμαστε ένα κομμάτι ενός πολιτισμού ο οποίος έχει μια ευρύτερη συνέχεια. Και εμείς είμαστε τυχεροί γιατί συνεργαζόμαστε και με έναν άνθρωπο ο οποίος έχει δουλέψει πολύ τη συγκεκριμένη γλώσσα και τα έργα αυτά τα έχει μελετήσει. Ο κύριος Ευαγγελάτος είναι ένας άνθρωπος με πολύ βαθειά γνώση του παγκόσμιου ρεπερτορίου, αλλά ειδικά στο κρητικό και επτανησιακό θέατρο θα λέγαμε ότι έχει εντρυφήσει. Οπότε είναι ευτυχία το να δουλεύει κανείς το συγκεκριμένο λόγο με έναν άνθρωπο που γνωρίζει πολύ τη μουσικότητά του.

Αυτό ήθελα να ρωτήσω και στη συνέχεια. Πώς είναι δηλαδή να συνεργάζεστε με έναν άνθρωπο ο οποίος ουσιαστικά είναι αυτός που εν ζωή γνωρίζει καλύτερα από κάθε άλλον το συγκεκριμένο κείμενο.

ΟΠ: Ίσως η παράσταση του, ο «Ερωτόκριτος» να είναι και μια από τις δύο-τρεις πιο εμβληματικές παραστάσεις που ακούμπησαν στον έμμετρο λόγο του κρητικού και επτανησιακού θεάτρου. Από την άλλη μεριά ο ίδιος ο Σπύρος Ευαγγελάτος έχει τόσο έναν χαλαρό, ευγενικό και με χιούμορ τρόπο που σε κάνει να το ξεχνάς αυτό. Ουδέποτε έρχεται μπροστά σου ένας τύπος ο οποίος ξέρει. Όχι, καθόλου. Είναι εκεί, ξέρει φυσικά, αλλά δε θα σε κουράσει με αυτό καθόλου και αυτό είναι πολύ σημαντικό. Από την άλλη, αυτό σου προσδίδει και μια μεγάλη ασφάλεια. Ξέρεις ότι αυτό το κομμάτι το οποίο θέλει έναν ιδιαίτερο χειρισμό, πέρα από την ερμηνεία του ρόλου και της γλώσσας πια, έχεις έναν άνθρωπο ο οποίος ακούει. Είναι τρομερό. Είναι 75 ετών και γίνεται πέρασμα σκηνής σε χρόνους παράστασης και μια συλλαβή σε φράση σου αν δεν είναι εκεί ή αν είναι παραπάνω, έχει σταματήσει γιατί υπάρχει λάθος. Είναι σαν να ακούει μουσική και να φαλτσάρει κάποιος και να ακούει το φάλτσο σαν να είναι ο μαέστρος. Απίστευτο.

Το θέμα της παράστασης δεν έχει να κάνει με την τρέχουσα επικαιρότητα και ούτε επιδιώκει συνειρμικά να συσχετιστεί με αυτήν.

ΟΠ: Κανένα σημαντικό έργο δεν έχει να κάνει με την επικαιρότητα.

Θέλω να πω ότι είναι αλλιώς να ξεκινάς και να συσχετίζεις πράγματα και καταστάσεις.

ΟΠ: Είναι μια δημοσιογραφική ανάγκη αυτό. Δυστυχώς κάποιες φορές πλησιάζει και το θέατρο. Είναι ένας δημοσιογραφικός τρόπος θέασης της πραγματικότητας. Ότι πρέπει για κάθε στιγμή να βρούμε κάτι το οποίο μιλάει για τη στιγμή. Η τέχνη όμως δε μιλάει ποτέ για τη στιγμή. Η τέχνη που μιλάει για τη στιγμή είναι μια στρατευμένη, συνήθως πολύ ρηχή και κάποιες φορές πολύ ανόητη.

Η οποίο διαθέτει και έναν πολύ μικρό χρονικό ορίζοντα.

ΟΠ: Τίποτα. Και βασικά δεν έχει να πει και τίποτα. Διότι μας το έχει πει ο αρθρογράφος. Αν αυτό που κάνεις μας τα έχει πει πριν ο αρθρογράφος με ένα δίστηλο στην εφημερίδα, τι νόημα έχει; Κανένα. Η επικαιρότητα ανήκει στο δημοσιογραφικό κόσμο. Το θέατρο δεν πρέπει να είναι εκεί.

ΒΒ: Η επικαιρότητα είναι κάτι το οποίο το λέει και η λέξη. Είναι αυτή τη στιγμή, επί του καιρού τον οποίο ζεις.

ΟΠ: Και γυρεύει απαντήσεις ενώ η τέχνη δε δίνει.

ΒΒ: Η ζωή μας είναι γεμάτη από προβλήματα που δεν αφορούν μόνο το σήμερα. Μπορεί κάποια έργα να έχουν σχέση με αυτό που ζούμε τώρα, αλλά όχι με τη στενή λογική. Τα προβλήματα του ανθρώπου επί της ουσίας είναι ίδια. Δεν αλλάζουν. Η βία στον άνθρωπο ή ο πόλεμος και τα υπαρξιακά του ζητήματα και ο πόλεμος και η σχέση του με τους άλλους ή με τον εαυτό του είναι προβλήματα που απασχολούν τον άνθρωπο από γενέσεως κόσμου. Το συγκεκριμένο έργο πάντως είναι γύρω από τον έρωτα. Με αυτή την έννοια είναι επίκαιρο (γέλια).

ΟΠ: Και γύρω από την αθωότητα σε μεγάλο βαθμό. Οι ήρωες είναι πάρα πολύ αθώοι και κάποιοι εξ αυτών εντελώς παιδιά. Κάποιοι άλλοι μοιάζει να έχουν μια εμπειρία ζωής και να την επικαλούνται. Κάποιοι μοιάζει σαν να βγήκαν τώρα. Σαν να τους έριξες μια σπρωξιά και από εκεί που ήταν 8 χρονών έγιναν ξαφνικά άνδρες και γυναίκες. Το οποίο είναι τόσο γοητευτικό.

Αυτή η έννοια της παιδικότητας λείπει λίγο από το θέατρο; Με την έννοια να ανέβει κάτι και να είναι απλά αυτό που είναι και να μιλάει για τον έρωτα ή για άλλες διαχρονικές αξίες, δίχως να ενδιαφέρεται τόσο πολύ για να μιλήσει για το εδώ και το τώρα.

ΟΠ: Εγώ πιστεύω προσωπικά ότι κάθε παράσταση συγκεντρώνει μέσα της αυτές τις έννοιες. Ακόμη και όταν μιλάει για κάτι όχι αθώο, η τέχνη είναι αθώα. Το θέμα δεν παίζει κανένα ρόλο. Μπορείς να μιλήσεις για τα πιο τρομερά θέματα με μεγάλη αθωότητα. Η τέχνη είναι αθώα.

ΒΒ: Πώς το εννοείς αυτό Οδυσσέα;

ΟΠ: Η αξιόλογη τέχνη δεν  απαντάει, αλλά ρωτά αθώα. Για αυτό μπορεί και ρωτά χωρίς να απαντά. Η τέχνη η οποία ανοίγει θέματα μπορεί και τα ανοίγει ακριβώς επειδή είναι αθώα. Όπως μπορεί ένα παιδί να ανοίξει θέματα και να ρωτήσει για τα πιο τρομερά πράγματα, ακριβώς επειδή είναι αθώο και δεν έχει τις απαντήσεις. Αυτή είναι η ουσιαστική τέχνη. Και κάθε σοβαρό έργο στα αλήθεια δεν απαντά.

ΒΒ: Δεν καταλαβαίνω την ονομασία αυτή, ότι η τέχνη είναι αθώα.

ΟΠ: Τι σημαίνει αθωότητα; Πάντως ένα γνώρισμά της σίγουρα είναι το γεγονός ότι αναρωτιέσαι ακόμα. Ότι ένα κομμάτι σου μέσα σου παραμένει ανοιχτό ως προς τον κόσμο με διάπλατα μάτια, με ανοιχτό μυαλό, κοιτάζει και λέει «τι είναι αυτό;» και θέλει να καταλάβει και αναρωτιέται. Αυτό δεν είναι ένα γνώρισμα της αθωότητας; Με αυτή την έννοια λέω ότι τα σπουδαία έργα και η τέχνη στη σημαντική της μορφή έχει μέσα ένα πολύ σημαντικό κομμάτι αθωότητας. Και με μια ακόμη έννοια, πως ο,τιδήποτε συμβαίνει στην τέχνη είναι στα πλαίσια του φανταστικού. Και η πιο τρομερή πράξη δεν έχει συντελεστεί. Είναι απλώς ένα αφήγημα. Είναι σαν μια ιστορία που λένε δύο παιδιά που μπορεί να είναι απίστευτα τρομερή αλλά παρόλα αυτά παραμένει μια ιστορία.

ΒΒ: Το θέατρο εξ ορισμού έχει αθωότητα γιατί έχει να κάνει με το παιχνίδι.

Κάτι ακόμη που εμπεριέχει το θέατρο είναι η έννοια του εφήμερου, ότι δηλαδή αυτό που βλέπεις εκείνη τη στιγμή μένει σε αυτούς που το είδαν και θα φύγει μόλις φύγουν και αυτοί. Και δε μιλάω για τα κείμενα, αλλά για την παράσταση εκείνη τη στιγμή που παίζεται. Το γεγονός ότι συμμετέχετε σε μια παράσταση που ανεβαίνει μόνο για μια βραδιά και ότι μπαίνετε σε όλη αυτή τη διαδικασία με τις πρόβες και ό,τι άλλο συνεπάγεται, πώς σας κάνει να νιώθετε;

ΒΒ: Αυτή την πλευρά της δουλειάς μας τη βρίσκω τρομερά συγκινητική και εμπεριέχει μια ματαιότητα η οποία εμένα με συγκινεί. Είναι σχεδόν μια αυτοθυσία κάποιων ανθρώπων που δουλεύουν για κάτι που είναι τόσο στιγμιαίο και είναι σαν ένα κόσμημα πολύ ακριβό. Πράγματι, αυτή την παράσταση όσοι τη δουν στις 8 Ιουλίου στο Ηρώδειο, θα είναι σαν ένα μεγάλο μυστικό μεταξύ αυτών των τριών-τεσσάρων χιλιάδων που θα έρθουν και ημών. Αυτό για μένα είναι η πεμπτουσία της τέχνης, με την έννοια ότι η τέχνη είναι για αυτούς οι οποίοι θα την αφουγκραστούν και θα θελήσουν να έρθουν σε αυτήν και εμείς θα μοιραστούμε μαζί τους ένα μυστικό, ελπίζω ωραίο και θα μας κάνει «συνένοχους».

ΟΠ: Συμφωνώ απόλυτα και σε αυτό έχω να προσθέσω το γεγονός ότι η προετοιμασία μιας παράστασης είναι πολύ διασκεδαστικό πράγμα. Είναι ένα πολύ βασικό κομμάτι αυτής της δουλειάς. Άρα το γεγονός ότι προετοιμάζεσαι είναι το ίδιο το να προετοιμαστείς για εκατό από το να προετοιμαστείς για μία. Διότι η διαδικασία της προετοιμασίας είναι από μόνη της μια μεγάλη υπόθεση. Οπότε τι σημασία έχει για πόσες παραστάσεις θα προετοιμαστείς; Είναι σαν να λέμε ότι παίζεις μπάλα και θα έρθει ένας μεγάλος αγώνας. Μα παίζεις μπάλα και αυτό κάνεις και στην προπόνησή σου. Και για μένα είναι πάρα πολύ λυτρωτικό το χαρακτηριστικό αυτό του θεάτρου. Και είτε πρόκειται για μια παράσταση είτε για πενήντα παραστάσεις παραμένει το ίδιο. Και ποιο είναι αυτό; Το γεγονός ότι το μόνο πραγματικό είναι ο ενεστώτας χρόνος. Όλα τα άλλα είναι φαντασία. Ούτε το παρελθόν και ούτε το μέλλον υφίστανται. Το μόνο που φίσταται είναι αυτή η στιγμή και αυτό συμπυκνώνεται πάρα πολύ στην έννοια της θεατρικής παράστασης. Η στιγμή. Το τώρα. Τώρα είμαι ζωντανός, αυτή τη στιγμή που παίζω αυτό το έργο. Παίχτηκε; Τέλειωσε. Δεν έχει νόημα να συζητάμε. Εγώ δεν έχω ούτε φωτογραφίες, ούτε προγράμματα, ούτε τίποτα από τις παραστάσεις. Δε με αφορά. Με αφορά μόνο εκείνη η στιγμή. Οπότε είτε είναι για μια φορά είτε για εκατό φορές, μόνο εκείνη η στιγμή είναι.

Αυτή είναι και η μαγεία του θεάτρου σε σχέση ας πούμε με το σινεμά, ότι δίνει νόημα στο εδώ και τώρα.

ΟΠ: Αν και έχω την υποψία ότι και στο σινεμά είναι μόνο εκείνη η στιγμή. Για αυτούς που δουλεύουν εκείνη τη στιγμή είναι. Και αυτός που το βλέπει μετά, είναι η στιγμή που το βλέπει. Γιατί και οι ταινίες αλλάζουν ανάλογα το πότε τις είδες. Κάθε φορά βλέπεις μια διαφορετική ταινία. Εγώ έχω δει πάρα πολλές ταινίες όπως όλοι μας πολλές φορές και ποτέ δεν είδα την ίδια ταινία. Οπότε και εκεί πάλι η στιγμή είναι. Η στιγμή που εσύ βλέπεις την ταινία είναι η στιγμή που εσύ βλέπεις την ταινία. Ούτε υπήρξε και ούτε θα υπάρξει ξανά.

ΒΒ: Αυτό είναι και το ωραίο με την τέχνη ότι πάει παράλληλα με τη ζωή σου. Δηλαδή τα έργα τέχνης αλλιώς τα αντιλαμβάνεσαι όταν είσαι έφηβος και αλλιώς όταν είσαι 30, 40, 50. Και όσο πιο σημαντικό έργο τέχνης είναι αυτό με το οποίο έρχεσαι σε επαφή, τόσο αυτό το πράγμα παίρνει μέγεθος σε κάθε διάσταση. Δεν υπάρχει περίπτωση δηλαδή να διαβάσεις με τον ίδιο τρόπο Ντοστογιέφσκι όταν είσαι έφηβος και το ίδιο όταν είσαι πιο ώριμος πια.

ΟΠ: Ούτε από την Τετάρτη στην Παρασκευή δεν είναι ίδιο.

ΒΒ: Υπάρχουν και θεατρικά έργα που πιστεύω ότι κανονικά δε θα έπρεπε να παίζονται από νέους ηθοποιούς. Αυτό είναι πολύ αιρετικό που λέω, αλλά θεωρώ ότι ένας νέος δεν μπορεί να καταλάβει τον Τσέχωφ ας πούμε. Δε γίνεται. Παρά μόνο ελάχιστους ρόλους που έχει γράψει για νέους, αλλά και πάλι όμως βλέπουμε πως η Νίνα από τον «Γλάρο» εμπεριέχει μια ψυχοσύνθεση που δεν μπορεί να την έχει ένας νέος άνθρωπος.

Το Φεστιβάλ Αθηνών πέρασε από πολλά κύματα φέτος για να φτάσουμε εδώ που φτάσαμε. Πόσο σημαντικό είναι να υπάρχει ως θεσμός, να αναδεικνύει τα νέα ελληνικά έργα είτε αυτά είναι σύγχρονα, είτε παλιά που παρουσιάζονται τώρα και να προτάσσει Έλληνες δημιουργούς;

ΒΒ: Καταρχάς το φεστιβάλ αυτό είναι διεθνές και δεν πρέπει να ξεχαστεί ποτέ αυτός ο χαρακτηρισμός. Και αλίμονό μας εάν ξεχαστεί ότι είναι διεθνές γιατί ένα πολύ σημαντικό πρόγραμμα το οποίο αφορά και τη δική μας παραγωγή έχει να κάνει με τη συνδιαλλαγή μας με αυτά που γίνονται στο εξωτερικό. Και η ζύμωση αυτή είναι που δημιουργεί και τα καινούρια ρεύματα που θα έρθουν. Από την άλλη είναι πολύ σημαντικό να στηρίζεις το φεστιβάλ με νέους καλλιτέχνες και πειραματικές δουλειές, αλλά από την άλλη δεν μπορεί το φεστιβάλ να είναι και φιλανθρωπικό ίδρυμα. Ήταν μια δύσκολη χρονιά για το φεστιβάλ. Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος ανέλαβε τελευταία στιγμή και κατάφερε και έκανε ένα πρόγραμμα το οποίο είναι κατά τη γνώμη μου πολύ αξιόλογο, μένει όμως να δούμε τι θα κάνει από του χρόνου γιατί τότε θα φανεί το όραμά του και τότε θα μπορέσουμε να τον κρίνουμε. Πάντως μέχρι στιγμής λειτούργησε με έναν τρόπο που ήταν σωτήριος όχι μόνο για τη διάσωση του φεστιβάλ, αλλά και για την εξομάλυνση και την ισορροπία των δυνάμεων. Είναι ένας άνθρωπος που έφερε ομόνοια και σύμπνοια σε μια εποχή που όλα ήταν πάρα πολύ τεταμένα.

ΟΠ: Συμφωνώ απόλυτα και ειδικά στο ότι δεν μπορεί ένα φεστιβάλ να είναι ένας εργοδοτικός φορέας. Δεν είναι αυτός ο σκοπός του. Ουδέποτε θα καταφέρει ένα φεστιβάλ να περιέχει όλους. Φυσικά πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι που θα νιώθουν ότι έμειναν απ’ έξω και πάντα θα υπάρχουν κάποιοι που θα φαίνονται πιο ευνοημένοι. Αυτά είναι δεδομένα πράγματα και αυτονόητα. Ο λόγος που το λέω είναι γιατί δεν είναι αυτονόητα δυστυχώς. Το Φεστιβάλ έχει έναν πολύ ειδικό χαρακτήρα. Είναι ο βασικός φορέας πολιτισμού του καλοκαιριού. Δηλαδή αν εξαιρέσουμε τα επιμέρους φεστιβάλ που έχουν φτιάξει οι δήμοι στην επαρχία, στην πρωτεύουσα της χώρας και σαν ένας φορέας λίγο πιο εθνικός απ’ ό,τι περιορισμένα τοπικός, το φεστιβάλ είναι το μόνο πράγμα που υπάρχει το καλοκαίρι. Αυτό δυστυχώς του προσδίδει μια σειρά ευθυνών που είναι δύσκολο να τις έχει όλες μέσα. Και πρέπει να είναι διεθνές, διότι βέβαια ο διάλογος με το έξω είναι απαραίτητος για την εξέλιξη του εγχειρήματος. Από την άλλη μεριά, πρέπει να περιέχει πολλές διαφορετικές τέχνες. Δεν είναι μόνο θεατρικό. Είναι ένα φεστιβάλ που πρέπει να είναι και μουσικό και χοροθεατρικό και αμιγώς χορευτικό και θεατρικό και με εκθέσεις καθώς πρέπει να συμπεριλάβει και τις εικαστικές τέχνες. Είναι τα πάντα. Ταυτόχρονα είναι ο βασικός φορέας συνεργασίας του Εθνικού Θεάτρου και των κρατικών θεάτρων και της Λυρικής και των τοπικών ομάδων, για να βρεθούν ή στο Ηρώδειο ή στη Μικρή ή στη Μεγάλη Επίδαυρο. Ταυτόχρονα, πρέπει να έχει το χώρο για τους πειραματιστές και τις νέες ομάδες, ταυτόχρονα πρέπει να κάνει και το ίδιο κάποιες παραγωγές ούτως ώστε να δημιουργεί και το ίδιο τάσεις και ευκαιρία για τάσεις.

Αυτό είναι ένα θηριώδες πράγμα που κάποια στιγμή πρέπει να το εξετάσουμε σοβαρά. Μπορεί όλα αυτά να τα περιέχει πραγματικά με υγεία; Δεν κάνω καμία πρόταση αυτή τη στιγμή, θέτω ερωτήσεις μόνο. Μπορούν να δημιουργηθούν και 2-3 άλλα πραγματάκια τα οποία μαζί να το φτιάχνουν; Ένα λοιπόν πρόβλημά του που δεν έχει να κάνει με το φεστιβάλ αλλά με εμάς είναι το γεγονός ότι κάποια στιγμή επιτέλους πρέπει να το καταλάβουμε και να πάρουμε μια απόφαση για το τι είμαστε και ποιοι είμαστε. Δε γίνεται να είμαστε διαρκώς ως συμπλεγματικοί απέναντι στους έξω ως ότι εμείς όταν είχαμε πολιτισμό αυτοί ήταν στα δέντρα ή κομπλεξικοί απέναντι στους έξω με σύμπλεγμα κατωτερότητας ότι εκείνοι ξέρουν ενώ εμείς είμαστε άσχετοι. Κάποια στιγμή πρέπει να ξεφορτωθούμε και το ένα και το άλλο κουσούρι και να φτιάξουμε έναν εαυτό ο οποίος να μπορεί να συνομιλεί με τους άλλους ως εαυτός και ως κράτος με τα άλλα κράτη.

ΒΒ: Βέβαια αυτό είναι ένα γενικότερο αίτημα που πρέπει να έχουμε σαν λαός.

ΟΠ: Ναι, φυσικά, αλλά έρχεται και αντανακλάται πάνω στο φεστιβάλ αυτό. Γιατί και όλη η ιστορία με το αν θα είναι διεθνές και πόσους θα έχει και αν θα έχει τους δικούς μας πάντα μπερδεύεται, μπλέκεται και βρωμίζει από μια σειρά από συμπλέγματα, με κορυφαίο σύμπλεγμα την άνευ όρων παράδοσή του σε ένα βελγικό φεστιβάλ εμπνεύσεως του τωρινού υπουργού που ήταν η αποκορύφωση. Ότι δηλαδή παιδιά εμείς είμαστε άσχετοι και πάρτε το και κάντε το ό,τι καταλαβαίνετε. Και από την άλλη πλευρά ο αντίλογος ότι από πού κι ως πού αυτοί θα μας πουν εμάς. Αυτός είναι ένας υπέροχος καλλιτέχνης που μπορεί ωραιότατα να μη μου αρέσει, γιατί έτσι είναι η τέχνη και καμία σχέση δεν έχει με τα δικά μας προβλήματα. Και το τρίτο θέμα μας το οποίο είναι πολύ μεγάλο είναι ότι πρέπει να μιλήσουμε και να καταλάβουμε τι είναι η Επίδαυρος. Είναι αρχαιολογικός χώρος; Είναι θέατρο; Αν είναι θέατρο, δε χρειάζεται κάποιον ιδιαίτερο σεβασμό. Αν είναι αρχαιολογικός χώρος, δεν μπορούν να ανεβαίνουν παραστάσεις μέσα του. Αν είναι αρχαιολογικός χώρος που λειτουργεί και σαν θέατρο, έχει συγκεκριμένες παραστάσεις που πρέπει να ανεβαίνουν. Εν τέλει, τι προσδοκούμε από αυτό. Είναι μια σκηνή που μπορεί κάποιος να πάει και να πει ότι θέλει να παίξει το «Κουκλόσπιτο» του Ίψεν; Και είμαι Λιθουανός και θέλω το παίξουμε γυμνοί; Γιατί σε οποιοδήποτε άλλο θέατρο το έχω το δικαίωμα. Εκεί αρχίζουμε και μπερδευόμαστε πάλι με τα ιερά μας. Το φεστιβάλ είναι δυστυχώς δεμένο με μια σειρά από θέματα που πρέπει σαν τα πλοκάμια του χταποδιού και πρέπει να τα απαγκιστρώσουμε από πάνω του.

ΒΒ: Ναι, αλλά αυτό που λέει ο Οδυσσέας είναι κάτι που σχετίζεται με εμάς ως λαός που πρέπει επιτέλους να αποκτήσουμε την ταυτότητά μας. Δηλαδή αυτό που λέει για το σύμπλεγμα και το αίσθημα κατωτερότητας είναι ένα συγκρουσιακό πράγμα που μας ακολουθεί όλα τα χρόνια σε όλη μας τη ζωή. Ακόμη και τώρα λειτουργούμε με τον ίδιο τρόπο και αυτή είναι η μεγαλύτερή μας καταστροφή και ταυτόχρονα είναι και η μεγάλη γοητεία του ελληνικού λαού. Κάποια στιγμή πάντως πρέπει πράγματι να δούμε και τις ευθύνες μας.

Ταυτότητα παράστασης

Δραματουργική προσαρμογή - σκηνοθεσία Σπύρος Α. Ευαγγελάτος, σκηνικά – κοστούμια Γιώργος Πάτσας, μουσική σύνθεση Γιάννης Αναστασόπουλος, κινησιολογική επιμέλεια Αντιγόνη Γύρα, φωτισμοί Αλέκος Αναστασίου, βοηθός σκηνοθέτη Παναγιώτης Μιχαλόπουλος.

Τους ρόλους ερμηνεύουν: Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, Φαίη Ξυλά, Βίκυ Βολιώτη, Θανάσης Κουρλαμπάς, Θανάσης Δήμου, Χριστιάννα Μαντζουράνη, Θωμάς Γκαγκάς, Γεράσιμος Σκαφίδας και ο μπασοβαρύτονος Μάριος Σαραντίδης.

Πληροφορίες: «Αμύντας» του Γεωργίου Μόρμορη σε σκηνοθεσία Σπύρου Ευαγγελάτου, στις 8 Ιουλίου στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού (Ηρώδειο). Ώρα έναρξης: 21:00. Προπώληση: https://www.viva.gr/tickets/theater/greekfestival/spyros-evaggelatos-amyntas/

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΣΧΟΣ / [email protected]