Κριτική θεάτρου: «Stallerhof»

kritiki-theatrou-stallerhof

Ο Μάνος Βακούσης, η Αμαλία Αρσένη και ο Κώστας Τριανταφυλλόπουλος.

ΔΕΥΤΕΡΑ, 20 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2012

Την προοπτική μιας καινούργιας ζωής, που φέρει το έργο του Φραντς Ξάβερ Κρετς «Stallerhof», σε σκηνοθεσία του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, μας μεταφέρει η Ελένη Πετάση.

Όταν το «Stallerhof» (Η φάρμα των Στάλερ) πρωτοπαρουσιάστηκε το 1972 στο Αμβούργο ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων τόσο για τις βίαιες όσο και προκλητικές σκηνές του.

Λίγοι είναι αυτοί που διέκριναν πίσω από τη εξαθλιωμένη ζωή της οικογένειας Στάλερ όλους εκείνους τους συμπατριώτες τους που στα όρια της φτώχειας, αγράμματοι, θρησκόληπτοι και δίχως πολιτική συνείδηση πάσχιζαν να επιβιώσουν καθηλωμένοι στις αγροτικές περιοχές της χώρας, σε απόσταση αναπνοής -και ωστόσο ανέγγιχτοι- από το μεταπολεμικό οικονομικό θαύμα της Γερμανίας.

Αυτούς, δηλαδή, που ο Φραντς Ξάβερ Κρετς υπερασπιζόταν με πάθος θεωρώντας ότι οι αποτρόπαιες πράξεις τους οφείλονταν στις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες. Σοκάροντας το αστικό κοινό, που εν τέλει αντιμετώπιζε τους διογκωμένους πλην όμως αληθινούς ήρωές του σαν εξωγήινες φιγούρες, δεν δίστασε να εκφράσει στην πρεμιέρα του έργου την αδιαφιλονίκητη πεποίθησή του: «Από κάτω οι χασάπηδες και πάνω στη σκηνή τα θύματα».

Θύματα είναι, λοιπόν, και τα πρόσωπα του Stallerhof. Τόσο οι σκληροί, πνευματικά και ψυχικά απογυμνωμένοι γονείς της δεκατριάχρονης Μπέπι που, δεσμευμένοι από προκαταλήψεις, δεν μπορούν να συμφιλιωθούν με την διανοητική της καθυστέρηση και της συμπεριφέρονται με τον πιο απαξιωτικό τρόπο, όσο και ο εξηντάχρονος Ζεπ, ένας στερημένος εποχικός εργάτης που ονειρεύεται τη φυγή του σε ένα καλύτερο αύριο, ο οποίος τη βιάζει καθιστώντας την έγκυο.

Ομως ο Γερμανός πολιτικοποιημένος συγγραφέας (μέλος τότε του Κομουνιστικού Κόμματος το οποίο οχτώ χρόνια αργότερα εγκατέλειψε μαζί με τις αισθητικές του δεσμεύσεις) δεν στέκεται μόνο στην ανατριχιαστική ωμότητα των καταστάσεων που περιγράφει (αυνανισμός, αποπλάνηση ανηλίκου, σεξουαλική συνεύρεση, αφόδευση, απόπειρα έκτρωσης, διάρροια, δηλητηρίαση ενός σκύλου). Ανοίγει μια ελπιδοφόρα ρωγμή απ' όπου αυτοί οι ξεχασμένοι από το Θεό άνθρωποι αντλούν τη συναισθηματική θερμότητα που τους αρνήθηκαν.

Μέσα από την παράδοξη ερωτική σχέση τους η Μπέπι και ο Ζεπ αναπτύσσουν το δικό τους αδέξιο αλλά γεμάτο ανθρωπιά σύμπαν.

Οταν μάλιστα η «επιβεβλημένη» έκτρωση με σαπουνόνερο ματαιώνεται την τελευταία στιγμή, η προοπτική μιας καινούργιας ζωής αφυπνίζει τους αδιάλλακτους γονείς, φέρνει την Μπέπι μέσα στους κόλπους της οικογένειας και ενδεχομένως σηματοδοτεί την προοπτική ενός νέου, σαφώς καλύτερου, κόσμου.

Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος χειρίστηκε όσο πιο διακριτικά γίνεται τις ρεαλιστικά τολμηρές σκηνές του έργου υποφωτίζοντας έντεχνα (φωτισμοί Σάκης Μπιρμπίλης) τα γυμνά κορμιά και τους άσεμνους εναγκαλισμούς τους. Εστιάζοντας στις αποχρώσεις των συναισθημάτων τήρησε σχολαστικά τις παρατεταμένες παύσεις που υποδεικνύει ο συγγραφέας, αφήνοντας τη σιωπή και τη σωματικότητα των ηθοποιών να εκφράσουν όσα ο εσκεμμένα φειδωλός λόγος του κειμένου αδυνατεί να διατυπώσει.

Αυτήν τη σωματικότητα υπηρέτησε επιδέξια η πρωτοεμφανιζόμενη Αμαλία Αρσένη. Με μυωπικά γυαλιά, απορημένο βλέμμα, στραμπουλιγμένες στάσεις και χειρονομίες επέβαλε τη στρεβλή επικοινωνία της με το περιβάλλον. Η απειρία της φάνηκε μόνο στην εκφορά του λόγου που συχνά ερχόταν σε αντίθεση με το χαρακτήρα της προβληματικής ηρωίδας. Ο Μάνος Βακούσης με γερά ριζωμένο το ένστικτο ενός ακατέργαστου ανθρώπου, χωρίς ηθικές αναστολές αλλά εκπέμποντας εκρήξεις γνήσιας τρυφερότητας, ταυτίστηκε με την προσωπικότητα του Ζεπ. Η Μαρία Καλλιμάνη και ο Κώστας Τριανταφυλλόπουλος σκιαγράφησαν επαρκώς τους ρόλους τους.

Αν κάτι, ωστόσο, απορρύθμισε τη ροή της παράστασης ήταν η συνεχής εναλλαγή των σκηνών με συνδετικό τους κρίκο ένα ολιγόλεπτο σκοτάδι, κατά τη διάρκεια του οποίου τα υποτυπώδη αντικείμενα μεταφέρονταν -και δυστυχώς όχι αθόρυβα- σε διαφορετικά σημεία του σκηνικού χώρου προκειμένου να δημιουργήσουν ατμοσφαιρικά πεδία δράσης.

ΕΛΕΝΗ ΠΕΤΑΣΗ [email protected]