Μπορεί η Sofia Coppola να διατηρήσει το ενδιαφέρον στο σινεμά της;

the-beguiled
ΤΕΤΑΡΤΗ, 12 ΙΟΥΛΙΟΥ 2017

Με ταινίες σαν το «The Beguiled», δεν τίθεται καν το ερώτημα.

Η νέα ταινία της Sofia Coppola, «The Beguiled», κλείνει με την εικόνα των έξι πρωταγωνιστριών της να κάθονται μπροστά από το επιβλητικό κτίριο του οικοτροφείου ατενίζοντας το δρόμο έξω από αυτό. Βρισκόμαστε στο 1864 και ο Εμφύλιος Πόλεμος μαίνεται ακόμη, αλλά ουσιαστικά τίποτα που να συμβαίνει έξω από τα κάγκελα της αυλής τους δεν έχει σημασία. Βρισκόμαστε στην Βιρτζίνια του 19ου αιώνα, ωστόσο το σκηνικό είναι πέρα από κάθε έννοια του τόπου και του χρόνου. Και αυτή η εικόνα όλων των γυναικών μαζί μπορεί να ιδωθεί και ως ένα δυνατό ενσταντανέ γυναικείας χειραφέτησης, αλλά και ως μια πρώτης τάξεως απόδειξη του χάσματος που έχει δημιουργηθεί ανάμεσά τους και που παρόλα αυτά δεν μπορούν να κάνουν τίποτα άλλο πέρα από το να παραμείνουν ενωμένες.

Πλέον η Coppola μπορεί να θεωρείται auteur. Έχει μια συνολική επίβλεψη του έργου της, στο βαθμό που αυτό είναι αναγνωρίσιμο και από κάποιον που ίσως να έχει επιδερμική επαφή με τη δουλειά της. Και είναι μια δημιουργός που καταφέρνει και δημιουργεί έναν συνεκτικό ιστό ανάμεσα στις ταινίες της όχι μέσα από τα θέματα που επιλέγει, αλλά από τον τρόπο που καταφέρνει και δίνει νόημα μέσα από τις εικόνες. Έχουμε συνηθίσει να τη βλέπουμε να διαχειρίζεται αρκετά απλοϊκά σενάρια, τα οποία της αφήνουν χώρο για να κινηματογραφήσει τη γυναικεία νεότητα, αποτυπώνοντας μια εύθραυστη θηλυκότητα η οποία όμως είναι και απαλλαγμένη και από οποιαδήποτε ανάγκη για ανδρική παρουσία ώστε να εκπληρωθεί. Αυτό που μπορούμε να πούμε για την Coppola είναι ότι ξέρει να αναδεικνύει το γυναικείο σώμα καλύτερα και από φωτογράφους σε editorial μόδας μεγάλων περιοδικών. Αυτό είναι το ατού της και πάνω σε αυτή την ικανότητά της έχει χτίσει μια ολόκληρη αισθητική. Το ζητούμενο είναι αν αυτή είναι πια περιοριστική για την ίδια ή αν μπορεί να τη χειριστεί προς εξερεύνηση νέων δρόμων στον κινηματογραφικό κόσμο της.

Το «The Beguiled» είναι βασισμένο στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Thomas P. Cullinan και το έχουμε ξαναδεί να μεταφέρεται στο σινεμά το 1971 από τον Don Siegel, με πρωταγωνιστή τον Clint Eastwood την εποχή που ήταν ο απόλυτος σταρ του Χόλιγουντ. Και καθώς ήταν το μεγάλο όνομα της ταινίας, αυτή εξερεύνησε περισσότερο τον ανδρικό φόβο απέναντι στην πολύπλοκη γυναικεία ψυχοσύνθεση και στο πώς αυτή μπορεί να γίνει απειλητική και να λειτουργήσει ευνουχιστικά αν αλλάξουν οι ρόλοι. Φυσικά ήταν μια εντελώς διαφορετική εποχή και σήμερα βρίσκεται ήδη στο προσκήνιο η συζήτηση και κριτική περί της ανδρικής οπτικής μέσα από την οποία παρουσιάζεται το μεγαλύτερο μέρος της κινηματογραφικής παραγωγής. Είναι λοιπόν σημαντικό σε μια πρώτη ανάγνωση ότι η Coppola επέλεξε να πει αυτή την ιστορία από την ανάποδη, με τις γυναίκες να είναι αυτές που βλέπουν τον τραυματισμένο στρατιώτη των Βόρειων ως εισβολέα στο χώρο τους.

Με το «The Bling Ring», την αμέσως προηγούμενη μεγάλου μήκους ταινία της, η Coppola κατέστησε σαφές ότι δεν υπάρχουν πολλοί άλλοι δημιουργοί που να αντικατοπτρίζουν τόσο καλά τη νεανική γυναικεία σεξουαλικότητα στο σινεμά τους, ακόμη και μέσα από λεπτομέρειες και όταν αυτό δεν είναι το κεντρικό θέμα. Υπήρξαν όμως και την ίδια στιγμή τα πρώτα χειροπιαστά δείγματα ενός τέλματος του στυλ που είχε εγκαθιδρύσει. Το περιτύλιγμα είναι δηλαδή σταθερά όμορφο, αλλά το περιεχόμενο όλο και χάνει το νόημά του. Και μιας και στην περίπτωσή της η εικόνα που μεταφέρει συνιστά και το ίδιο το μήνυμα, το ζητούμενο είναι να διηγείται ιστορίες που να μπορούν να λειτουργήσουν με αυτό το απαράβατο πλαίσιο.

Ας πούμε ότι με το «The Beguiled» η Coppola βρήκε μετά από αρκετά χρόνια μια ταινία που να είναι κομμένη και ραμμένη ακριβώς στα μέτρα που θέλει ώστε να αποδώσει τα γυναικεία αδιέξοδα που έρχονται από τα καταπιεσμένα ένστικτα και τον ανταγωνισμό, αλλά την ίδια στιγμή και τον πολυσχιδή θηλυκό τρόπο σκέψης, ο οποίος –παρά κάποια βήματα που έχουν γίνει- τόσο παραγκωνισμένος είναι από τη δημόσια σφαίρα της σύγχρονης ποπ κουλτούρας. Η αποπλάνηση του τίτλου εφαρμόζει διαφορετικά στις επτά γυναίκες, οι οποίες καθώς και βρίσκονται σε διαφορετικά ηλικιακά στάδια της ζωής τους, αντιμετωπίζουν τον αρσενικό εισβολέα με την ίδια περιέργεια που απορρέει από την αφύπνιση των σεξουαλικών τους ενστίκτων, αλλά διαχειρίζονται αυτή την κατάσταση με διαφορετικά μέσα.

Υπάρχουν πράγματα στην ταινία που δεν γίνονται εύκολα κατανοητά και τα κίνητρα πίσω από τους χαρακτήρες παραμένουν ασαφή, αφού ακολουθείται μια αφαιρετική μορφή αφήγησης, συνεπικουρούμενη από την φανταστική φωτογραφία του Philippe Le Sourd, ο οποίος δικαιώνει την οσκαρική υποψηφιότητα που απέσπασε για την επίσης εξαιρετική δουλειά του στο «The Grandmaster». Κάθε κάδρο υπονοεί τις σκέψεις και τα ένστικτα των κοριτσιών σαν ένα σαρδόνιο χαμόγελο και το φως του αμερικανικού Νότου ξεπροβάλλει σκοτεινό, σαν και οι αχτίδες του ήλιου που φτάνουν ως την αυλή του οικοτροφείου να γνωρίζουν τι πρόκειται να ακολουθήσει και ότι αυτό το μέρος είναι αποκομμένο από την ιστορία.

Είναι τόσο σίγουρη η Coppola για το υλικό που σκηνοθετεί ώστε δε διστάζει να του προσδώσει στοιχεία νουάρ και μαύρης κωμωδίας για να τονίσει την ένταση που δημιουργείται από τις προστριβές γύρω από το σεξουαλικό αντικείμενο του πόθου στο οποίο εξελίσσεται ο επισκέπτης. Είναι φανταστικό πόσο απροσδόκητα διασκεδαστική είναι η ταινία, αφού η ποπ αύρα με την οποία διαχειρίζεται η Coppola το πλαίσιο της εποχής έρχεται και δένει με την διάρκεια των 90 λεπτών που δεν αφήνει το φιλμ να κάνει κοιλιά και με τις καθόλου προφανείς ερμηνείες που λειτουργούν καλύτερα σε ένα σωματικό/μη λεκτικό επίπεδο.

Για παράδειγμα, η (επανακάμψασα) Nicole Kidman αποδίδει με περίσσεια αυτοπεποίθηση κάθε βλέμμα, κάθε ατάκα και κάθε κίνηση που της δίνεται, με αποκορύφωμα μια ανατριχιαστικά απολαυστική πρόποση λίγο πριν το φινάλε που είμαστε σίγουροι πως καμία άλλη δε θα μπορούσε να την κάνει να λειτουργήσει έτσι. Και η Elle Fanning από την άλλη καθιερώνεται ως το πρόσωπο της νεανικής γυναικείας σεξουαλικότητας, τολμώντας σε δύσκολους και υπαινικτικούς ρόλους με την ενηλικίωσή της. Η Kirsten Dunst, νιώθοντας οικεία με το περιβάλλον, μας δίνει την ενήλικη εκδοχή της Lux Lisbon που δεν ξέραμε ότι θέλαμε να δούμε.

Φεμινιστικό μανιφέστο; Σπουδή των μηχανισμών πίσω από τον θηλυκό ανταγωνισμό; Σκοτεινό παραμύθι γυναικείας χειραφέτησης; Απλώς διασκεδαστική ανατροπή της ανδροκεντρικής αφήγησης; Το «The Beguiled» μπορεί να είναι όλα αυτά, τίποτα από αυτά και κάτι εντελώς διαφορετικό που θα δει ο καθένας μέσα σε αυτό. Η Sofia Coppola έγινε και πάλι relevant πετυχαίνοντας πολλά με λίγα και ακόμη και αν δεν αλλάζει τον ρου του ανεξάρτητου σινεμά, προσθέτει ένα λιθαράκι για τη διάσωσή του, βρίσκοντας ξανά τον εαυτό της μέσα από αυτό. Όλοι κερδισμένοι.

Το «The Beguiled» κυκλοφορεί από την UIP.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΣΧΟΣ / [email protected]