Who is who: Μπριζίτ Μπαρντό

who-is-who-mprizit-mparnto

ΚΥΡΙΑΚΗ, 01 ΙΟΥΛΙΟΥ 2012

Ένα από τα ισχυρότερα σύμβολα του σεξ του περασμένου αιώνα, η Μπριζίτ Μπαρντό κατάφερε να μετατρέψει το όνομά της σε θρύλο, βγαίνοντας, όμως, νωρίς από τον χώρο του κινηματογράφου και του θεάματος, μόλις σε ηλικία 40 ετών, θέλοντας να ξεφύγει από τα εκτυφλωτικά φώτα της δημοσιότητας.

Στο Παρίσι του ’30 και συγκεκριμένα στις 28 Σεπτεμβρίου του ’34 ήρθε στον κόσμο η Μπριζίτ Μπαρντό, το πρώτο παιδί της οικογένειας που αργότερα θα διέπρεπε στον κινηματογράφο. Η μητέρα της, η οποία ήταν 16 χρόνια μικρότερη από τον μηχανικό πατέρα της, βρισκόταν ακόμη στην ηλικία των 22 ετών όταν την απέκτησε και 4 χρόνια αργότερα έφερε στον κόσμο και την αδερφή της.

Ενθάρρυνε και τις δύο αδερφές να ασχοληθούν με το χορό κι ενώ η μικρή της αδερφή, Μαρί-Ζαν, σύντομα τα παράτησε, η Μπριζίτ συνέχισε την ενασχόλησή της και αποφάσισε μάλιστα να ασχοληθεί με το μπαλέτο. Το 1949 μπήκε στο Ωδείο του Παρισιού, την ίδια εποχή, όμως, άρχισε να δουλεύει και ως μοντέλο, ενώ το 1950 γίνεται εξώφυλλο στο περιοδικό Elle. Από εκείνη τη στιγμή, η ζωή της άρχισε να αλλάζει καθώς της προτάθηκε ο πρώτος της ρόλος από το σκηνοθέτη Μαρκ Αλεγκρέ, σε μια ταινία που δεν γυρίστηκε ποτέ και γνώρισε και τον σκηνοθέτη Ροζέ Βαντίμ, τον οποίο και ερωτεύτηκε στα 16 της και παντρεύτηκε στα 18, παρά την αντίθεση των δικών της.

Ο δρόμος για τον κινηματογράφο, όμως, είχε ανοίξει και η Μπαρντό, λόγω και της αγάπης του πατέρα της για τον κινηματογράφο και τις Τέχνες –ο οποίος την κινηματογραφούσε συχνά- φαινόταν εξοικειωμένη και έτοιμη να εισέλθει στο χώρο, σε μια εποχή μάλιστα, που ο ευρωπαϊκός κινηματογράφος ανθούσε. Η Μπαρντό, με το παρουσιαστικό και το ταλέντο της κατάφερε να τραβήξει την προσοχή και των Αμερικανών, χωρίς, όμως, η ίδια να δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το Χόλιγουντ.

Δύο δεκαετίες ταινιών

Η ξανθιά καλλονή έκανε το ντεμπούτο της στον κινηματογράφο χωρίς να το καθυστερεί, το 1952 στην κομεντί «Le trou normand» του Ζαν Μπογιέ, με έναν μικρό ρόλο. Ο πρωταγωνιστικός, βέβαια, δεν αργεί να έρθει, αφού στην επόμενη κι όλας ταινία της, «Manina, la fille sans voiles», είναι πρωταγωνίστρια. Το 1953 βρίσκεται στο ίδιο καστ με τον Κερκ Ντάγκλας στο «Κίτρινο διαβατήριο» («Un acte d'amour»), ενώ ταυτόχρονα συμμετέχει για πρώτη και τελευταία φορά στο θέατρο, στην παράσταση «L'Invitation au château» και στρέφει όλα τα φώτα και τα μίντια πάνω της τον Απρίλιο του 1953, όπου βρίσκεται στις Κάννες και παρά τα 19 της χρόνια, καταφέρνει να κλέψει την παράσταση από κάθε άλλη σταρ της εποχής.

Ο Μαρκ Αλεγκρέ, ο οποίος ήταν αυτός που της πρότεινε τον πρώτο της ρόλο, την επιλέγει το 1955 για την ταινία του «Κορίτσια με μέλλον» και την ίδια χρονιά βρίσκεται στην αγγλική κομεντί «Ραντεβού στη Μεσόγειο» του Ραλφ Τόμας.

Και ο θεός έπλασε τη...Mπαρντό

Το 1956 βρίσκεται στο «Helen of Troy», ο ρόλος, όμως της ωραίας Ελένης ανήκει στη Ροσάνα Ποντεστά και η Μπαρντό υποδύεται την υπηρέτριά της. Μέσα στην ίδια χρονιά βρέθηκε σε πολλές ταινίες, όπως το «Μαμζέλ Πιγκάλ» του Μισέλ Μπουασρόντ, το «Ξεφυλλίζοντας τη μαργαρίτα» με τον Μαρκ Αλεγκρέ να τη σκηνοθετεί, το «Ο γιος μου, ο Νέρωνας» του Στένο, μία, όμως, είναι η ταινία που θα καθιερώσει την Μπριζίτ Μπαρντό, στα 22 της μόλις χρόνια, ως διεθνούς φήμης ηθοποιό και σύμβολο του σεξ: το «Και ο θεός έπλασε τη γυναίκα» του τότε συζύγου της, Ροζέ Βαντίμ. Η Μπαρντό ως Ζουλιέτ Αρντί, μια όμορφη υιοθετημένη κοπέλα επαρχιακής πόλης, τραβάει τα βλέμματα κοινού και κριτικών και παρά τις αντιδράσεις και τη λογοκρισία πάνω στην ταινία, η οποία προκάλεσε για την εποχή της, η πρωταγωνίστρια, μαζί με τον Ζαν Λουί Τρεντινιάν και Κριστιάν Μαρκόν που βρέθηκαν στο πλευρό της, όπως και ο σκηνοθέτης Βαντίμ, βλέπουν τη φήμη τους να διογκώνεται ανεξέλεγκτα. Μετά από αυτή την ταινία, μάλιστα, γεννιέται και ο μύθος της Μπαρντό με το συγκεκριμένο styling με τα μακριά ξανθά μαλλιά, το έντονο σκούρο μακιγιάζ των ματιών και τα σέξι ρούχα. Η εικόνα της ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο και το Χόλιγουντ προσπαθεί να την περάσει από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η Μπαρντό, όμως, αρνείται επιμένοντας… γαλλικά. Μαζί με τις επαγγελματικές επιτυχίες, όμως, πολλές φορές έρχονται και οι προσωπικές αποτυχίες κι έτσι ο γάμος της με τον Βαντίμ κατέρρευσε την επόμενη χρονιά.

Το 1957 συνεργάζεται και πάλι με τον Μισέλ Μπουασρόντ στο «Une parisienne», ενώ το 1958 μεταμορφώνεται σε Υβέτ και υποδύεται την… κλέφτρα, για τη δραματική ταινία που βασίστηκε στο μυθιστόρημα του διάσημου Βέλγου συγγραφέα Ζωρζ Σιμενόν, «Υβέτ, το κορίτσι της ακολασίας». Η ταινία και πάλι περιλαμβάνει προκλητικές σκηνές που προκαλούν τις αντιδράσεις κυρίως της Εκκλησίας μην καταφέρνοντας να έχει ευρεία κυκλοφορία, παρ’ όλ’ αυτά, όμως, πρόκειται για μια δουλειά που δεν ξεχάστηκε εύκολα και το 1998 έγινε ριμέικ της σε σκηνοθεσία του Πιέρ Ζολιβέ.

Δεύτερος γάμος με τον Σαριέ

Καθώς τα μίντια απασχολούνται με τη διάσημη Γαλλίδα ολημερίς κι ολονυχτίς, άλλοτε εκθειάζοντάς την κι άλλοτε κατακρίνοντας τον τρόπο ζωής της και αποδίδοντάς της πληθώρα εραστών, η Μπαρντό συνεχίζει την κινηματογραφική της καριέρα και το 1959 πρωταγωνιστεί με σκηνοθέτη και πάλι τον Μπουασρόντ (ο οποίος όμως πεθαίνει μετά το τέλος τον γυρισμάτων) στο «Voulez-vous danser avec moi?», όπου βρίσκεται ξανά στο πλευρό του Ανρί Βιντάλ.

Την ίδια χρονιά παντρεύεται για δεύτερη φορά με τον Ζακ Σαριέ αυτή τη φορά -τον οποίο μάλιστα απαίτησε η ίδια ως συνεργάτη της στην ταινία «Η Μπαμπέτ πάει στον πόλεμο». Ο γάμος τους θα κρατήσει 3 χρόνια και η Μπαρντό θα γίνει για πρώτη φορά μητέρα, προκαλώντας την αναστάτωση του Τύπου παγκοσμίως.

Τα ΜΜΕ αποτελούσαν πάντα εφιάλτη για την Μπριζίτ Μπαρντό, σε σημείο που να την κάνουν να ασφυκτιά τόσο ώστε να κάνει απόπειρα αυτοκτονίας με χάπια, κάτι το οποίο, όμως, ο υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων της ηθοποιού έχει αρνηθεί. Παρ’ όλ’ αυτά η δουλειά σε συνδυασμό με τον νέο της ρόλο ως μητέρα, αρχίζει να την πιέζει αρκετά.

Το 1960 πρωταγωνιστεί στο υποψήφιο για Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας «La vérité» («Η αλήθεια») του Ζορζ Ανρί Κλουζό, με θέμα ένα έγκλημα πάθους και μετά από πολύ δύσκολα γυρίσματα, η Μπαρντό επιστρέφει «Με το χαλινάρι στο λαιμό» το 1961 και την ίδια χρονιά συναντά τον Ζαν Πολ Μπελμοντό στο «Διάσημοι ερασταί».

Η επόμενη ταινία της είναι αυτή που θα της φέρει και το πρώτο της βραβείο, David di Donatello. Πρόκειται για το «Vie privée» του Λουί Μαλ, που βασίζεται κατά πολύ σε πραγματικές καταστάσεις από τη ζωή της, το οποίο της έδωσε την ευκαιρία να βραβευτεί ως καλύτερη ξένη ηθοποιός. Το 1963 τη βρίσκουμε στην «Περιφρόνηση» του Ζαν Λυκ Γκοντάρ μαζί με τον Μισέλ Πικολί, σε ένα κινηματογραφικό αριστούργημα, με την Μπριζίτ Μπαρντό ευτυχισμένη που δουλεύει με έναν τόσο μεγάλο σκηνοθέτη, παρ’ όλο που ίσως το πνεύμα της ίδιας να μην ταυτιζόταν απόλυτα με τον Γκοντάρ.

Τη Ζαν Μορό συναντά το 1965 στην κομεντί «Viva Maria!» του Λουί Μαλ, η οποία γνωρίζει μεγάλη επιτυχία, κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες και η Μπαρντό βρίσκεται υποψήφια για βραβείο BAFTA καλύτερης ξένης ηθοποιού, ζώντας μια από τις καλύτερες φάσεις της καριέρας της. Την επόμενη χρονιά παντρεύεται για τρίτη φορά, τον Γκίντερ Ζακς και ζει μέσα στα πλούτη για τα επόμενα 3 χρόνια, όσο κρατά και ο γάμος τους.

Με τον Φελίνι και τον Ροζέ Βαντίμ

Το 1968 βρίσκεται στο πλευρό του Αλέν Ντελόν, καθώς σκηνοθετείται από τον πρώην άντρα της, Ροζέ Βαντίμ, τον Φεντερίκο Φελίνι και τον Λουί Μαλ για τις ανάγκες της ταινίας «Histoires extraordinaires» και την ίδια χρονιά πρωταγωνιστεί στο γουέστερν «Shalako» μαζί με τον Σον Κόνερι, έχοντας φτάσει να θεωρείται τόσο πολύτιμη για τη χώρα της, ώστε ο Ντε Γκωλ να δηλώνει πως φέρνει τόσο συνάλλαγμα στη Γαλλία, όσο και η Renault.

Η ίδια, όμως, έχει δείξει πολλές φορές στο παρελθόν να μην αντέχει την υπερέκθεσή της στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και μετά από διάφορες ταινίες της όπως το «L'ours et la poupée» του Μισέλ Ντεβίλ, τη «Λεωφόρο των λαθρεμπόρων», το κωμικό γουέστερν «Les pétroleuses» με την Κλαούντια Καρντινάλε και την τελευταία της ταινία «L'histoire très bonne et très joyeuse de Colinot Trousse-Chemise» το 1973, δηλώνει ότι αποσύρεται από τον κινηματογράφο, αλλά και το τραγούδι, θέλοντας να ζήσει όπως επιθυμεί, χωρίς να τυφλώνεται από τα φώτα της δημοσιότητας.

Μετά την υποκριτική, ο ακτιβισμός

Μια από τις μεγάλες αγάπες της Μπριζίτ Μπαρντό ήταν και τα ζώα και στην πορεία της ζωής της, η μεγαλύτερη δράση της ήταν η προστασία τους. Το 1977 ξεκίνησε καμπάνια ενάντια στη θανάτωση των μωρών φώκιας για τη δημιουργία γούνας, καταφέρνοντας να περάσει η απαγόρευση τέτοιου είδους προϊόντων.

Η προσπάθειά της συνεχίστηκε μέσα στα χρόνια με την ίδια να γράφει βιβλία και να ηχογραφεί τραγούδια, με σκοπό την αφύπνιση του κόσμου. Το 1986 κάνει και το μεγαλύτερο βήμα της, συστήνοντας το Ίδρυμα Μπριζίτ Μπαρντό για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των ζώων, χρηματοδοτώντας το με δημοπρασίες προσωπικών της αντικειμένων κ.ο.κ.

Η καλή της πρόθεση και οι προσπάθειές της τιμήθηκαν με ανθρωπιστικό βραβείο το 2001 από την Οργάνωση PETA, η ίδια, όμως, έχει εκφράσει πολλές φορές ρατσιστικές απόψεις με έναυσμα την αντιμετώπιση των ζώων από τη μουσουλμανική θρησκεία, με αποτέλεσμα το 2008 να βρίσκεται κατηγορούμενη για δηλώσεις που υποκινούν το ρατσισμό.

Μακριά από τα φώτα

Η Μπριζίτ Μπαρντό σήμερα είναι παντρεμένη εδώ και σχεδόν 20 χρόνια με τον βιομήχανο Μπερνάρ ντ’ Ορμάλ και ζει στο Σαν Τροπέ. Κατάφερε να νικήσει τον καρκίνο του μαστού με τον οποίο διαγνώστηκε τη δεκαετία του ’80 κι ενώ αρχικά δεν ήθελε να αντιμετωπίσει την κατάσταση, πιστεύοντας ότι αυτή ήταν η μοίρα της, πήρε τη σωστή απόφαση και ακολούθησε το δρόμο της θεραπείας.

Προς τιμήν της, το 1993 απονέμεται για πρώτη φορά στο Χόλιγουντ το Διεθνές Βραβείο Μπριζίτ Μπαρντό, για το καλύτερο ρεπορτάζ που αφορά τα ζώα, ενώ το 2007 το περιοδικό Empire την κατέταξε ανάμεσα στους 100 πιο σέξι κινηματογραφικούς αστέρες όλων των εποχών.

Το 2009 άνοιξε στο Παρίσι και η πρώτη επίσημη έκθεση σχετικά με την κληρονομιά και την επιρροή της Μπαρντό και συγκεκριμένα στις 29 Σεπτεμβρίου, μια μέρα μετά τα 75α γενέθλιά της.

Ενδεικτική φιλμογραφία: «Le trou normand» (1952), «Manina, la fille sans voiles» (1952), «Le portrait de son père» (1953), «Un acte d'amour» (1953), «Si Versailles m'était conté» (1954), «Tradita» (1954), «Le fils de Caroline chérie» (1955), «Les dents longues» (1955), «Futures vedettes» (1955), «Doctor at Sea» (1955), «Les grandes manoeuvres» (1955), «La lumière d'en face» (1956), «Helen of Troy» (1956), «Cette sacrée gamine» (1956), «Mio figlio Nerone» (1956), «En effeuillant la marguerite» (1956), «La mariée est trop belle» (1956), «Et Dieu... créa la femme» (1956), «Une parisienne» (1957), «Les bijoutiers du clair de lune» (1958), «En cas de Malheur» (1958), «La femme et le pantin» (1959), «Babette s'en va-t-en guerre» (1959), «Voulez-vous danser avec moi?» (1959), «L'affaire d'une nuit» (1960), «La vérité» (1960), «La Bride sur le cou» (1961), «Amours célèbres» (1961), «Vie privée» (1962), «Le repos du guerrier» (1962), «Le mépris» (1963), «Une ravissante idiote» (1964), «Viva Maria!» (1965), «À coeur joie» (1967), «Histoires extraordinaires» (1968), «Shalako» (1968), «Les femmes» (1969), «L'ours et la poupée» (1970), «Les novices» (1970), «Boulevard du Rhum» (1971), «Les pétroleuses» (1971), «Don Juan ou Si Don Juan était une femme...» (1973), «L'histoire très bonne et très joyeuse de Colinot Trousse-Chemise» (1973).