Γιατί τρώμε παραπάνω τον χειμώνα;
Πώς επηρεάζει ο καιρός τη διάθεσή μας και κατά συνέπεια το φαγητό που επιλέγουμε να καταναλώσουμε; Η ειδικός, Γεωργία Στυλιανοπούλου, του diatrofi.gr απαντά, την πρώτη κιόλας επίσημη ημέρα του χειμώνα.
Ποιος δεν λαχταρά μια ζεστή σοκολάτα τυλιγμένος στο πάπλωμα ένα κρύο απόγευμα; Όλοι μας έχουμε παρατηρήσει πως, ακόμα και αν είμαστε στα ζεστά, η έλλειψη φωτός από μόνη της είναι αρκετή για να μας ανοίξει την όρεξη για «κάτι γλυκό». Η συμπεριφορά αυτή δεν είναι τυχαία.
Μελέτες σε διαφορετικούς πληθυσμούς παγκοσμίως κάνουν λόγω για την Εποχιακή Συναισθηματική Διαταραχή (Seasonal Affective Disorder, S.A.D.) ή αλλιώς Χειμερινή Κατάθλιψη. Η διαταραχή αυτή εμφανίζεται σε άτομα με φυσιολογική κατά τα άλλα ψυχική υγεία στην διάρκεια του έτους, αλλά τους προκαλούν συμπτώματα κατάθλιψης κυρίως τους χειμερινούς μήνες (1). Τα συνήθη συμπτώματα αλληλοκαλύπτονται και είναι κυρίως η αδυναμία, η συνεχής ανάγκη για ξεκούραση και ύπνο και η τάση για υπερκατανάλωση φαγητού, ιδιαίτερα υδατανθράκων, γεγονός που οδηγεί σε αύξηση του σωματικού βάρους. Ακόμα πιο έντονα βιώνουν τη διαταραχή άτομα που μένουν για μικρό χρονικό διάστημα σε βορειότερες χώρες και έτσι ο οργανισμός τους δεν προλαβαίνει να προσαρμοστεί στην έλλειψη φωτός. Επίσης, όσοι γενικότερα καταφεύγουν στο φαγητό σε περιόδους έντονου στρες ή στενοχώριας έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να την εμφανίσουν. Τα τρόφιμα που καταναλώνονται σε μεγάλο βαθμό από άτομα με S.A.D. περιέχουν τόσο υδατάνθρακες όσο και λίπος, όπως είναι όλα τα γλυκά.(2) Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι, στην πλειοψηφία των μελετών, αυτή η συνεχής λιγούρα ήταν πιο έντονη τις απογευματινές ώρες ενώ υποχωρούσε όχι μόνο με το πέρας του χειμώνα, αλλά και με έκθεση σε φως.(3)
Ωστόσο, αν και δεν εμφανίζουν όλοι αυτή την διαταραχή, η αυξημένη κατανάλωση γλυκών κατά τους χειμερινούς μήνες είναι συχνό φαινόμενο.
Τέσσερα tips για να ενισχύσεις την διάθεση σου και να μην υποκύψεις στις λιγούρες:
1. Μην αγοράζεις όλα αυτά που ξέρεις ότι θα σε παχύνουν. Είναι τόσο απλό όσο ακούγεται. Αν δεν υπάρχουν όλοι αυτοί οι πειρασμοί κρυμμένοι στο ντουλάπι σίγουρα θα καταφύγεις σε πιο υγιεινές επιλογές.
2. Προτίμησε σπιτικά σνακ. Έξω βρέχει και είναι η καλύτερη στιγμή για την αγαπημένη σου σειρά. Γιατί λοιπόν να μην επιλέξεις ένα υγιεινό σνακ για τσιμπολόγημα, όπως: ανάλατους ξηρούς καρπούς, λαχανικά σε ράβδους με ντιπ γιαουρτιού, σπιτικά τσιπς γλυκοπατάτας, γιαούρτι με μέλι, μπάρα δημητριακών, ψητό μήλο με κανέλα και μέλι.
3. Πριν ανοίξεις το ψυγείο κάνε 3 ερωτήσεις στον εαυτό σου:
Πεινάω ή μήπως διψάω; Κι όμως τις περισσότερες φορές πίσω από μια λιγούρα κρύβεται στην πραγματικότητα η ανάγκη του οργανισμού για ενυδάτωση.
Πεινάω ή μήπως βαριέμαι; Πολλές φορές για να καταπολεμήσουμε την ανία στρεφόμαστε στο φαγητό.
Πεινάω ή μήπως κάτι με στενοχωρεί; Όπως είπαμε ακόμα και μια βροχερή σκοτεινιασμένη μέρα είναι αρκετή για να επηρεάσει αρνητικά την ψυχολογία μας. Θυμήσου όμως ότι η κατανάλωση γλυκών κάθε φορά που στενοχωριόμαστε δεν ανακουφίζει τα συμπτώματα, καθώς δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος ενοχών που χειροτερεύει ακόμα περισσότερο την διάθεσή μας.
Και να θυμάσαι, ο χειμώνας είναι η καλύτερη εποχή για να βρεθείς με φίλους, να πας θέατρο, σινεμά, να ανακαλύψεις καινούργια στέκια στην πόλη και να διασκεδάσεις. Κάνε υγιεινές επιλογές για να ενισχύσεις την άμυνα του οργανισμού και την διάθεσή σου και… απόλαυσέ τον!
Γεωργία Στυλιανοπούλου, Διατροφολόγος-Διαιτολόγος
www.diatrofi.gr
Βιβλιογραφία:
Oginska, H., & Oginska-Bruchal, K. (2014). Chronotype and personality factors of predisposition to seasonal affective disorder. Chronobiology International, 31(4), 523–531. https://doi.org/10.3109/07420528.2013.874355
Krauchi, K., & Wirz-Justice, A. (1988). The four seasons: Food intake frequency in seasonal affective disorder in the course of a year. Psychiatry Research, 25(3), 323–338. https://doi.org/10.1016/0165-1781(88)90102-3
Krauchi, K., Wirz-Justice, A., & Graw, P. (1993). High intake of sweets late in the day predicts a rapid and persistent response to light therapy in winter depression. Psychiatry Research, 46(2), 107–117 https://doi.org/10.1016/0165-1781(93)90013-7