Το σινεμά του Todd Haynes ήταν πάντα απελευθερωτικό

carol
ΤΕΤΑΡΤΗ, 20 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2017

Μια αναδρομή στη σημαντική καριέρα του δημιουργού η νέα ταινία του οποίου εγκαινιάζει τις φετινές Νύχτες Πρεμιέρας.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΣΧΟΣ / [email protected]

Λίγοι δημιουργοί του αμερικανικού σινεμά τα τελευταία 25 χρόνια συγκρίνονται με την ιδιαιτερότητα του Todd Haynes. Μιλάμε για έναν σκηνοθέτη που συνέδεσε την αρχή της καριέρας του με την άνοδο του Νέου Queer Κύματος που μονοπώλησε θεματικά το ανεξάρτητο σινεμά στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Έκτοτε έχει πειραματιστεί με διάφορα στυλ και θεματικές, χωρίς ποτέ να μένει στάσιμος, με κάθε του ταινία να συνιστά και ένα ξεχωριστό statement. Με έξι μεγάλου μήκους ταινίες μέσα σε 26 χρόνια πορείας δεν βιάζεται στην προετοιμασία της επόμενης δουλειάς του και έχει καταφέρει να αναγνωριστεί ως ένας από τους σπουδαιότερους σύγχρονους Αμερικανούς σκηνοθέτες χωρίς να κάνει υπαναχωρήσεις στη θεματολογία του ή την οπτική του πάνω στο σινεμά.

Το 23ο φεστιβάλ κινηματογράφου Νύχτες Πρεμιέρας που ξεκινά απόψε έχει ως ταινία έναρξης το «Wonderstruck» (θα έχει επαναληπτική προβολή στις 22 Σεπτεμβρίου στις 17:30 στο Ιντεάλ), την τρίτη δηλαδή συνεργασία του Haynes με την Julianne Moore που συγκίνησε τις Κάννες με τις αφοπλιστικές δόσεις συναισθήματος. Η ταινία τοποθετείται χρονικά μεταξύ του 1927 και του 1977 και είναι ένα από τα φιλμ που περιμένουμε περισσότερο για το υπόλοιπο του 2017 (στις ελληνικές αίθουσες κυκλοφορεί κανονικά στις 28 Δεκεμβρίου). Δοθείσης της αφορμής λοιπόν, ας κάνουμε μια αναδρομή σε μια σταθερά ενδιαφέρουσα όσο και απρόβλεπτη καριέρα.

«Superstar: The Karen Carpenter Story» (1987)

Η πρώτη δουλειά του Haynes είναι μια μικρού μήκους αναβίωση της ζωής και του θανάτου της Karen Carpenter, μέλους των Carpenters που μεσουράνησαν τη δεκαετία του 1970 με τις soft pop μελωδίες τους. Η Karen Carpenter έπασχε από νευρική ανορεξία και το τραγικό της τέλος ήρθε από επιπλοκές της ασθένειας σε ηλικία 32 ετών. Ο Haynes παρακολουθεί αποσπάσματα από τα τελευταία 17 χρόνια της ζωής της και το κάνει όχι χρησιμοποιώντας ηθοποιούς αλλά… κούκλες Barbie. Το αποτέλεσμα είναι πρωτοποριακό και ρηξικέλευθο για την προσέγγιση μιας βιογραφίας στο σινεμά, αλλά καθώς στον αδερφό της Karen και έτερο μέλος των Carpenters, Richard Carpenter δεν άρεσε η gay αποτύπωσή του, πάτησε πάνω στα δικαιώματα της χρήσης της μουσικής τους και δικαιώθηκε, καταστρέφοντας έτσι κάθε κόπια του φιλμ, εκτός από μια που βρίσκεται στο MoMA, το οποίο δεν έχει δικαίωμα προβολής του. Δικαίως μια από τις πιο καλτ ταινίες όλων των εποχών.

«Poison» (1991)

Στο μεγάλου μήκους ντεμπούτο του ο Haynes ταυτίστηκε με το New Queer Cinema των 90s, προτάσσοντας gay θεματολογία με έναν διαφορετικό τρόπο από ό,τι είχε συνηθίσει ο κόσμος στο αμερικανικό σινεμά έως τότε. Το «Poison» αποτελείται από τρεις ιστορίες που είναι βασισμένες σε έργα του Γάλλου ακτιβιστή Jean Genet και αν και διαφέρουν μεταξύ τους και στυλιστικά αλλά και ως προς το θέμα τους, είναι κοινή η κεντρική ιδέα της απελευθέρωσης από οποιαδήποτε δεσμά κρατούν τους χαρακτήρες μακριά από το να βρουν την αληθινή τους ταυτότητα. Φυσικά και αυτό συμβαίνει με ακραία παραδείγματα που ανήκουν στον χώρο των ταμπού, αλλά μόνο αν είσαι αρκετά συντηρητικός μπορείς να νιώσεις να προσβάλλεσαι, αφού η πρόθεση του Haynes δεν ήταν ποτέ να γίνει ακραίος απλά και μόνο για να γίνει ακραίος.

«Safe» (1995)

Για πολλούς λόγους το πραγματικό ντεμπούτο του Haynes είναι αυτό εδώ. Η πρώτη του συνεργασία με την Julianne Moore, η οποία έτσι κέρδισε τον πρώτο σημαντικό ρόλο της και στη συνέχεια αναδείχθηκε στην ηθοποιό που γνωρίζουμε σήμερα, είναι ένα από τα καλύτερα και σημαντικότερα φιλμ των 90s. Η Moore υποδύεται την Carol, μια νεαρή γυναίκα που αναπτύσσει πολλαπλή χημική ευαισθησία, χωρίς κανείς να μπορεί να την βοηθήσει και έτσι καταλήγει σε ένα αμφιλεγόμενο θρησκευτικού τύπου καταφύγιο στην έρημο που είναι φτιαγμένο για να βοηθά άτομα με την πάθησή της και που επικεφαλής του είναι ένας άνδρας που οι μέθοδοί του περιλαμβάνουν ψυχολογικό πόλεμο στα όρια του φασισμού. Η ασθένεια της Carol είναι μια αλληγορία για το AIDS, με τον Haynes να στηλιτεύει όλη την κοινωνική υποκρισία γύρω από την ασθένεια και την εμπειρία του βιώματος από όσους πάσχουν από αυτή. Μεγαλεπήβολο φιλμ ως προς την απόδοσή του και με ένα ανατρεπτικό φινάλε που δίχασε, αλλά σίγουρα μια από τις ταινίες που έχουν μείνει στην ιστορία και στην οποία θα επιστρέφουμε για πολλά χρόνια ακόμη.

«Velvet Goldmine» (1998)

Μια από τις σημαντικότερες θεματικές στην καριέρα του Haynes είναι η εμμονή του με τις μουσικές βιογραφίες, τις οποίες όμως προσεγγίζει πολύ διαφορετικά από ό,τι μπορεί να έχουμε συνηθίσει. Όπως έκανε και με την Karen Carpenter, έτσι και στο «Velvet Goldmine» εξελίσσει μια πρωτότυπη, αφαιρετική και εναλλακτική γλώσσα επικοινωνίας των βιογραφιών στο σινεμά, παρουσιάζοντας τη ζωή ενός ροκ σταρ των 70s που έχει στοιχεία από πολλούς, αλλά κατά κύριο λόγο αν και δεν ονοματίζεται ποτέ, πρόκειται για τον David Bowie. Στον Bowie δεν άρεσε ότι αποτυπώθηκε η ζωή του δίχως τη συγκατάθεσή του, αλλά εν τέλει αυτό δε στάθηκε εμπόδιο στην αναγνώριση του φιλμ που αν και παρουσιάζει το τρίπτυχο «σεξ, ναρκωτικά και ροκ εν ρολ» στο έπακρο, είναι πολλά περισσότερα από αυτό. Ο Ηaynes πατάει πάνω στον «Πολίτη Κέιν» και παρουσιάζει την άνοδο του glam rock μέσα από ένα πέπλο μυστηρίου που σχηματίζεται από τις ιδέες του Oscar Wilde. Και όλα τα παραπάνω αν και θεωρητικά άσχετα μεταξύ τους, δένουν με έναν απίστευτο τρόπο, σχηματίζοντας μια από τις προφανείς ποπ ταινίες των late 90s και μια νοσταλγική υπενθύμιση για τις δυνατότητες που είχε κάποτε η πορεία του Jonathan Rhys Meyers.

«Far from Heaven» (2002)

Επειδή ο Haynes ποτέ δεν έγινε προβλέψιμος σε κανένα σημείο της έως τώρα πορείας του, η πρώτη του δουλειά για τον 21ο αιώνα ήταν ένας φόρος τιμής στο σινεμά του Douglas Sirk στα 50s και ειδικότερα στο «All That Heaven Allows». Ζωντανεύει λοιπόν με ακρίβεια το κλίμα της εποχής όπως παρουσιάστηκε στα μελοδράματα του Sirk και χτίζει μια τέλεια ζωή σε ένα ιδανικό προάστιο, μόνο για να καταρρίψει αυτή την τελειότητα εκ των έσω. Πρωταγωνίστρια η Julianne Moore στη δεύτερη συνεργασία της με τον Haynes, μια σύζυγος που τα έχει όλα, μόνο για να συνειδητοποιήσει την κίβδηλη φύση της ευτυχίας της και να παρακολουθήσει τη ζωή της να καταρρέει. Και παράλληλα με την ιστορία της, βλέπουμε μια σειρά από σοβαρά θέματα να αναπτύσσονται, όπως τον ρατσισμό και τις ανισότητες των φύλων, την σεξουαλική ταυτότητα και τα κοινωνικά ταμπού αλλά και τις προκαταλήψεις γύρω από την τάξη. Ο Haynes δημιουργεί ένα θεματικό πάρκο του Χόλιγουντ των 50s και το διαλύει αντιμετωπίζοντάς το με σύγχρονη οπτική. Αδιαπραγμάτευτο αριστούργημα.

«I’m Not There» (2007)

Είναι το «I’m Not There» η πιο ιδιαίτερη μουσική (και μη) βιογραφία που έχουμε δει στο σινεμά; Σίγουρα δεν μπορούμε να σκεφτούμε κάποια άλλη που να υπερβαίνει σε φιλοδοξία. Η απεικόνιση της ζωής του Bob Dylan γίνεται περισσότερο μέσα από νότες και συναισθήματα παρά από πραγματικά γεγονότα που μπαίνουν στη σειρά και ό,τι άποψη και αν έχεις για την ταινία, πρέπει να παραδεχτείς ότι η φαντασία της δεν είναι καθόλου φειδωλή. Παρακολουθούμε έξι διαφορετικές αυτόνομες περσόνες που εκπροσωπούν όλες τις διαφορετικές φάσεις του Dylan, με επτά διαφορετικούς ηθοποιούς να υποδύονται αυτούς τους ρόλους. Ποιητής, προφήτης, μάρτυρας, επικηρυγμένος, αλλά πάντα χαρισματικός, ο Dylan που αναδεικνύεται μέσα από το «I’m Not There» είναι πολύ πιο αποκαλυπτικός από οποιαδήποτε προσέγγιση επιπέδου ντοκιμαντέρ μπορούσε να γίνει γύρω από τη ζωή του. Μια ταινία-βίωμα, με μια σπουδαία ανδρόγυνη ερμηνεία από την Cate Blanchett.

«Mildred Pierce» (2011)

Πριν αρχίσουμε να μιλάμε ανοιχτά για την χρυσή εποχή της τηλεόρασης, ο Haynes έδωσε το έναυσμα για την εισροή σημαντικών δημιουργών του σινεμά στη μικρή οθόνη. Επιστρέφοντας στον κόσμο εποχής του «Far from Heaven», διασκευάζει το «Mildred Pierce» του James M. Cain, μυθιστόρημα που είχε μεταφερθεί και στο σινεμά το 1945 υπό τη μορφή φιλμ νουάρ με πρωταγωνίστρια την Joan Crawford. Τον ρόλο της Pierce εδώ ανέλαβε η Kate Winslet, η οποία ήταν κάτι παραπάνω από πειστική ως μια υπερπροστατευτική μητέρα στα χρόνια του Μεσοπολέμου. Πρόκειται για ένα άψογα σκηνοθετημένο βραδυφλεγές κομψοτέχνημα που αναζητά το μεγαλείο στις σιωπές και παρά το ότι μοιάζει περισσότερο με μια ταινία διάρκειας 336 λεπτών παρά με μια μίνι σειρά, η ποιότητα και οι κορυφές της είναι αδιαπραγμάτευτες.

«Carol» (2015)

Αν έπρεπε να συγκρίνουμε το «Carol» με κάποια συγκεκριμένη ταινία για τον τρόπο που χρησιμοποιεί μια ιστορία με απώτερο σκοπό να πραγματοποιήσει μια καλλιτεχνική σπουδή πάνω στη φύση του έρωτα, τότε αυτή θα ήταν η «Ερωτική επιθυμία» του Wong Kar-wai. Πέρα από την εποχή, πέρα από την υπόθεση, πέρα ακόμη και από τις ερμηνείες, σημασία έχει το κάθε κάδρο ξεχωριστά, τα ηλεκτρισμένα βλέμματα μέσα στο πλήθος, οι σάρκες που καίνε, ένα βρεγμένο παράθυρο αυτοκινήτου. Ο Haynes κατάφερε να σε κάνει να βλέπεις την Τερέζ μέσα από τα μάτια της Carol και την Carol μέσα από αυτά της Therese. Καμία δεν αποκαλύπτεται πραγματικά ποτέ και δεν έχει νόημα χωρίς την άλλη. Ο Haynes αποκρυσταλλώνει την έννοια του έρωτα. Είναι κάτι κατανοητό μόνο για τα δύο άτομα που βρίσκονται μέσα στη διαδικασία του, τα οποία εκείνη τη στιγμή νιώθουν πως ανακαλύπτουν ξανά τον κόσμο με νέες υπεράνθρωπες αισθήσεις. Στους απ’ έξω φαίνεται μια καθημερινή πράξη μέσα σε μια ρουτίνα αλλά μόνο έτσι δεν είναι. Αυτήν ακριβώς την εμπειρία αιχμαλωτίζει ο Haynes στο «Carol», συνεπικουρούμενος από τις δύο ξεχωριστές –η κάθε μία με τον δικό της τρόπο- πρωταγωνίστριές του.

Οι 23ες Νύχτες Πρεμιέρας θα διεξαχθούν από τις 20 Σεπτεμβρίου έως και την 1η Οκτωβρίου.