Μπήκαμε στην πρόβα της «Ορέστειας» και μιλήσαμε με τον Νίκο Ψαρρά

oresteia
ΤΡΙΤΗ, 28 ΙΟΥΝΙΟΥ 2016

Είναι μια από τις πολυαναμενόμενες παραστάσεις του καλοκαιριού και «παρεισφρύοντας» στις πρόβες της καταλαβαίνουμε το γιατί.

Φωτογραφίες: Χρυσαφένια Μόσχου

Η «Ορέστεια» ξεκινάει το ταξίδι της στις 8 και 9 Ιουλίου στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου. Ο Γιάννης Χουβαρδάς, με μια εξαιρετική ομάδα ηθοποιών και καλλιτεχνικών συντελεστών, δημιουργεί μια παράσταση για τις απαρχές και το μέλλον της ανθρώπινης βίας.

Μια σφιχτή ομάδα δώδεκα εκλεκτών ηθοποιών μοιράζεται όλους τους ρόλους της τριλογίας του Αισχύλου -συμπεριλαμβανομένου του Χορού- και στα τρία έργα. Με όλες τις δυναμικές της ατομικής, οικογενειακής, πολιτικής και κοινωνικής βίας, αφηγούνται τον κύκλο αίματος μιας οικογένειας ως τον ιστορικό κύκλο ενός έθνους που πρέπει να θυσιάσει τα παιδιά του προκειμένου να ξαναγεννηθεί. Όμως η αναγέννηση που βασίζεται σε πολιτικοκοινωνικά οράματα χωρίς την γονιμοποιητική ευλογία της οικογενειακής αγάπης δεν φέρνει απαραίτητα την λύτρωση.

Σίγουρα πρόκειται για μια από τις πιο πολυαναμενόμενες παραστάσεις του φετινού καλοκαιριού. Δε διαθέτεις κάθε μέρα τη δυνατότητα να παρακολουθήσεις την μοναδική σωζόμενη αρχαία τριλογία σε ένα ενιαίο έργο στην Επίδαυρο, με τον Γιάννη Χουβαρδά να καταθέτει το δικό του όραμα, φέρνοντας την πλοκή στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο, για να εστιάσει στην ιστορία της ανθρώπινης βίας. Έχουμε συνηθίσει τις παραστάσεις του να ξεχωρίζουν για την υψηλή αισθητική τους και τους ικανούς θιάσους που επιλέγει και η «Ορέστεια» δε δείχνει να αποτελεί εξαίρεση.

Βρεθήκαμε σε μια από τις πρόβες της παράστασης και πιο συγκεκριμένα στο πέρασμα για τις «Ευμενίδες» και μπορούμε να πούμε ότι αυτό που σχηματίζεται έχει αληθινό ενδιαφέρον και δε θα αφήσει κανέναν ασυγκίνητο. Στα περιθώρια των προβών μιλήσαμε με τον Νίκο Ψαρρά, ο οποίος υποδύεται τους χαρακτήρες του Πυλάδη και του Απόλλωνα. Κάθε ηθοποιός διαθέτει μια συγκεκριμένη περσόνα την οποία εξελίσσει και αλλάζει από έργο σε έργο. Σύμφωνα με τις οδηγίες του Γιάννη Χουβαρδά, ο Απόλλωνας του Νίκου Ψαρρά είναι επιφορτισμένος να… σαγηνεύσει τόσο το γυναικείο όσο και ανδρικό κοινό της Επιδαύρου. Μαζί του μιλήσαμε για όσα ζητήματα άπτονται άμεσα της παράστασης, αλλά και για σημαντικά θέματα της επικαιρότητας που σχετίζονται με αυτή και την κουβέντα μπορείτε να διαβάσετε παρακάτω.

«Ορέστεια» λοιπόν. Δεν έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε μια αυτούσια τριλογία στην Επίδαυρο. Πώς έχετε συνδέσει και τα τρία έργα μέσα στη συγκεκριμένη ώρα μιας παράστασης;

Εγώ πάντα ως θεατής θα ήθελα να δω την «Ορέστεια». Και θα ήθελα να τη δω ολόκληρη. Είμαστε καλομαθημένοι ή κακομαθημένοι ως θεατές. Δεν αντέχουμε στα καλοκαιρινά θέατρα, ενώ οι αρχαίοι ήταν προετοιμασμένοι και πήγαιναν χαράματα εκεί. Είναι πρόκληση να έχεις αυτό το σπουδαίο κείμενο και να πρέπει να το συμπτύξεις. Γιατί κάθε φορά που πρέπει να κόψεις κάτι, γίνεται με μεγάλο πόνο καρδιάς. Εδώ τώρα υπάρχει μια συνολική ιδέα και άποψη του Γιάννη Χουβαρδά, μέσα στην οποία εμείς καλούμαστε να συνυπάρξουμε και να την υπηρετήσουμε. Έχει βάλει όλο τον «Αγαμέμνωνα» στον Β’ Παγκόσμιο και αυτό φαίνεται και δραματουργικά αλλά και με τραγούδια της εποχής. Είμαστε λοιπόν σε εμπόλεμη κατάσταση και υπάρχει αυτή η σύγκριση. Έρχεται ο Αγαμέμνων, σημαίνει τη λήξη του πολέμου, μετά αρχίζει ο Εμφύλιος οπότε πηγαίνουμε δύο χρόνια αργότερα και στις «Ευμενίδες» είμαστε σε έναν χώρο άχρονο του μέλλοντος, όπου θα μπορούσε να συμβεί όλο αυτό το περίεργο κείμενο, με τις Ευμενίδες να είναι θεότητες και τον Ορέστη να είναι ο μόνος άνθρωπος εκεί. Και βεβαίως και οι 12 που δημιουργούν τον «Άρειο Πάγο» ως κριτές.

Αυτό που έχει πολύ ενδιαφέρον είναι ότι από τη στιγμή που μπαίνουμε στη σκηνή, είμαστε ο καθένας μια πολύ συγκεκριμένη περσόνα, γιατί όλοι κάνουμε και Χορό και ρόλους. Οι ρόλοι μας εμποδίζουν την παρουσία μας στο Χορό. Δηλαδή εμένα ο βασικός μου ρόλος είναι ο Απόλλωνας στις «Ευμενίδες», ο Πυλάδης στις «Χοηφόρες» και Χορός στον Αγαμέμνωνα. Αυτός ο τύπος που μπαίνει λοιπόν στον «Αγαμέμνωνα» φέρει κάτι περίεργο που στην πορεία καταλαβαίνουμε ότι είναι του «Απόλλωνα». Επίσης ο Πυλάδης έχει σιωπηλή παρουσία. Δε μιλάει. Κοιτάζει και κινεί τα πράγματα. Υπάρχει λοιπόν μια πολύ συγκεκριμένη άποψη και η αγωνία μας είναι ότι αυτή η άποψη θέλει συνέπεια από την αρχή μέχρι το τέλος και πώς θα μπορέσουμε τους θεατές που μας βλέπουν από την αρχή μέχρι το τέλος να μας συμπαρασύρουν σε αυτό το ταξίδι. Γιατί οι θεατές έρχονται για να περάσουν καλά, κακά τα ψέματα. Εγώ σου μιλάω έχοντας συμμετάσχει σε μια παράσταση που προκάλεσε φοβερές αντιδράσεις στην Επίδαυρο, όπως ήταν η «Μήδεια» του Βασίλιεφ. Μας πιάνει κάτι αρχαιολαγνικό ότι η αρχαία τραγωδία θα πρέπει να παίζεται με χλαμύδες και σαφέστατα μπορούσε να γίνει και αυτό. Τα κείμενα αυτά όμως είναι ζωντανά και για αυτό αντέξανε στο πέρασμα του χρόνου και είναι πολύ μεγάλη αγωνία για εμάς τα κείμενα αυτά να τα κάνουμε σύγχρονα. Και είναι εύκολο να βάλουμε μια χλαμύδα και να παίξουμε όπως οι αρχαίοι. Το δύσκολο είναι πώς σε μια άλλη συνθήκη θα υπάρξει αυτό το κοινό.

Πόσο απαιτητικό είναι να υποδύεσαι διαφορετικούς και σημαντικούς χαρακτήρες στην ίδια παράσταση και να αποδίδεις τα χαρακτηριστικά τους, ακόμη και αν μιλάμε για μια περσόνα όπως εδώ;

Συμπληρώνοντας αυτό που είπα πριν, ο καθένας μας έχει κάνει από μια περσόνα η οποία είναι σε όλα τα έργα. Δηλαδή είναι η ίδια φιγούρα. Δεν αλλάζει ο Πυλάδης με τον Απόλλωνα και με τον Χορό. Η ίδια παρουσία διανύει και τα ίδια έργα.

Είναι ένα σχόλιο πάνω στο έργο και τους χαρακτήρες του;

Είναι μια άποψη που έχει ο Γιάννης για τη δική μας την παράσταση. Έχοντας ένα θίασο με δώδεκα ανθρώπους, πρέπει να ξέρεις πώς θα τους κινήσεις. Και το «δώδεκα» αυτός τους ζήτησε μετά από σκέψη. Οπότε αυτοί οι δώδεκα, ο καθένας τους είναι μια πολύ συγκεκριμένη περσόνα, η οποία δικαιολογείται. Δε θα ξενίσει γιατί εγώ είμαι ο Πυλάδης και μετά γίνομαι Απόλλωνας. Όλα αυτά γίνονται πολύ ήρεμα και ήσυχα.

Ποια είναι η άποψη της παράστασης πάνω στην έννοια της βίας την οποία εξερευνά;

Η παράσταση τη βία την αντιμετωπίζει ωμά, έτσι όπως πρέπει. Υπάρχει πάντα όμως μια ειρωνεία στα πράγματα και αυτό έχει ενδιαφέρον για μένα. Γιατί η ειρωνεία είναι πολύ ανθρώπινο πράγμα. Θα σου πω ένα παράδειγμα που δεν έχει σχέση με την παράστασή μας, αλλά πηγαίνεις στις κηδείες και εκεί που υπάρχει θρήνος θα υπάρξει και ένα αστείο γιατί ο άνθρωπος πρέπει να συνεχίσει να υπάρχει. Ο Αγαμέμνωνας παρουσιάζεται ως ένας διεφθαρμένος βασιλιάς και μέθυσος, ο οποίος παίρνει την εξουσία με το έτσι θέλω και ασκεί τυραννία. Είναι ένας τύραννος με όλη τη σημασία της λέξεως. Η Κλυταιμνήστρα είναι μια γυναίκα η οποία είναι κλεισμένη μέσα στο παλάτι και όταν βγαίνει παίζει πάντα ένα ρόλο. Είναι όλοι τους καχύποπτοι.

Κάνει κάποια πρόβλεψη για το μέλλον η παράσταση όσον αφορά τη βία;

Το μέλλον παρουσιάζεται στις «Ευμενίδες», αλλά παράλληλα υπάρχει και η Δικαιοσύνη και η θέσπιση του Αρείου Πάγου. Υπάρχει ο νόμος πως όταν υπάρχει ισοψηφία θα είναι υπέρ του κατηγορουμένου. Και οι Ευμενίδες δίνουν ευχές να μην πεθαίνουν οι άνδρες, οπότε το έργο τελειώνει με μια αισιόδοξη νότα

Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα και επίκαιρα σημεία της παράστασης είναι ότι οι νέοι είναι αυτοί που την πληρώνουν.

Πάντα. Τώρα την πλήρωσαν οι νέοι της Αγγλίας, οι οποίοι ψήφισαν υπέρ της παραμονής και γιατί είναι πιο ανοιχτά μυαλά και γιατί βλέπουν τον εαυτό τους να ταξιδεύει και να μένει σε όλη την Ευρώπη και οι πιο μεγάλοι τους το στέρησαν αυτό. Πάντα υπάρχει το χάσμα των γενεών. Ένας που έχει μεγαλώσει και έχει κάνει τη ζωή του θέλει να έχει μια κατ’ αυτόν ησυχία και σιγουριά, ενώ ο νέος επιζητά το ρίσκο. Δηλαδή αν ο Ορέστης ήταν 50 ετών δε θα δρούσε έτσι όπως έδρασε, αλλά θεωρεί στις «Χοηφόρες» ότι πρέπει να τιμωρηθεί η Κλυταιμνήστρα για αυτό. Και βεβαίως και οι νέοι στην Ελλάδα που τι να πεις για αυτά τα παιδιά. Εγώ έχω διδάξει και σε σχολές και τα νέα παιδιά πρέπει να ονειρεύονται και προσπαθούν να πετάξουν και τους κόβουμε τα φτερά από την ανέχεια και την έλλειψη ελπίδας που υπάρχει. Αλλά ο νέος πρέπει να ελπίζει, πρέπει να πολεμάει για το μέλλον του, για τη ζωή του γιατί του ανήκει και κανείς δεν μπορεί να του τη στερήσει. Και ειδικά στη δουλειά μας πάντα παρακολουθώ τα νέα παιδιά και χαίρομαι γιατί βγαίνει μια γενιά με πολύ ωραίους ηθοποιούς με άποψη και που βρίσκουν ευφάνταστες ιδέες με μηδέν μπάτζετ. Μπορεί να σερβίρουν καφέδες τη μέρα αλλά το βράδυ θα πάνε στην πρόβα και θα παλέψουν για το μέλλον τους.

Φέτος ήταν μια δύσκολη χρονιά για το Φεστιβάλ Αθηνών. Μια χρονιά αβεβαιότητας. Πώς είναι να ξεκινάς μια παράσταση, στην πορεία να σου λένε ότι τελικά μάλλον δε θα γίνει και τελικά να γίνεται; Και πόσο σημαντικό είναι για το Φεστιβάλ, το οποίο είναι διεθνές, να έχει έντονη ελληνική παρουσία και να προτάσσει Έλληνες δημιουργούς και ιδέες;

Εγώ ήμουν από τους πρώτους που όταν άκουσαν για τον Φαμπρ χάρηκα πάρα πολύ. Και είπα ότι θέλω έναν τόσο μεγάλο καλλιτέχνη να αναλάβει ένα τέτοιο φεστιβάλ. Όχι βέβαια ότι ο Λούκος δεν έκανε διεθνές φεστιβάλ, μην τρελαθούμε. Δηλαδή ο Οστερμάιερ ή ο Καστελούτσι που ερχόντουσαν δεν ήταν εξέχοντες καλλιτέχνες; Εμένα εκείνο που με στεναχώρησε είναι ότι ο Φαμπρ έθεσε τους δικούς του όρους. Οφείλουν σε μια χώρα που βουλιάζει μέρα με τη μέρα και που το 95% των εγγεγραμμένων στον ΣΕΗ είναι άνεργοι να μας λαμβάνουν υπόψη τους. Εμείς σαφέστατα και θέλουμε να έρθουν ξένες παραγωγές. Δεν μπορούμε όμως για τα επόμενα 3-4 χρόνια να είμαστε μόνο θεατές. Αν είσαι μόνο θεατής και χειροκροτάς τους ξένους υπαλλήλους σου στη χώρα σου, είναι μεγάλο πρόβλημα γιατί για εμάς το εργαλείο μας είναι ο λόγος. Η ελληνική γλώσσα είναι υπέροχη αλλά είναι πολύ δύσκολη για το εξωτερικό. Εμείς όσες φορές προσπαθούμε να κάνουμε μια καριέρα στο εξωτερικό πάντα υπάρχει το μεγάλο πρόβλημα που είναι η προφορά. Αυτό είναι που με στεναχώρησε και ήμουν από τους πρώτους που πήγα στη Σφενδόνη και υπέγραψα αυτό το κείμενο.

Δεν έχω τίποτα κατά του Φαμπρ. Ίσα-ίσα και μακάρι στο μέλλον να μου κάτσει κάτι και να δουλέψω μαζί του. Αλλά με στεναχώρησε η στάση του και είναι αντικρουόμενα αυτά που έχει πει. Τη μία λέει ότι δεν είχε χρόνο να ασχοληθεί με το ελληνικό δυναμικό οπότε φέρνει ατόφιο το Φεστιβάλ της Αμβέρσας και μετά μας κρίνει. Ε αυτά είναι μικρότητες και δεν αρμόζουν σε έναν μεγάλο καλλιτέχνη. Το Φεστιβάλ είναι εδώ, υπάρχει, θα υπάρχει, όσο υπάρχουν ελληνικές παραγωγές θα είναι ευπρόσδεκτο, όσο εμείς αποδεχόμαστε να παίζουμε σε αυτά τα αριστουργηματικά θέατρα αυτά τα εξαίσια κείμενα, για εμάς είναι ευλογία. Για εμένα δεν υπάρχει ωραιότερη φάση από την περίοδο που βρισκόμαστε στην Επίδαυρο. Και δεν ευχαριστιέμαι τις δύο παραστάσεις καθόλου γιατί υπάρχει πάντα πολύ τρακ, αλλά οι πρόβες είναι ονειρεμένες. Και είναι πολύ κρίμα να σου στερούν αυτή τη χαρά.

Υπάρχουν όρια στο τι παίζεται στην Επίδαυρο; Γιατί όποια χρονιά παρουσιάζεται κάποια παράσταση με όραμα διαφορετικό από ό,τι έχει συνηθίσει το κοινό της Επιδαύρου υπάρχει μια κατακραυγή.

Με την αρχαία τραγωδία εγώ πιστεύω ότι πρέπει να πειραματιζόμαστε. Είμαι υπέρ του πειράματος και της αποτυχίας. Το πείραμα εμπεριέχει και την αποτυχία και το αποδέχεσαι. Αυτά τα κείμενα θα πρέπει να ζωντανεύουν και το θέατρο θα πρέπει να φέρει και αντιδράσεις. Αλλά κυρίως να φέρνει συναίσθημα. Σαφέστατα δε θέλει κανείς μας να φεύγουν θυμωμένοι από την παράσταση που παίζουμε, αλλά να φεύγουν συγκινημένοι, προβληματισμένοι, αλλά και με αγαλλίαση ψυχής. Είμαι υπέρ του πειράματος λοιπόν.

Ταυτότητα παράστασης

Μετάφραση: Δημήτρης Δημητριάδης. Διασκευή, σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς. Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη. Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη. Μουσική: Σταύρος Γασπαράτος. Κίνηση: Σταυρούλα Σιάμου. Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος. Βοηθοί σκηνοθέτη: Σύλβια Λιούλιου, Νικολέτα Φιλόσογλου. Βοηθός σκηνογράφου: Θάλεια Μέλισσα. Βοηθός παραγωγής: Αλεξάνδρα Μουζακίτη. Διεύθυνση παραγωγής: Κατερίνα Μπερδέκα. Παραγωγός: Γιώργος Λυκιαρδόπουλος.

Διανομή: Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης (Ορέστης), Καρυοφυλλιά Καραμπέτη (Κλυταιμνήστρα), Νίκος Κουρής (Αγαμέμνων, Τροφός), Στεφανία  Γουλιώτη (Ηλέκτρα, Αθηνά), Νίκος Ψαρράς (Απόλλων, Πυλάδης), Άλκηστις Πουλοπούλου (Κασσάνδρα, Πυθία), Δημήτρης Παπανικολάου (Αίγισθος), Ιερώνυμος Καλετσάνος (Κήρυκας), Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης (Φύλακας), Σύρμω Κεκέ (Κορυφαία), Χριστίνα Μαξούρη (Κορυφαία, Δούλα), Πολύδωρος Βογιατζής (Κορυφαίος).

Πληροφορίες: «Ορέστεια» του Αισχύλου σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά. Πρεμιέρα: 8 και 9 Ιουλίου στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου. Την περιοδεία σε όλη την Ελλάδα μπορείτε να τη δείτε εδώ: https://www.viva.gr/tickets/theater/periodeia/oresteia/. Διάρκεια παράστασης: 2 ώρες και 15 λεπτά.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΣΧΟΣ / [email protected]