Κριτική ταινίας:«La delicatesse»
Σε μια εποχή κυριαρχίας του Ιντερνέτ και των social media, όπου η προσωπικότητα συμπυκνώνεται βιαστικά σε μια παράγραφο και πέντε-δέκα σκόρπια στοιχεία, η ταινία La delicatesse-Επιστροφή στον Έρωτα, έρχεται, ως αντίλογος, να προτείνει έναν άλλο τρόπο προσέγγισης και εκτίμησης των ανθρώπων.
«La delicatesse» («Επιστροφή στον έρωτα»)
Πρόκειται για την κινηματογραφική προσαρμογή του ομώνυμου μυθιστορήματος, μεγάλης αναγνωσιμότητας του Νταβίντ Φενκινός. Αποτελεί την πρώτη ταινία μυθοπλασίας των αδελφών Φενκινός και προτίθεται να αγγίξει βαθιά και να συνεπάρει όσους έχουν περάσει ένα πένθος, όσους δεν πιστεύουν στην ομορφιά και τη δύναμη ενός κεραυνοβόλου έρωτα, στις τυχαίες αλλά καθοριστικές συναντήσεις, στην ευτυχία που μπορεί να κρύβεται εκεί που δεν το περιμένουμε.
Η ιστορία είναι απλή και δεν χαρακτηρίζεται για το σασπένς ή τη γρήγορη δράση της. Περιγράφει τη ζωή της Ναταλί (Οντρέ Τοτού), μιας γυναίκας που έχασε τον άνδρα της γρήγορα εξαιτίας ενός ατυχήματος. Στη συνέχεια, ρίχτηκε «με τα μούτρα» στη δουλειά, έγινε στέλεχος σημαντικό μιας επιχείρησης και ερωτεύτηκε ξαφνικά έναν «ασήμαντο» -εκ πρώτης όψεως πάντα- ανθρωπάκο, απλό υπάλληλο της εταιρίας, τον Μαρκιούς (Φρανσουά Νταμιέν).
Η συνάντηση και η έλξη των αντιθέτων ή διαφορετικών είναι και εδώ ένα από τα θέματα της ταινίας, θυμίζοντάς μας τις πολύ πρόσφατες, επίσης, γαλλικές παραγωγές: τους Άθικτους και τις Γυναίκες του Τελευταίου Ορόφου. Θα λέγαμε ότι το γαλλικό σινεμά αρέσκεται τώρα τελευταία στην επίδειξη των κοινωνικών αντιθέσεων και αντιφάσεων.
Η μεταφορά ενός μυθιστορήματος στον κινηματογράφο δεν είναι εύκολη υπόθεση. Η μετατροπή του λόγου σε εικόνα απαιτεί εύστοχη κρίση του σκηνοθέτη/των σκηνοθετών για την επιλογή και αφαίρεση –αναγκαστικά- κάποιων στοιχείων, προσοχή στη λεπτομέρεια και ευρηματικότητα ως προς τη διαδικασία μετάλλαξης της λογοτεχνίας σε κινηματογραφική τέχνη.
Ένα από τα τεχνάσματα των αδελφών Φενκινός, στη προσπάθειά τους αυτή, είναι και η voix off/voice over που συνοδεύει την αφήγηση από την πρώτη στιγμή της ταινίας, εκφράζοντας έτσι τις σκέψεις και τα συναισθήματα κάποιων από τα πρόσωπα στα οποία εστιάζει η κάμερα. Ωστόσο, αυτό γίνεται κάπως ακατάστατα και δεν αποτελεί γενικό κανόνα. Από την άλλη, αναλογιζόμενοι το σύνολο της ταινίας, δεν μπορούμε να μην παρατηρήσουμε τη γενική προσπάθεια των σκηνοθετών να μεταβιβάσουν όλο τον ονειρικό κόσμο των συναισθημάτων που διακατέχει τους ήρωες, τη μαγεία και το φαντασιακό στοιχείο του βιβλίου που συγκίνησε τόσο τους αναγνώστες. Ευελπιστώντας να προκαλέσουν μια συν-πάθεια στους θεατές, ανάλογη εκείνης των αναγνωστών, επιστρατεύουν μια σειρά από τεχνικές. Πέρα από τη φωτογραφία σε ελαφρώς παστέλ χρώματα και μουσική επένδυση που συνεπαίρνει (της Émilie Simon αλά Yann Tiersen), άφθονα ρελαντί ανάμεικτα με επιταχύνσεις (accélérés), faux-raccords, χωρο-χρονικές ελλείψεις και άλματα στην πλοκή δίνουν την εντύπωση μιας κάμερας «πανταχού παρούσης», αντίστοιχης σε έναν αφηγητή «πανταχού παρών» που μπορεί να ταξιδέψει στο χρόνο και στις καρδιές των ανθρώπων.
Ένα παράδειγμα παιχνιδιού με το χρόνο είναι στο πάρκο, όταν η φίλη της Ναταλί τής ανακοινώνει ότι είναι έγκυος. Στο επόμενο πλάνο, οι δύο γυναίκες είναι ακριβώς στον ίδιο χώρο, μόνο που φοράνε αυτή τη φορά διαφορετικά ρούχα και φαίνονται ξένοιαστες. Η χρονική έλλειψη επιδεικνύεται χαρακτηριστικά επίσης και προς το τέλος του έργου, όταν ο Μαρκιούς φαντάζεται τη Ναταλί μέσα στον κήπο της σε διάφορες ηλικίες, παιδούλα, έφηβη, νεαρή ερωτευμένη…
Η ταινία έρχεται να επιβεβαιώσει τον αυθεντικό της τίτλο «La délicatesse» που σημαίνει λεπτότητα, απαλότητα, κομψότητα, ευγένεια, χάρη. Έχει φτιαχτεί καθ’ εικόνα του κεντρικού της προσώπου: η Οντρέ Τοτού αποδεικνύεται ιδανική για το ρόλο που υποδύεται. Με φινέτσα, διακριτικότητα και ευλυγισία, αποδίδοντας ταυτόχρονα το εύθραυστο αλλά και την αποφασιστικότητα ενός χαρακτήρα, παρασύρει τους θεατές στο λεπτεπίλεπτο σύμπαν της Ναταλί. Αυτόματα μας κάνει να θυμηθούμε τον Ζαν-Πιερ Ζενέ και την «Αμελί» του, μόνο που δεν είναι αυτός, παρά τις προσπάθειες. Ο Φρανσουά Νταμιέν ως άξιος παρτενέρ, με το παρουσιαστικό τού συνηθισμένου και κάπως ατημέλητου ανθρώπου, ενσαρκώνει πειστικά το φοβισμένο απέναντι στον έρωτα Μαρκιούς.
Τα πρόσωπα που τους περιβάλλουν, στερεότυπα και αυτά, συνθέτουν το περιβάλλον μιας κοινωνίας στενόμυαλης, με προκαταλήψεις και αμετακίνητες ιδέες. Σε αυτήν την κοινωνία –που αντανακλά τη δική μας σύγχρονη κοινωνία- υπερεκτιμάται η επιφάνεια, ό, τι φαντάζει ωραίο και επιδεικνύεται, ενώ η έλλειψη βάθους σε όλα αυτά δεν ενοχλεί. Η δουλειά των αδελφών Φενκινός αντικρούει μια τέτοια νοοτροπία και με έναν αναχρονιστικό ρομαντισμό μάς κάνει μια άλλη πρόταση.
Παραγωγή: Γαλλική Σκηνοθεσία: Νταβίντ Φενκινός, Στεφάν Φενκινός
Πρωταγωνιστούν: Οντρέ Τοτού, Φρανσουά Νταμιέν, Μπρούνο Τοντεσκίνι, Μελανί Μπερνιέ. Η ταινία προβάλλεται από τη Village Films.
ΔΗΜΗΤΡΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΥ







